Σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διοικητής της ΤτΕ χτυπά ηχηρό καμπανάκι προς το Μαξίμου τονίζοντας:

«Tα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του έτους του Γενικού Λογιστηρίου, τα οποία σχεδόν συμπίπτουν με εκείνα της Τραπέζης της Ελλάδος, καταδεικνύουν ότι για το σύνολο του έτους ο Προϋπολογισμός δεν θα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο από το 3,5% που είναι ο στόχος.

Τούτο σημαίνει ότι αν η τάση αυτή που έχει δημιουργηθεί από τις αρχές του έτους δεν αντιστραφεί, για εφέτος δεν θα υπάρξει δημοσιονομικός χώρος για πρόσθετες παροχές πλέον εκείνων που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό του 2019».

Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι «η νευρικότητα που επικρατεί στην αγορά των ομολόγων τις τελευταίες ημέρες, σε ένα βαθμό αντανακλά την ανησυχία των επενδυτών για τις δημοσιονομικές εξελίξεις».

Ουσιαστικά ο διοικητής της ΤτΕ προειδοποιεί πως τα προσφάτως ανακοινωθέντα μέτρα της κυβέρνησης ή όποια άλλα δοθούν κατά την προεκλογική περίοδο (μέχρι τον Οκτώβριο αν γίνουν τότε εθνικές εκλογές) μπορούν να τινάξουν στον αέρα την οικονομία και να οδηγήσουν σε εκτροχιασμό.

Εφόσον δεν πιαστεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% αυτό θα οδηγήσει «στην επιβολή νέων μέτρων, όπως περικοπή των δαπανών και μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων η οποία μάλιστα θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας».

Ο διοικητής λέγοντας ότι η τάση αυτή μέσα στο έτος μπορεί να συνεχιστεί και να μην πιαστεί ο στόχος που έχει τεθεί, ουσιαστικά επιχειρεί να βάλει φρένο στα προεκλογικά «δωράκια» που υπονομεύουν την οικονομία έπειτα από τόσες θυσίες.

Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το ΑΕΠ εφέτος θα αυξηθεί με ρυθμό 1,9% έναντι 2,3% που είναι η πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών. Ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι «προς το παρόν δεν συντρέχει λόγος για αναθεώρηση των προβλέψεων της ΤτΕ».

Αναφορικά με την προοπτική μείωσης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% ο κ. Στουρνάρας είπε συγκεκριμένα ότι «έχω υποστηρίξει σθεναρά την ανάγκη να μειωθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5% του ΑΕΠ προκειμένου να ενισχυθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο η όποια αλλαγή από τους συμπεφωνημένους στόχους θα πρέπει να γίνει κατόπιν συνεννόησης με τους θεσμούς και κατόπιν της σύμφωνης γνώμης τους».