Το ελληνικό όχι μόνο τήρησε τις υποσχέσεις του για στήριξη των επιχειρήσεων λόγω των συνεπειών της πανδημίας αλλά και τις υπερέβη, ανέφερε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Γιώργος Χαντζηνικολάου, μιλώντας στην επιτροπή Οικονομικών της Βουλής.

Η συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας στο 2020 έφθασε τα 20,5 δισ. ευρώ, ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΕΤ, επισημαίνοντας ότι το ποσό αυτό αποτελεί την υψηλότερη ετήσια χρηματοδοτική ροή της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα μας. Από τα 20,5 δισ.ευρώ, τα 14 δισ.ευρώ προήλθαν από τα δανειακά προγράμματα των τραπεζών.

Αξιοποιώντας τα προγράμματα της Πολιτείας, είπε ο πρόεδρος της ΕΕΤ, οι τράπεζες χρηματοδότησαν πάνω από 30 χιλιάδες επιχειρησεις, κυρίως μικρομεσαίες, διοχετεύοντας προς αυτές 6,5 δισ. ευρώ από τα δύο εγγυοδοτικά προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, επιτυγχάντας επίδοση-ρεκόρ ως προς την απορροφητικότητα κεφαλαίων, που έφθασε το 95%». Ειδικά το εμπόριο, ο κλάδος που δέχθηκε το σοβαρότερο πλήγμα από την επιδημιολογική κρίση, απορρόφησε το 25,45% της συνολικής χρηματοδότησης.

Ο κ. Χαντζηνικολάου ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι ότι δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες που δεν ικανοποιούν τα βασικά τραπεζικά κριτήρια. «Οι λόγοι που τα βασικά τραπεζικά κριτήρια ενδέχεται να μην ικανοποιούνται από αυτές τις οικονομικές μονάδες, είναι πολλοί: είτε γιατί έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είτε γιατί έχουν αρρύθμιστες φορολογικές ή ασφαλιστικές εισφορές, είτε γιατί έχουν ξεπεράσει τα όρια των κρατικών επιχορηγήσεων, είτε έχουν αρνητικά ίδια κεφάλαια, ή γιατί είναι ήδη υπερδανεισμένες. «Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι οι τράπεζες είναι εποπτευόμενες οικονομικές μονάδες, γιατί δέχονται καταθέσεις και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιστρέψουν αυτές τις καταθέσεις, όταν οι καταθέτες τις απαιτήσουν. Και για να είναι αυτό δυνατόν, τα δάνεια τα οποία δίνουν, πρέπει να είναι επίσης εισπράξιμα. Εάν τα δάνεια σταματούν να είναι εισπράξιμα, υπονομεύεται η ικανότητα των τραπεζών να ανταποκριθούν στην υποχρέωση επιστροφής των καταθέσεων στους καταθέτες. Γι’ αυτό οι τράπεζες είναι εποπτευόμενες επιχειρήσεις, και ο κύριος στόχος της εποπτείας τους είναι διττός. Πρώτον, να διασφαλισθεί η ποιότητα των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες, ώστε να εξασφαλισθεί η ικανότητα αποπληρωμής των καταθετών. Και δεύτερον, η διατήρηση μίνιμουμ ίδιων κεφαλαίων για να καλύψουν τυχόν ζημιές, που συμβαίνουν όπως σε κάθε επιχείρηση. ‘Αρα, μία οικονομική μονάδα με αρνητική οικονομική εικόνα, δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Εποπτικά, οι κανόνες δεν μας επιτρέπουν να δανείζουμε προβληματικές επιχειρήσεις».

Ο πρόεδρος της ΕΕΤ διαβεβαίωσε ότι «το τραπεζικό σύστημα καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να στηρίξει και να βοηθήσει αυτές τις οικονομικές μονάδες να επανακτήσουν την ικανότητά τους να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να έχουν ξανά πρόσβαση σε νέο δανεισμό». Ως παράδειγμα ανέφερε, ότι «για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών τους, οι τράπεζες λαμβάνουν υπόψη τα ιστορικά οικονομικά τους στοιχεία πριν την εκδήλωση της επιδημιολογικής κρίσης, και όχι αυτά που διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της κρίσης. Kαι αυτό το κάνουμε, όχι μόνο για τους δανειζόμενους, αλλά είναι και προς συμφέρον μας. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να τους δώσουμε δάνεια ξανά». Επισήμανε επίσης, ότι το τραπεζικό σύστημα «έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ελαστικότητας και ερμηνείας των εποπτικών κανόνων, ώστε να ανταποκριθεί στη κρίση της πανδημίας. Εκτός από την χρηματοδότηση, έχει προβεί σε μεγάλο αριθμό ρυθμίσεων οφειλών, και αναστολών των αποπληρωμών – τα λεγόμενα μορατόρια».

«Το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Όση κατανόηση και να υπάρχει για την κρίση που περνάμε, οι τράπεζες δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα εποπτικά και πιστοδοτικά κριτήρια που διέπουν την λειτουργία τους, και πιο συγκεκριμένα δεν μπορούν να δώσουν δάνεια σε οικονομικές μονάδες, όταν η ικανότητα εξυπηρέτησης και η δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων, ή δεν υπάρχει, ή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί», πρόσθεσε.

Όπως ανέφερε ο κ. Χατζηνικολάου, η συγκεκριμένη πρόκληση της χρηματοδότησης οικονομικών μονάδων που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες, μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο από το κράτος, που μπορεί να μεταφέρει πόρους προς αυτόν τον σκοπό, μέσω επιδοτήσεων, εάν το κρίνει εφικτό. Το πρόγραμμα της επιστρεπτέας προκαταβολής και η επιδότηση των θέσεων εργασίας είναι τέτοια παραδείγματα.

Αναφερόμενος στις αναστολές δανείων, είπε ότι στο τέλος του 2020, το σύνολο των αναστολών είχε ανέλθει σε 397.000 επιχειρήσεις και νοικοκυριά, για συνολικό ποσό 25 περίπου δισ. ευρώ. Πολλές από αυτές τις αναστολές, λόγω τις 9μηνης διάρκειας που υπαγορεύεται από ευρωπαϊκές οδηγίες, έληξαν στις 31.12.2020, και αυτό που ενδιαφέρει όλους είναι η επάνοδος στην εξυπηρέτησή τους. Προς την ομαλή επάνοδο εξυπηρετήσεως αυτών των δανείων, οι τράπεζες έχουν εντάξει τους δανειολήπτες που επανέρχονται σε καθεστώς εξυπηρέτησης, σε πέντε κατηγορίες.

Αναφερόμενος στις προοπτικές χρηματοδότησης για το 2021, είπε ότι θα είναι ανάλογες με εκείνες του 2020, εκτιμώντας ότι οι νέες χρηματοδοτήσεις θα ανέλθουν σε άνω των 15 δισ. ευρώ. Ο πρόεδρος της ΕΕΤ αναφέρθηκε και στην επιτυχία του προγράμματος “Ηρακλής”, εκτιμώντας ότι μέσω του “Ηρακλή” Ι και ΙΙ και σε συνδυασμό με όλα τα άλλα μέσα που διαθέτουν οι τράπεζες σήμερα (π.χ. βιώσιμες ρυθμίσεις κλπ.), το τραπεζικό σύστημα δύναται να μειώσει το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό, εντός των επομένων 24 μηνών και φυσικά εκτός κάποιου απροόπτου. Ο πρόεδρος της ΕΕΤ αναφέρθηκε αναλυτικά και στα νέα εργαλεία για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.