Την άποψη του εξέφρασε ο Νίκος Τσούλιας για την υπουργό Παιδείας, αλλά και τις ηλεκτρονικές εκλογές των εκπαιδευτικών που θα γίνουν στις 7 Νοεμβρίου.

Του

Από την εξίσωση των διπλωμάτων των κολεγίων με τα πτυχία των πανεπιστημίων και τον αντιπαιδαγωγικό αναχρονισμό της αναγραφής της διαγωγής στους τίτλους των λυκείων μέχρι την απόπειρα εισαγωγής κάμερας στις σχολικές αίθουσες και την προσπάθεια επιβολής της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τις εκλογές των Αιρετών των εκπαιδευτικών, ένα βίαιο αντιμεταρρυθμιστικό ρεύμα εισβάλλει στην εκπαίδευση και επιχειρεί να ανατρέψει προοδευτικά στοιχεία της παιδείας γενικότερα.

Αλλά η κ. Κεραμέως φαίνεται ότι δεν γνωρίζει ή ότι δεν την αφορούν οι βασικές παιδαγωγικές λειτουργίες της εκπαίδευσης, οι δημοκρατικές παραδόσεις του σχολείου, οι ανάγκες και οι προκλήσεις μιας σύγχρονης παιδείας, η δυναμική του εκπαιδευτικού κινήματος. Δεν γνωρίζει ότι στην εκπαίδευση δεν αρκεί να νομοθετείς, αλλά ότι απαιτείται και βαθιά γνώση όλων των παραμέτρων του επισκοπούμενου πεδίου. Ακόμα και σε ένα ζήτημα, που αφορά πρωτίστως τους εκπαιδευτικούς, δεν συνδιαλέχτηκε μαζί τους αδιαφορώντας για τις θέσεις των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών.

Η Υπουργός Παιδείας έχει ήδη αποτύχει! Δεν άγγιξε κανένα μεγάλο ζήτημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος με στόχο τον εκσυγχρονισμό και τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό του. Αντίθετα, με εργαλείο την πρακτική του “σιδερένιου βραχίονα” θέλει να εμφανιστεί ως “αποφασιστική” στο στενά κομματικό της ακροατήριο, που όχι μόνο αγνοεί τις απόψεις των “συνδικαλιστών, συντεχνιακών, αναχρονιστικών κλπ εκπαιδευτικών” και παρατάξεων, αλλά και τους επιβάλλει τη δική της πολιτική με πυγμή!

Τα οράματά της: ο αναχρονισμός και ο νεοφιλελευθερισμός είναι γνωστές “σκιές”, που ποτέ δεν είχαν πέραση στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση βρίσκεται σε συνεχή κομματική δοκιμασία, σε άγονα εδάφη, σε αδιέξοδες επιλογές. Πήγαμε από τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ στον αυταρχισμό της Ν.Δ. Πόσο δύσκολη άραγε είναι η δυνατότητα διαλόγου ακόμα και για τα απλά ζητήματα της εκπαίδευσης, σε μια εποχή όπου αναδεικνύονται η διαφορετικότητα, ο πλουραλισμός, η σχετικότητα, η σύνθεση;

Δεν υπάρχει δυστυχώς κουλτούρα διαλόγου. Και αυτό είναι μείζον εκπαιδευτικό αλλά και πολιτικό πρόβλημα. Πώς να κατανοήσει η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ μια πολύ απλή και γενική διαπίστωση, ότι διάλογος γίνεται και με το στοιχείο της διαφωνίας – και αυτό είναι απολύτως αναγκαίο και δημιουργικό. Ακόμα και αν ο διάλογος δεν δώσει απτά αποτελέσματα, διαμορφώνει ένα θετικό κλίμα και συνεργεί στην καλύτερη γνώση των θέσεων της άλλης πλευράς.

Και τώρα τι; Όταν καταφέρνει να ενώσει όλες τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και όλες τις παρατάξεις εναντίον της πρότασής της για ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές των αιρετών, πώς μπορεί να πιστεύει ότι ακολουθεί τη σωστή επιλογή; Όταν δεν έχει πείσει ακόμα και τις φίλιες δυνάμεις, δεν θα έπρεπε να αναρωτηθεί μήπως κάτι δεν πάει καλά;

Τώρα γίνεται φανερό ότι η απόφαση του ΥΠΑΙΘ στο συζητούμενο θέμα μας χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα. Δεν θα υλοποιηθεί. Είναι δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν η αποτυχία ζωντανής ηλεκτρονικής διδασκαλίας με την εισαγωγή κάμερας στη σχολική αίθουσα.

Πέραν των άλλων αδυναμιών της ηγεσίας του Υπουργείου προκαλεί και το εξής πρόβλημα. Θεωρεί τον όποιο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό ως πεδίο επί του οποίου θα προσαρμοστεί η εκπαίδευση. Αντιστρέφει την εικόνα. “Αγνοεί” ότι η εκπαίδευση είναι το βασικό πεδίο επί του οποίου θα προσαρμοστεί η τεχνολογική καινοτομία, με βασικό στόχο να υπηρετηθούν οι μεγάλοι παιδαγωγικοί και μορφωτικοί στόχοι της παιδείας. Κάτι ανάλογο ισχύει και για το εκπαιδευτικό κίνημα.

Ο αυταρχισμός της ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ είναι και η αποκάλυψή της. Είναι ομολογία ήττας. Δεν μπορεί να κατανοήσει ότι η εκπαίδευση δεν θέλει επιδρομές και επιβολές. Η εκπαίδευση θέλει διάλογο, μετριοπάθεια, συναίνεση. Θέλει δημοκρατική πρόταση για τις μεγάλες προκλήσεις των καιρών μας.