Πίνακας περιεχομένων
Το 2026 θα προστεθεί στο… σερί των δύσκολα προβλέψιμων χρόνων της τελευταίας 5ετίας, όπως σημειώνουν στο Insider παράγοντες του κλάδου, προσπαθώντας να εκτιμήσουν πού θα κινηθούν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας το νέο έτος.
Σύμφωνα με τους ίδιους παράγοντες, στις παραμέτρους αβεβαιότητας που ίσχυσαν τα προηγούμενα χρόνια και θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και το 2026 (όπως για παράδειγμα οι καιρικές συνθήκες), το νέο έτος έρχεται να προστεθεί ένα ακόμη σημαντικός «άγνωστος Χ» – γεωστρατηγικός αυτή τη φορά.
Σύμφωνα με το insider, ο λόγος για τις συνέπειες που θα έχει στις τιμές του αερίου η απόφαση της Ε.Ε. να απεξαρτηθεί πλήρως από τις ρωσικές εισαγωγές μέχρι το τέλος του 2027. Μία απόφαση που, όπως είναι φυσικό, θα επιδράσει στις τιμές του καυσίμου από φέτος, καθώς traders και προμηθευτές θα προσπαθήσουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, «κλειδώνοντας» νέες πηγές τροφοδοσίας.
Τα στελέχη του κλάδου επισημαίνουν ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το «πρόσημο» που θα έχει αυτή η αλλαγή. Στον αντίποδα, είναι περίπου βέβαιο ότι οι τιμές των δικαιωμάτων CO2 θα ακολουθήσουν ανοδική πορεία, επιδρώντας αρνητικά στο χονδρεμπορικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, «φρένο» στις ανατιμητικές πιέσεις θα προκαλέσουν τυχόν νέες παρεμβάσεις για άρση του «ενεργειακού τείχους» ανάμεσα στη νοτιοανατολική Ευρώπη (και επομένως και τη χώρα μας) και την υπόλοιπη Γηραιά Ήπειρο.
Μικρή αποκλιμάκωση το νέο έτος
Προς την ίδια κατεύθυνση θα οδηγήσουν η εγκατάσταση των πρώτων μπαταριών, όπως και τα νέα κίνητρα για τη «μετατόπιση» της ζήτησης σε ώρες χαμηλού φορτίου, μέσω των δυναμικών τιμολογίων. Όσον αφορά το τι αποτέλεσμα δίνει ο τελικός «λογαριασμός» όλων αυτών των παραμέτρων, σχετικά με τα επίπεδα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας το νέο έτος, οι άνθρωποι του κλάδου εκτιμούν μικρή αποκλιμάκωση το 2026 και επαναφορά στα επίπεδα των 100 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, δηλαδή στα δεδομένα του 2024.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2025 πρόκειται να κλείσει με την ελληνική αγορά στα 106 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, σημειώνοντας αύξηση 5% σε ετήσια βάση. Το 2024 είχε διαμορφωθεί στα 101 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, όπου προβλέπεται ότι θα κινηθεί περίπου και την καινούρια χρονιά.
ΔΕΙΤΕ Ρεύμα: Πώς θα αλλάξετε πάροχο μέσω gov.gr
Η μικρή αποκλιμάκωση όμως δεν σημαίνει πως θα εκλείψουν τα σκαμπανεβάσματα στις τιμές χονδρικής ανά μήνα και εποχή – «μόνη σταθερά για την αγορά έχει γίνει πλέον η μεταβλητότητα», όπως προσθέτουν χαρακτηριστικά τα ίδια στελέχη. Τα σκαμπανεβάσματα αυτά, όπως είναι φυσικό, αφορούν άμεσα τα κυμαινόμενα τιμολόγια, οι χρεώσεις των οποίων εξαρτώνται απευθείας από το χονδρεμπορικό κόστος και επομένως θα παρουσιάσουν σημαντικές διακυμάνσεις και μέσα στο 2026.
Επίδραση και στα σταθερά τιμολόγια
Τα παραπάνω εξηγούν γιατί ολοένα περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται στα «μπλε» τιμολόγια για να θωρακιστούν από τις αυξομειώσεις των χρεώσεων. Ήδη τον Οκτώβριο του 2025, είχαν σπάσει το φράγμα του 1,5 εκατομμυρίου τα νοικοκυριά σε κάποιο σταθερό συμβόλαιο – νούμερο που εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 2 εκατομμύρια μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2026.
Ωστόσο, και τα μπλε συμβόλαια επηρεάζονται από το εκτιμώμενο ύψος των χονδρεμπορικών τιμών – που με τη σειρά του επιδρά στις τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων, μέσω των οποίων οι προμηθευτές κάνουν hedging. Υπό αυτή την έννοια, η μικρή μείωση των χονδρεμπορικών τιμών δίνει «χώρο» να συνεχίσουν οι εταιρείες να διαθέτουν και την επόμενη χρονιά στην αγορά ανταγωνιστικά σταθερά τιμολόγια, με χρεώσεις κάτω από 10 λεπτά ανά κιλοβατώρα για τουλάχιστον 12 μήνες.
ΔΕΙΤΕ Ρεύμα: Πότε ξεκινούν τα πορτοκαλί τιμολόγια

Το κόστος του φυσικού αερίου και η «σκιά» του 2027
Παρ΄ότι το 2026 δεν συμπίπτει με την οριστική απόσυρση του ρωσικού αερίου από την ευρωπαϊκή αγορά, όπως προαναφέρθηκε, η «σκιά» του 2027 θα αρχίσει ήδη από το νέο έτος τις τιμές. Ο λόγος είναι πως (και) οι ενεργειακές αγορές λειτουργούν προεξοφλητικά: οι traders και οι εισαγωγείς ενσωματώνουν εκ των προτέρων στις συναλλαγές τους, τυχόν στενότητα στην κάλυψη της ζήτησης.
Στο roadmap για την ενεργειακή απεξάρτηση από τη Μόσχα, η Κομισιόν επισημαίνει πως είναι απίθανο να υπάρξουν παρενέργειες στο κόστος από το κλείσιμο της ρωσικής στρόφιγγας, κατ΄αρχάς γιατί η διαθεσιμότητα αερίου θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Ενδεικτικά επισημαίνει πως η εξαγωγική δυναμικότητα από το 2027 (κυρίως από ΗΠΑ και Κατάρ) θα ενισχυθεί στα 160-170 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως.
Πρόκειται για σχεδόν 5πλάσια ποσότητα από το ρωσικό αέριο που θα τεθεί εκτός ευρωπαϊκού μίγματος. Επομένως, αν η αγορά προεξοφλήσει την υπερεπάρκεια προσφοράς από το επόμενο έτος, το πιθανότερο σενάριο είναι να υπάρξει οριακή κάμψη (της τάξης του 10-15%) στην στιμή του καυσίμου στη Γηραιά Ήπειρο – γεγονός το οποίο θα είχε θετική επίδραση και στις χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας.
Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως το ενδεχόμενο μίας ήπιας ανοδικής τάσης στις τιμές του αερίου και μόνο από την αναταραχή που θα προκαλέσει η μετάβασης των Ευρωπαίων προμηθευτών σε νέους εξαγωγείς. Η τάση αυτή σίγουρα δεν θα είναι εκρηκτική, ωστόσο θα μπορούσε να αποδειχθεί αρκετή ώστε να λειτουργεί σαν «κατώφλι» για τις τιμές ρεύματος. Σε ένα ενεργειακό σύστημα όπου το φυσικό αέριο εξακολουθεί να καθορίζει την οριακή τιμή σε πολλές ώρες της ημέρας, ακόμη και μια μικρή άνοδος μπορεί να περάσει στο τελικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως τις απογευματινές και βραδινές ώρες.
Οι τιμές του CO2
Η αναβολή ένταξης το 2028 των κτιρίων και των μεταφορών στο Χρηματιστήριο Ρύπων (ETS 2) έχει ως συνέπεια να αναθεωρούνται προς τα κάτω οι τιμές των δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι αναθεωρούνται οι προβλέψεις για σημαντική αύξηση στο κόστος των δικαιωμάτων, χωρίς όμως να «δείχνουν» τώρα σε μείωση τους.
Επομένως, οι εκτιμήσεις μιλούν πλέον για ήπια ενίσχυση, στα επίπεδα των 80 ευρώ ανά τόνο CO2, από 70 ευρώ περίπου το 2025. Ενίσχυση που, σε κάθε περίπτωση, θα επηρεάσει το κόστος λειτουργίας των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα.
Όπως συμβαίνει με την τιμή του αερίου, καθώς οι θερμοηλεκτρικές μονάδες καθορίζουν την οριακή τιμή σε πολλές ώρες της ημέρας, η άνοδος στο κόστος τους μπορεί να περάσει στο τελικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως τις απογευματινές και βραδινές ώρες.
Ο καιρός ως απρόβλεπτος ρυθμιστής
Με την ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των ΑΠΕ, χωρίς την προσθήκη επαρκών συστημάτων αποθήκευσης, οι καιρικές συνθήκες θα παραμείνουν ίσως ο πιο απρόβλεπτος, αλλά και ο πιο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, ένα ήπιο καλοκαίρι και ένας χειμώνας χωρίς ακραίο ψύχος μπορούν να συγκρατήσουν τη ζήτηση και να περιορίσουν την ανάγκη για λειτουργία των (ακριβών) θερμικών μονάδων.
Αντίθετα, παρατεταμένοι καύσωνες ή ψυχρά κύματα αυξάνουν απότομα τη ζήτηση, συμπιέζοντας τα περιθώρια του συστήματος. Κατά συνέπεια, και το 2026 οι τιμές ρεύματος θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το πόσο «φιλικός» θα αποδειχθεί ο καιρός.
Όσο πιο ευνοϊκές οι καιρικές συνθήκες, τόσο χαμηλότερες θα είναι οι μέσες τιμές – δημιουργώντας προϋποθέσεις για υψηλή κάλυψη των αναγκών σε ρεύμα από τις ανανεώσιμες πηγές.
Το «ενεργειακό τείχος» με την κεντρική Ευρώπη
Παρά τις προσπάθειες ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς, το ενεργειακό τείχος μεταξύ κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν έχει ακόμη εκλείψει. Περιορισμένες διασυνδέσεις, συμφόρηση δικτύων και διαφορετικά μείγματα παραγωγής συνεχίζουν να δημιουργούν αποκλίσεις τιμών.
Το 2026 αναμένεται να εκτιμάται ότι θα ενεργοποιηθούν ακόμη περισσότερα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που περιλαμβάνονται στο «Grids Package» και στοχεύουν στη μείωση αυτών των αποκλίσεων. Βέβαια, τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν δομικές λύσεις (όπως η ανάπτυξη ακόμη περισσότερων διασυνδέσεων που προβλέπεται στο «Πακέτο για τα Δίκτυα» αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε λίγα χρόνια). Ωστόσο, μπορούν να λειτουργήσουν ως «ανάχωμα», αποτρέποντας ακραίες διαφορές τιμών σε σχέση με την κεντρική Ευρώπη.
Μπαταρίες και μετατόπιση της ζήτησης
Η είσοδος νέων έργων ΑΠΕ θα συνεχιστεί με ταχείς ρυθμούς και στο 2026 στη χώρα μας. Ωστόσο, καθώς θα κυριαρχείται από νέα φωτοβολταϊκά πάρκα, η επίδρασή στις τιμές θα είναι περιορισμένη. Κι αυτό γιατί τα φωτοβολταϊκά συμπιέζουν τις τιμές κυρίως τις μεσημεριανές ώρες – ώρες που ήδη χαρακτηρίζονται από χαμηλές ή και μηδενικές τιμές.
Στο ίδιο μήκος κύματος, αν και το 2026 θα προστεθούν οι πρώτες μπαταρίες (συνολικής ισχύος 900 MW με τα έργα των διαγωνισμών της ΡΑΑΕΥ), το χαρτοφυλάκιό τους δεν θα είναι επαρκώς μεγάλο, για να αποτελέσουν «αντίδοτο» στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχουν αποκτήσει και στη χώρα μας οι ηλιακοί σταθμοί.
Πιο πολλά υποσχόμενη είναι η έλευση των πορτοκαλί τιμολογίων, που ενθαρρύνουν τη δυναμική τιμολόγηση και τη μεταφορά κατανάλωσης σε φθηνότερες ώρες, καθώς μπορούν να αλλάξουν σταδιακά τη μορφή της καμπύλης ζήτησης. Όσο περισσότερη ζήτηση μεταφερθεί στο μεσημέρι – όταν η παραγωγή από φωτοβολταϊκά είναι άφθονη – τόσο μικρότερη θα είναι η πίεση στο σύστημα τις απογευματινές ώρες. Αυτό σημαίνει λιγότερη ανάγκη για ακριβές μονάδες φυσικού αερίου και, κατ’ επέκταση, πιο συγκρατημένες τιμές.
Συμπερασματικά, οι τιμές το 2026 δεν θα κριθούν από έναν μόνο παράγοντα. Θα είναι το αποτέλεσμα μιας εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ αγορών, καιρού, γεωπολιτικών εξελίξεων και συμπεριφοράς νοικοκυριών και (κυρίως) επιχειρήσεων. Και ίσως για πρώτη φορά, οι ίδιοι οι καταναλωτές να έχουν έναν πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των χρεώσεων που πληρώνουν.