Πάτρα 28.9.2016
Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ
τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)
Τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο» τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης (2016) κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ ΠΣΕ (§§ 16-21) καὶ στὴ συμβολή του στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση μὲ ἔκδηλο ἐνθουσιασμό.

1.Ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἐκφράζει θετικὴ ἐκτίμηση γιὰ τὴν «θεολογικὴ προσφορὰ» τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ ΠΣΕ καί σημειώνει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία … ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα… τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν» (κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο» § 21). Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τῆς παρούσης ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ στὰ κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς. Εἶναι ὅμως ἐπιτρεπτὴ μία τόσο γενικόλογη προσέγγιση ἐκ μέρους τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου; Ἐπιτρέπεται ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη» Σύνοδος χωρὶς εἰδικὴ καὶ λεπτομερή μελέτη νὰ «ἐκτιμᾶ θετικῶς τά θεολογικὰ κείμενα» τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» καί τήν ἐν γένει «θεολογικὴ προσφορὰ» τοῦ ΠΣΕ, ὅταν αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα εἶναι γεμάτα ἀπὸ προτεσταντικὲς κακοδοξίες καὶ γι’ αὐτὰ τὰ κείμενα πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν διατυπώσει κατ’ ἐπανάληψιν σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταγραφεῖ ἀκόμα καὶ στὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (1986) (Γ΄ΠΠΔ)[1]; Γιατί τέτοια προχειρότητα ἀπὸ μία Σύνοδο ποὺ διεκδικεῖ νὰ κατα-ταγεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη»;
Περιοριζόμαστε νὰ παραθέσουμε ἐλάχιστα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ πλέον σημαντικὸ κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» μὲ τὸν τίτλο «Κείμενο Λίμα, 1982 – Βάπτισμα Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη» (ΒΕΜ-Baptism, Eucharist and Ministry), ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ Σαμπεζύ[2]. Σημειώνουμε μόνο ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ (ΒΕΜ) ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ «Ἐκκλησίες» ἐννοεῖ τὰ περισσότερα ἀπὸ 345 μέλη τοῦ ΠΣΕ:
Βάπτισμα, § 6: «Τὸ κοινόν μας βάπτισμα, τὸ ὁποῖον μᾶς ἑνώνει μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ πίστει, ἀποτελεῖ οὕτω θεμελιώδη δεσμὸν ἑνότητος … οἱ ποικίλλοντες τρόποι τελέσεως τοῦ βαπτίσματος ὑπὸ μιᾶς ἑκάστης (Ἐκκλησίας) δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ συμμετοχὴν εἰς τὸ μοναδικὸν βάπτισμα … Ἡ ἀνάγκη ὅπως ἐπανεύρωμεν τὴν ἑνότητα τοῦ βαπτίσματος εὑρίσκεται εἰς τὴν καρδίαν τῆς οἰκουμενικῆς ἐργασίας» (σ. 20-21).
Σχόλιο: δηλαδὴτὸ “βάπτισματοῦἉγίουΠνεύματος” τῶνΠεντηκοστιανῶνπούσυμμετέχουνστὸΠΣΕ «μᾶςἑνώνειμετὰτοῦΧριστοῦἐντῇπίστει»!
Βάπτισμα, § 13: «Τὸ βάπτισμα εἶναι πράξις, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ ἐπαναληφθῇ. Θὰ πρέπει νὰ ἀποφευχθῇ πᾶσα πρακτική, ἡ ὁποία θὰ ἠδύνατο νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς “ἐπαναβαπτισμός”… Ὡρισμέναι Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι ἐπέμειναν ἐπὶ ἰδιαιτέρου τινὸς τύπου βαπτίσματος ἢ αἱ ὁποῖαι εἶχον σοβαρὰ προβλήματα ἐν σχέσει πρὸς τὸ κύρος τῶν μυστηρίων καὶ τῶν τύπων ἱερωσύνης ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἐζήτησαν κατὰ καιροὺς ἀπὸ πρόσωπα προερχόμενα ἀπὸ ἄλλας ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις νὰ βαπτισθοῦν πρὶν ἢ καταστοῦν πλήρη μέλη τῆς κοινότητος εἰς τὴν ὁποίαν προσχωροῦν. Δεδομένου ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι φθάνουν εἰς μείζονα ἀμοιβαίαν κατανόησιν καὶ ἀποδοχὴν κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνακτήσεως στενoτέρων σχέσεων μαρτυρίας καὶ διακονίας μεταξὺ των, θὰ ἀπέχουν αὗται πάσης πρακτικῆς ἡ ὁποία θὰ ἠδύνατο νὰ θέσῃ ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν μυστηριακὴν ἀκεραιότητα ἄλλων Ἐκκλησιῶν ἢ νὰ ἀμβλύνῃ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος δὲν δύναται νὰ ἐπαναληφθῇ» (σ. 26).
Ἐρώτηση: δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν πρέπει «νὰ θέσῃ ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν μυστηριακὴν ἀκεραιότητα» τῶν Πεντηκοστιανῶν; Ἢ μήπως δὲν πρέπει νὰ βαπτίζει τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ἀκραῖες ἢ μη προτεσταντικὲς ὁμάδες ;
Βάπτισμα, § 15: «Αἱ Ἐκκλησίαι καθίστανται ὁλονέν καὶ περισσότερον ἰκαναὶ νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ βάπτισμα ἡ μία τῆς ἄλλης ὡς τὸ μοναδικὸν βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ… Ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώρισις τοῦ βαπτίσματος ἀποτελεῖ προφανῶς σημαντικὸν σημεῖον καὶ μέσον ἐκφράσεως τῆς βαπτιστηρίου ἑνότητος τῆς δοθείσης ἐν Χριστῷ. Πανταχοῦ ὅπου τοῦτο εἶναι δυνατόν, αἱ Ἐκκλησίαι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκφράζουν κατὰ ρητὸν τρόπον τὴν ἀμοιβαίαν ἀναγνώρισιν τῶν βαπτισμάτων των» (σ. 28).
Σχόλιο: Τί νὰ πεῖ κανείς! Αὐτονομεῖται πλέον τὸ «βάπτισμα» ἀπὸ τὴν ὁμολογία τῆς ἀληθοῦς πίστεως;
Εὐχαριστία § 19: «Ἐὰν μία Ἐκκλησία, οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πιστοὶ αὐτῆς, διαμφισβητοῦν εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς βαπτισθέντας ὑπ’ αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς λειτουργοὺς των τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς, ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται ὀλιγώτερον ἔκδηλος» (σ. 43).
Σχόλιο: «ἩκαθολικότηςτῆςΕὐχαριστίας» ποὺτελεῖἡὈρθόδοξηἘκκλησία «καθίσταταιὀλιγώτερονἔκδηλος», ἐπειδὴδὲνἐπιτρέπουμεστοὺςΠροτεστάντεςτοῦΠΣΕ «νὰμετέχουνεἰςτὴνΕὐχαριστίανἢνὰπροΐστανταιαὐτῆς»;! Κύριε ἐλέησον! Καὶ ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Κρήτης «ἐκτιμᾶ θετικῶς» τὸ κείμενο αὐτὸ!
Εὐχαριστία § 21: «ἔχομεν τεθῆ ὑπὸ συνεχῆ κρίσιν… ὡς ἐκ τῆς ἐμμονῆς εἰς τὰς ὁμολογιακάς ἀντιθέσεις ἀδικαιολογήτους εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ» (σ. 44).
Σχόλιο: ΔέχεταιἡὈρθόδοξηἘκκλησίαὅτιστὸ «ΣῶματοῦΧριστοῦ» ἀνήκουνκαὶοἱ 300 προτεσταντικὲςὁμάδεςκαὶὁμολογίες; ἩκαταδίκηἐκμέρουςτῆςὈρθοδόξουἘκκλησίαςτῆςἀρνήσεωςτῶνΠροτεσταντῶντῆςτιμητικῆςπροσκυνήσεωςτῆςΘεοτόκου, τῶνἉγίων, τοῦΤ. Σταυροῦ, τῶνἱερῶνεἰκόνωνκαὶλειψάνων, τῆςἀρνήσεωςτῆςἀειπαρθενίαςτῆςΠαναγίας, τῆςἐκκλησιαστικῆςπαραδόσεως, τῶνΟἰκουμενικῶνΣυνόδων, τῶνΜυστηρίων, τοῦκανόνοςτῆςἉγ. Γραφῆς κλπ ἐκ μέρους τῶν Προτεσταντῶν εἶναι μήπως «ἐμμονὴ εἰς ὁμολογιακάς ἀντιθέσεις ἀδικαιολογήτους»;
Ἱερωσύνη § 53: «Διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀναγνώρισιν τῶν μορφῶν ἱερωσύνης των, αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι ἔχουν νὰ διανύσουν διαφόρους βαθμίδας λ.χ.: (α) Αἱ Ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι διεφύλαξαν τὴν ἐπισκοπικὴν διαδοχὴν θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ ἀποστολικὸν περιεχόμενον τῆς κεχειροτονημένης ἱερωσύνης, τὸ ὑπάρχον εἰς τὰς Ἐκκλησίας αἱ ὁποῖαι δὲν διετήρησαν τὴν διαδοχὴν ταύτην»(σ.86).
Σχόλιο: Μπορεῖλοιπόννὰὑπάρξει «ἀποστολικὸνπεριεχόμενοντῆςκεχειροτονημένηςἱερωσύνης», χωρὶςνὰὑπάρχει «ἀποστολικὴδιαδοχή»; Δηλ. οἱπεντηκοστιανοὶπάστορεςἔχουνκανονικὴἱερωσύνη, τὴνὁποίαἡὈρθόδοξηἘκκλησίαἀναγνωρίζει;
Ἱερωσύνη § 54: «Ὁρισμέναι Ἐκκλησίαι χειροτονοῦν ἄνδρας καὶ γυναίκας, ἄλλαι χειροτονοῦν μόνον ἄνδρας. Αἱ διαφοραὶ αὗται δημιουργοῦν ἐμπόδια εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀναγνώρισιν τῶν διαφόρων μορφῶν ἱερωσύνης. Τὰ ἐμπόδια ὅμως ταῦτα δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ὡς κωλύματα ἀποφασιστικοῦ χαρακτῆρος» (σ. 86-87).
Σχόλιο: Δηλ. ἡὈρθόδοξηἘκκλησίαἀναγνωρίζειτὴχειροτονίατῶνγυναικὼνχωρὶςνὰτὴνθεωρεῖ «κώλυμαἀποφασιστικοῦχαρακτῆρος»;
Τελικά, εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐν Πανορθοδόξῳ Συνόδῳ νὰ «ἐκτιμᾶ θετικῶς» τέτοια κείμενα ἀλλότρια της ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως; Εἶναι δυνατὸν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης νὰ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» τή στιγμή πού ἀποδέχεται καὶ «ἐκτιμᾶ θετικῶς» κείμενα μὲ τέτοιες καί τόσες κακοδοξίες;
2. Ἐπιπλέον δέ, προσεκτικὴ μελέτη τῶν κοινῶς ἀποδεκτῶν κειμένων τῶν τελευταίων Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ ΠΣΕ[3] καθιστᾶ σαφὲς ὅτι οἱ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀντιλήψεις διαμορφώνουν ἀκόμα καὶ σήμερα – μετὰ τὴν δῆθεν “ἀναβάθμιση” τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων – τὸ θεολογικὸ πλαίσιο λειτουργίας τοῦ ΠΣΕ. Συνεπῶς, μὲ κανένα τρόπο δὲ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ οὔτε ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης οὔτε ἡ τόσο ἄτονη καὶ γενικόλογη κριτικὴ στὸ ΠΣΕ ἀπὸ τὴν Σύνοδο: «Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως, διότι αἱ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» (§ 21)! Εἶναι δυνατὸν μία Πανορθόδοξη Σύνοδος νὰ περιορίσει σὲ 32 μόνο λέξεις τὴν κριτική της στὰ ὅσα ἀπαράδεκτα, καινοφανῆ καὶ ἀνατρεπτικά τῆς εὐαγγελικῆς, πατερικῆς, δογματικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας συντελοῦνται σήμερα στὸ ΠΣΕ[4];
Περιποιεῖ τιμὴ στὴν Ἐκκλησία μας τέτοια ἀτολμία στὴ διατύπωση τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὰ ὅσα ἀνίερα λαμβάνουν χώρα στὸν ἐπίσημο φορέα τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης; Δυστυχῶς, δὲν ἐκφράζεται στὸ Κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ἡ κατηγορηματικὴ διαφωνία τῆς Ἐκκλησίας μας στὰ ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα ποὺ συναντοῦμε στὸ ΠΣΕ: «Λειτουργία τῆς Λίμα»[5], intercommunion, διαθρησκειακὲς συμ-προσευχές[6], χειροτονία γυναικῶν, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς Ὁμολογίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ κοκ, πρακτικὲς οἱ ὁποῖες εἶναι πρόσφατοι καρποὶ τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας.
3. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀξιολογεῖ θετικὰ τὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (1950) τοῦ ΠΣΕ γιὰ τὴν ὁποία σημειώνει «ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης “Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν’’ εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον» (§ 19). Ἀποσιωπᾶται ὅμως ἡ ἀναφορὰ στὴ «Δήλωση τοῦ Τορόντο» ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας» (Δήλωσις Toronto, §2)! Διερωτῶμαι μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι ὑπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ τοῦ ἕνας Ὀρθόδοξος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέλος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»; ἢ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (ὅπως ἐννοεῖται στὸ ΠΣΕ) ὑφίσταται πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ;
4.Ἐπιχαίρει ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης διότι ἐγκρίθηκε ἡ εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὸ ΠΣΕ» (§ 17). Καὶ ὅμως μὲ τὴν εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» μεταξὺ ἄλλων ἐγκρίθηκαν καὶ προτάσεις γιὰ «ὁμολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ» καὶ «διομολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ»[7]ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ κανονικὴ τάξη καὶ ἀποβλέπουν στό νὰ προαγάγουν τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του μὲ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις. Μποροῦμε, λοιπόν, νὰ μιλᾶμε μὲ τόσο ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὶς ἐξελίξεις στὸ ΠΣΕ;
5. Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τῆς παρούσης ἡ ἐκτενής παράθεση τῶν ἐσφαλμένων ἐκκλησιολογικῶν ἀντιλήψεων ποὺ ἔχουν ἐνταχθεῖ στὰ ἐπίσημα κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ ΠΣΕ[8]. Περιοριζόμαστε μόνο σὲ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνέλευσης στό Πόρτο Ἀλλέγκρε (2006), τήν ὁποία δυστυχῶς συνυπέγραψαν Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι μέ Προτεστάντες: «Κάθε ἐκκλησία [σσ. ὑπό τόν ὃρο «Ἐκκλησία» ἐννοοῦνται καί ὅλες οἱ προτεσταντικές ὁμάδες πού συμμετέχουν στό ΠΣΕ] εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλά μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη [ἡ καθολική Ἐκκλησία]. Κάθε ἐκκλησία πληροῖ τήν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες … Ἀκόμη καί τώρα πού ἡ συμμετοχή στήν ἴδια Εὐχαριστία δέν εἶναι πάντοτε δυνατή, οἱ διηρημένες ἐκκλησίες ἐκφράζουν τήν [μεταξύ τους] ἀμοιβαία ἐκτίμησι και ὄψεις τῆς καθολικότητος … Ὁ ἓνας χωρίς τόν ἂλλον εἲμαστε πτωχότεροι»[9]. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Οἰκουμενική Κίνηση καί -δυστυχῶς- καί οἱ Ὀρθόδοξοι στά πλαίσια τοῦ ΠΣΕ ἀναγνωρίσαμε, μεταξύ ἂλλων, τήν “καθολικότητα” (=πληρότητα ἀληθείας) τῶν αἱρετικῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων καί ἐπιπλέον διακηρύξαμε ὅτι ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἄν βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, γιατί χωρίς αὐτὲς εἴμαστε … «πτωχότεροι»! Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὴ ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βλασφημία ἑδράζεται καὶ στὸ κείμενο ΒΕΜ τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις», στὸ ὁποῖο ἀμφισβητεῖται ρητὰ ἀκόμα καὶ ἡ «καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ intercommunio: «Ἐὰν μία Ἐκκλησία, οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πιστοὶ αὐτῆς, διαμφισβητοῦν εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς βαπτισθέντας ὑπ’ αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς λειτουργοὺς των τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς, ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται ὁλιγώτερον ἔκδηλος» [10].
Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης στὸ κείμενό της παρουσιάζει μία πολὺ ὡραιοποιημένη καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐπίπλαστη καὶ ψευδῆ εἰκόνα τοῦ ΠΣΕ καὶ τῆς θεολογικῆς του “παραγωγῆς”. Ἀποκρύπτει ὅτι παρὰ τὶς προσπάθειες Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων καὶ τὶς παραχωρήσεις ποὺ ἔγιναν ἐκ μέρους τοῦ ΠΣΕ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ («Μόνιμη Ἐπιτροπὴ Συνεργασίας καὶ Συναινέσεως» § 17), ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ Συμβουλίου παραμένει σαφῶς προτεσταντικὴ καί, κατὰ τὴν εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ Ἁγίου Ὂρους, «ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὁμογενοποιητικὸς μηχανισμὸς ποὺ ἀμβλύνει τὸ δογματικὸ αἰσθητήριο καὶ κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος, “ἑνότητα”»[11].
Δὲν παραμένουν, λοιπόν, καὶ σήμερα τραγικὰ ἐπίκαιροι οἱ παλαιότεροι προβληματισμοὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου: «Τελικὰ οἱ Ὀρθόδοξοι διερωτώμεθα: Τί προσφέρουμε παραμένοντας στὸ Π.Σ.Ε ; Τί ρόλο παίζουμε στὴ διαμόρφωση τῶν ἀποφάσεών του; Οἱ 300 προτεσταντικὲς παραφυάδες, ποὺ σήμερα μετέχουν ὡς ἰσότιμα μέλη, συνεχῶς ἀλλοιώνουν, μὲ τὶς αἱρετικὲς δοξασίες των, τὸν ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα τοῦ Π.Σ.Ε. Διαρκῶς κινεῖται ἡ εἰσροὴ καὶ νέων μελῶν, οἱ γυναῖκες διεκδικοῦν ἴση συμμετοχὴ μὲ τοὺς ἄντρες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Ἤδη στὴν “Λειτουργία τῆς Λίμα”, ποὺ τελέσθηκε τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς 10-2-91, ἔλαβαν μέρος καὶ δύο γυναῖκες “ἱερείς”. Ἡ θεολογία ὑποχωρεῖ καὶ ἀπωθεῖται ἀπὸ τὸν λαϊκισμό. Ὁ Χριστιανισμὸς σιγὰ-σιγὰ ἐξανθρωπίζεται καὶ πλησιάζει ἰσότιμα τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Τελικὰ τί δέον γενέσθαι;»[12].
Ὁ πόνος καὶ αὐτὴ ἡ κραυγὴ ἀγωνίας δὲν ὑπάρχει, δυστυχῶς, στὸ κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης γιὰ τὸ ΠΣΕ…
Συνεπῶς, μία Σύνοδος ἡ ὁποία ἀποδέχεται καὶ «ἐκτιμᾶ θετικῶς» κείμενα καὶ καταστάσεις ποὺ εἶναι ἀντίθετες στὴν Ὀρθόδξη, Πατερικὴ Παράδοση μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη»;
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται ὑπεύθυνα νὰ ἀποφανθεῖ!
π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Πρωτοπρεσβύτερος«Ἡ Ζ ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. Καμπέρρα, Φεβρουάριος 1991. Χρονικό – Κείμενα – Ἀξιολογή-σεις», ἔκδ. Τέρτιος 1992, σελ. 178-179.