Μύκητας Candida auris: Σύμφωνα με την πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας Άννα Μαστοράκου, υπήρξαν 3 – 4 περιστατικά και στα της Πάτρας, τα οποία έχουν οδηγήσει και στο θάνατο.

Ο συγκεκριμένος εντοπίζεται κυρίως στις ΜΕΘ και αν προσβληθεί από αυτόν ανοσοκατασταλμένος ασθενής ή με σοβαρά προβλήματα υγείας ενδέχεται να αποβεί θανατηφόρος, καθώς εμφανίζει μεγάλη ανθεκτικότητα στη θεραπεία τόνισε μιλώντας στον Max Fm.

Σύμφωνα με την Αννα Μαστοράκου ο μόνος τρόπος για να εμποδίσουμε τη διασπορά του είναι να τηρούμε όλα τα μέτρα υγιεινής. Όσον αφορά τα νοσοκομεία, θα πρέπει να γίνονται συχνές απολυμάνσεις. Η πρόεδρος του ιατρικού συλλόγου συστήνει δε στους πολίτες να είναι ψύχραιμοι και να μην πανικοβληθούν, καθώς πρόκειται για περίπτωση σπάνιου μύκητα, που αν βρεθεί, όμως, στον κατάλληλο χώρο με τους κατάλληλους ανθρώπους, μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνος.

Ανακοίνωση για τον Candida Auris στα νοσοκομεία εξέδωσε ο ΕΟΔΥ ενημερώνοντας το κοινό τόσο για το τι ακριβώς είναι ο συγκεκριμένος μύκητας, όσο και για το πόσο επικίνδυνος ενδέχεται να είναι στους ασθενείς. Ο ΕΟΔΥ ξεκαθαρίζει πως η μετάδοση του εν λόγω παθογόνου δεν αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας στην κοινότητα (εξω-νοσοκομειακό περιβάλλον), ενώ επισημαίνει πως έχει ήδη ξεκινήσει καταγραφή των νοσοκομειακών λοιμώξεων.

Η ανακοίνωση του ΕΟΔΥ

Με αφορμή χτεσινά δημοσιεύματα σχετικά με το παθογόνο Candida auris στα νοσοκομεία της χώρας ο ΕΟΔΥ θα ήθελε να ενημερώσει το κοινό ως προς τα κάτωθι:

 

Η Candida auris αποτελεί μύκητα που δυνητικά μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη σε σοβαρά πάσχοντες, όπως είναι οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς στις ΜΕΘ με μακρά συνήθως νοσηλεία και οι οποίοι κατά κανόνα φέρουν ξένα σώματα (π.χ. καθετήρες).

 

Ο συγκεκριμένος μύκητας επιμολύνει τις επιφάνειες στο χώρο του νοσοκομείου και οι ασθενείς μπορεί να αποτελέσουν φορείς του παθογόνου κατόπιν αποικισμού του γαστρεντερικού συστήματός τους. Κατά συνέπεια, για την πρόληψη των λοιμώξεων από Candida auris, όπως και για την πρόληψη των νοσοκομειακών λοιμώξεων εν τω συνόλω, η υγιεινή των χεριών από τα μέλη του προσωπικού, ο σχολαστικός καθαρισμός των επιφανειών και η εφαρμογή ορθών πρακτικών στη διαχείριση των ασθενών είναι πρωταρχικής σημασίας.

 

Επισημαίνεται ότι, η μετάδοση του εν λόγω παθογόνου δεν αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας στην κοινότητα (εξω-νοσοκομειακό περιβάλλον). Ο ΕΟΔΥ ως ο αρμοδιος φορέας για την επιδημιολογική επιτήρηση των λοιμώξεων στη χώρα μας έχει διερευνήσει και συνδράμει στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων σε νοσοκομεία που δήλωσαν περιπτώσεις αποικισμού ή λοιμώξεις από Candida auris σε συνεργασία με τις επιτροπές λοιμώξεων. Η διερεύνηση είχε ως αποτέλεσμα ο ΕΟΔΥ να εισηγηθεί την καθολική επιτήρηση του αποικισμού και της λοίμωξης από Candida auris σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας.

 

Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατο ΦΕΚ του Υπουργείου Υγείας (1665/07-04-2022), οι νοσοκομειακές λοιμώξεις, μεταξύ των οποίων και οι λοιμώξεις από Candida auris, αποτελούν υποχρεωτικώς δηλούμενα νοσήματα. Σημειώνεται ότι, τους τελευταίους μήνες ο ΕΟΔΥ έχει ξεκινήσει εντατική καταγραφή της επίπτωσης των νοσοκομειακών λοιμώξεων στη χώρα μας μετά από τα δύο τελευταία απαιτητικά χρόνια για τις υπηρεσίες υγείας λόγω της πανδημίας COVID-19. Η καταγραφή και η εκτίμηση κινδύνου για τα επιμέρους παθογόνα πραγματοποιείται με βάση τα διεθνή πρωτόκολλα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.

Εν κατακλείδι, η βελτίωση της καταγραφής των νοσοκομειακών λοιμώξεων συνολικά και όχι αποσπασματικά, με βάση ένα καθολικό σύστημα υποχρεωτικής δήλωσης, με τη χρήση κοινών μεθόδων καταγραφής και αποτύπωσης των δεδομένων, αποτελεί βασική προτεραιότητα του ΕΟΔΥ.

Το προσεχές διάστημα τα δεδομένα της συστηματικής καταγραφής του ΕΟΔΥ θα είναι διαθέσιμα στην επιστημονική κοινότητα και στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων και τη χάραξη εθνικών στρατηγικών μείωσης των νοσοκομειακών λοιμώξεων στα νοσοκομεία της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του αποικισμού και της λοίμωξης από Candida auris.

Candida auris: Oι 4 λόγοι για τους οποίους αναγνωρίζεται ως αναδυόμενη παγκόσμια απειλή

Σήμα κινδύνου εκπέμπουν οι λοιμωξιολόγοι για τα πολυανθεκτικά μικρόβια, ένα διαχρονικό πρόβλημα στα ελληνικά νοσοκομεία που οδηγεί σε μεγάλο αριθμό ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Ο γνωστός καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων Νίκος Σύψας στάθηκε ειδικά στον μύκητα Candida auris που δημιουργεί ήδη πρόβλημα μέσα στα νοσηλευτικά ιδρύματα και ειδικά τις ΜΕΘ καθώς είναι εξαιρετικά ανθεκτικός.

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, ο ζυμομύκητας Candida auris αναγνωρίζεται πλέον ως μία αναδυόμενη παγκόσμια απειλή για την δημόσια υγεία για τέσσερις κύριους λόγους:

Εμφανίζει αντοχή σε σημαντικά αντιμυκητικά φάρμακα όπως οι αζόλες και συχνά αντοχή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών φαρμάκων όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β, που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία διεισδυτικών / συστηματικών λοιμώξεων από στελέχη Candida.

Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει σημαντικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι συνήθεις εργαστηριακές μεθοδολογίες ταυτοποίησης. Η εσφαλμένη ταυτοποίηση του μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.

Προκαλεί επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί έγκαιρα η C. auris σε νοσηλευόμενους ασθενείς, ώστε να ληφθούν άμεσα οι ειδικές προφυλάξεις για την πρόληψη της διασποράς του.

Το CDC (Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ) θεωρεί την C. auris ως ένα αναδυόμενο παθογόνο παράγοντα, επειδή έχει καταγραφεί αυξανόμενος αριθμός λοιμώξεων σε πολλές χώρες, από τότε που αναγνωρίστηκε.
Ο μύκητας για πρώτη φορά απομονώθηκε το 2009 στην Ιαπωνία από το αυτί ασθενούς, από όπου και το όνομά του είδους (auris = αυτί στα λατινικά). Η δυνατότητα πρόκλησης διεισδυτικής λοίμωξης αναγνωρίστηκε το 2011 όταν απομονώθηκε από το αίμα τριών ασθενών με σηψαιμία στη Ν. Κορέα. Από τότε, στελέχη C. auris απομονώθηκαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου σε Ευρώπη,Αμερική, Ασία, Αφρική και Αυστραλία, τόσο ως σποραδικά περιστατικά ή από νοσοκομειακές επιδημίες, και κυρίως ως αποικισμός του γαστρεντερικού συστήματος ασθενών νοσηλευόμενων σε ΜΕΘ.

Θνητότητα έως 70%

Η C. auris προκαλεί συστηματικές λοιμώξεις, όπως βακτηριαιμίες, λοιμώξεις μαλακών μορίων και χειρουργικού πεδίου. Έχει επίσης απομονωθεί από δείγματα αναπνευστικού και ούρων, αλλά δεν είναι σαφές εάν προκαλεί λοιμώξεις αναπνευστικού ή ουροποιητικού συστήματος. Όπως και άλλες λοιμώξεις από Candida, οι λοιμώξεις από C. auris διαγιγνώσκονται συνήθως με καλλιέργεια αίματος ή άλλων βιολογικών υγρών.

Λοιμώξεις έχουν διαγνωστεί σε ασθενείς όλων των ηλικιών, από πρόωρα βρέφη έως ηλικιωμένους. Ωστόσο, η C. auris είναι πιο δύσκολο να απομονωθεί από τις καλλιέργειες συγκριτικά με άλλους, συνηθέστερους τύπους Candida. Ο μέσος χρόνος διάγνωσης της λοίμωξης από C. auris είναι 19 ημέρες από την εισαγωγή, ενώ η θνητότητα μπορεί να φτάσει έως 70%, εάν πρόκειται για μυκηταιμία.

«Βλέπουμε μια αύξηση στην αντοχή στα αντιβιοτικά και το συγκεκριμένο έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα στα κοινά φάρμακα που χρησιμοποιούμε για να καταπολεμήσουμε τους μύκητες», σημείωσε στο Mega ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ Θεοκλής Ζαούτης.

Ο ανθεκτικός ζυμομύκητας δεν απασχολεί μόνο τα ελληνικά νοσοκομεία αλλά όλο τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικές οι προσπάθειες εκρίζωσής του από τα νοσοκομεία στη Νέα Υόρκη όπου έχει αφήσει το «στίγμα» του.

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, ο βασικός πυρήνας των μέτρων ελέγχου στο νοσοκομειακό περιβάλλον είναι η έγκαιρη ταυτοποίηση του ζυμομύκητα σε επίπεδο γένους και είδους και ο εντοπισμός ασθενών με λοίμωξη ή αποικισμό από το συγκεκριμένο παθογόνο. Επίσης, ο ασθενής πρέπει να απομονώνεται σε μονόκλινο θάλαμο και να εφαρμόζονται προφυλάξεις επαφής από όλους όσους εμπλέκονται στη φροντίδα του. Ο μολυσμένος ασθενής χρειάζεται αποκλειστικό νοσηλευτή και αποκλειστικό εξοπλισμό.

Επίσης, αναγκαία είναι η έμφαση στην Υγιεινή των Χεριών από τους επαγγελματίες υγείας, ο καθαρισμός και η απολύμανση του χώρου νοσηλείας του ασθενούς με συνιστώμενα προϊόντα, ενώ πρέπει να γίνεται επιτήρηση για την έγκαιρη διάγνωση νέων λοιμώξεων, όπως επίσης και παρακολούθηση επίπτωσης και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των εφαρμοζόμενων μέτρων για τον έλεγχο της διασποράς των παθογόνων.