Την κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης από τα εισοδήματα του 2018 μελετά το υπουργείο Οικονομικών, σχεδιάζοντας να φέρει στη θέση τους το σύστημα εσόδων – εξόδων, υπό την προϋπόθεση ότι τους επόμενους μήνες θα εφαρμοστεί η σύνδεση των ταμιακών μηχανών με το TAXIS και παράλληλα θα κάνουν «πρεμιέρα» οι ηλεκτρονικές εφαρμογές του περιουσιολογίου και του πόθεν έσχες.


Στο οικονομικό επιτελείο τονίζουν ότι η φορολόγηση με βάση τεκμαρτά εισοδήματα, αφενός δεν αποτελεί σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων και αφετέρου (και κυριότερο) δεν ενισχύει το αίσθημα της δικαιοσύνης, αφού στοχεύει στο «σύμπτωμα» (π.χ. περιουσία που δεν ταιριάζει με το εισόδημα) και όχι στην «αιτία» (πως αποκτήθηκε αυτή η περιουσία, ετήσιες δαπάνες που υπερβαίνουν τα έσοδα κ.ά.).

Είναι προφανές ότι η κατοχή ενός αυτοκινήτου ή ενός σπιτιού, δεν μπορεί να αποτελεί απόδειξη φοροδιαφυγής (ίσως ένδειξη) σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης εμφανίζει χαμηλά έσοδα. Επίσης, οι «νόμιμοι» τρόποι για να δικαιολογήσει κάποιος την απόκλιση των τεκμηρίων, έχουν εμπλουτιστεί σε τέτοιο βαθμό που οι «υποψιασμένοι» φροντίζουν και καλύπτουν τα νώτα τους, ενώ την πληρώνουν οι «ανυποψίαστοι».

Αυτό που επισημαίνουν οι περισσότεροι φοροτεχνικοί και φαίνεται να το αποδέχεται σιγά – σιγά και το υπ. Οικονομικών, είναι το γεγονός ότι εάν υπάρχει βάσιμη υποψία ότι η απόκτηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων έγινε με «μαύρο χρήμα» τότε θα πρέπει να γίνει αναδρομικός φορολογικός έλεγχος. Εάν όμως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η ετήσια συντήρηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων γίνεται με «μαύρο χρήμα», τότε αυτό θα πρέπει να τεκμηριωθεί μέσα από ένα σύστημα εισροών – εκροών.

Αυτό δηλαδή που σχεδιάζουν στο υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι η κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης (πιθανότατα από τα εισοδήματα του 2018) και η αντικατάστασή τους από ένα σύστημα εσόδων – εξόδων. Αυτό σημαίνει ότι εάν η διαφορά είναι θετική υπέρ του φορολογούμενου (δηλαδή, περισσότερα τα έσοδα), τότε θα φορολογείται αυτή η διαφορά με μία καινούργια κλίμακα. Εάν, όμως, η διαφορά είναι αρνητική (περισσότερα τα έξοδα), τότε θα πρέπει να αποδειχτεί η προέλευση των επιπλέον χρημάτων που δαπανήθηκαν, διότι, σε διαφορετική περίπτωση θα φορολογούνται ως αδήλωτο εισόδημα. Το ίδιο θα ισχύει και σε περίπτωση που οι καταθέσεις αυξάνονται περισσότερο από το ετήσιο «περίσσευμα», καθώς θα πρέπει επίσης να δικαιολογηθεί η προέλευση των επιπλέον χρημάτων που αποταμιεύτηκαν.

Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να προχωρήσουν ορισμένες βαθιές τομές, όπως είναι η σύνδεση ταμιακών μηχανών με το TAXISnet ώστε να καταγράφονται όλες οι δαπάνες και η λειτουργία του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου, ώστε, σε συνδυασμό με το πόθεν έσχες, να υπάρχει μία ετήσια «φωτογραφία» της περιουσιακής κατάστασης των Ελλήνων. Εφόσον λειτουργήσει το e- περιουσιολόγιο, η εφορία θα «βλέπει» εάν υπάρχουν καταθέσεις (ή χρήματα εκτός τραπεζικού συστήματος) από προηγούμενα έτη που να μπορούν να δικαιολογήσουν την όποια υπέρβαση στις δαπάνες.