Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει την αναμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών για το μάθημα της Ιστορίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και σε αυτήν την κατεύθυνση ξεκινά έναν διάλογο με τους φορείς που εμπλέκονται στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας. Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, δύο ολόκληρα χρόνια τώρα, δεν προχώρησε στην παραμικρή παρέμβαση στα σχολικά εγχειρίδια. Μιλώντας για τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας της πρωτοβάθμιας, η παραπάνω διαπίστωση αφορά, με ιδιαίτερη έμφαση, το εγχειρίδιο της Στ΄ Δημοτικού με τις προκλητικά εμφυλιοπολεμικές του αναφορές και το μεγαλοϊδεατισμό που αποπνέει, αλλά και τα σοβαρά μεθοδολογικά του προβλήματα.

Η συμμετοχή σε μια διαδικασία «διαλόγου/διαβούλευσης» είναι μακριά από τη λογική μας. Οι διαδικασίες διαβούλευσης και διαλόγου, οργανώνονται από το κράτος, με συγκεκριμένους όρους και συσχετισμούς, εμπεδώνουν μια αντίληψη συναίνεσης και βασίζονται σε μια αυταπάτη κοινωνικών εταίρων που ισότιμα συζητούν, διαλέγονται και συναποφασίζουν. Η εμπειρία, παλαιότερη αλλά και πρόσφατη είναι αποκαλυπτική για τις σκοπιμότητες και τις προθέσεις αυτών των διαδικασιών(με πιο εμφανή την περίπτωση διαλόγου για την παιδεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ που κατέληξε στην αιφνιδιαστική υπουργική απόφαση για το δημοτικό σχολείο το Πάσχα του 2016). Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν μπαίνουμε σε διαδικασία διαλόγου με το ΙΕΠ ούτε μπαίνουμε στη λογική να απαντήσουμε στα ερωτήματα που θέτει προς το Δ.Σ. της ΔΟΕ. Σε αντιδιαστολή με τέτοιες αντιλήψεις, το συνδικάτο πρέπει να διαμορφώνει θέσεις για τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, το δημόσιο σχολείο, τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών. Σε αυτά τα πλαίσια, οι Παρεμβάσεις Κινήσεις Συσπειρώσεις καταθέτουν τις θέσεις τους για το μάθημα της Ιστορίας, με στόχο αυτές να γίνουν θέση της Ομοσπονδίας, να δημοσιευτούν και να αποτελέσουν σημείο αναφοράς στις διεκδικήσεις και τα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος.

7 θέσεις για το μάθημα της ιστορίας

  1. Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας συνιστούν ένα προϊόν πολιτικά και κοινωνικά διαμορφωμένο. Η σχέση τους με το παρελθόν και επομένως το περιεχόμενό τους, μεταβάλλεται σε κάθε πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Σήμερα, ένας νέος εθνικισμός ανατέλλει στον ορίζοντα της σχολικής ιστορίας. Αντλεί τη δυναμική του από την ανάγκη της ακροδεξιάς να προσεγγίσει το παρελθόν με τους όρους και τις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος, δανείζεται τα στερεότυπα και τα συστατικά του στοιχεία από τη δεξαμενή εθνικοφροσύνης, ιδεολογημάτων και εθνικών μύθων που διαμορφώθηκε σε ολόκληρη τη διαδρομή του 20ου αιώνα εντός και εκτός των εκπαιδευτικών μηχανισμών. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή ανάγνωσης του παρελθόντος, κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας είναι οι ισχυρές προσωπικότητες, οι ήρωες, οι βασιλείς και οι πρωθυπουργοί και όχι οι λαοί και οι κοινωνικές τάξεις. Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία που σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης ο ταξικός ανταγωνισμός οξύνεται, για την ακμάζουσα ακροδεξιά αποτελεί προτεραιότητα η επιστροφή της σχολικής ιστορίας στα μαύρα δάση του εθνικισμού, η προσέγγιση του παρελθόντος με μοναδικό εργαλείο το έθνος – το έθνος όχι ως προϊόν της νεωτερικότητας αλλά ως προαιώνιο και ανιστορικό υποκείμενο.
  2. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτή την άποψή είναι το εγχειρίδιο της Στ΄ Δημοτικού. Από πολλές πλευρές ακούστηκε η ανάγκη για ένα νέο σχολικό βιβλίο ιστορίας καθώς το παλιό χρησιμοποιούνταν επί 23 συναπτά έτη. Ωστόσο νεότερο δε σημαίνει απαραίτητα και καλύτερο. Και οι δυο απόπειρες για ένα νέο εγχειρίδιο, της ομάδας Ρεπούση και της ομάδας Κολιόπουλου, κατέληξαν σε βιβλία σαφώς συντηρητικότερα, με άφθονα λάθη και -το πιο εντυπωσιακό- με περισσότερα μεθοδολογικά προβλήματα από το παλιό βιβλίο σχολικό ιστορίας ! Είναι έντονη η αδυναμία των κυρίαρχων κύκλων να παράγουν ένα επίσημο και ηγεμονικό ιστορικό λόγο, μια νέα ελκτική αφήγηση που να αντιστοιχεί στις σύγχρονες ανάγκες τους και ταυτόχρονα να έχει αποδοχή, να πείθει και να εμπνέει. Η αναζήτηση αυτής της νέας ισορροπίας ανάμεσα στους ασφυκτικούς περιορισμούς της εθνικής μυθολογίας και τις πιεστικές απαιτήσεις ενός ευρωκεντρικού κοσμοπολιτισμού είναι μια διαδικασία βαθιά πολιτική και συγκρουσιακή. Είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική των προτεραιοτήτων των πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου παιδείας, η πλήρης αδιαφορία τους στο ζήτημα άλλων εμφανώς ακατάλληλων εγχειριδίων (π.χ. των μαθηματικών της Ε΄ Δημοτικού), αφού επί εννιά συναπτά έτη, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την απόσυρση και αντικατάστασή τους με άλλα λειτουργικότερα.
  3. Εκείνο που χρειάζεται κατά τη γνώμη μας, είναι μια βαθιά τομή. Η σχολική ιστορία πρέπει να βγει οριστικά στο ξέφωτο, μακριά από τα μαύρα δάση της εθνικιστικής μυθολογίας αλλά και από το νέο μεταμοντέρνο ευρωκεντρικό φρονηματισμό. Να προσεγγίσει την έννοια του έθνους με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους, αλλά κυρίως, να θέσει στο κέντρο της τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, τους αγώνες του, τη συλλογική του δράση, τα πάθη του και τα λάθη του. Απέναντι στη μυθοπλασία του εθνικισμού και τον μεταμοντέρνο θρυμματισμένο καθρέφτη, να αντιπαραθέσουμε την πλήρη ιστορία, δηλαδή, την ιστορία «ως ένα αδιαίρετο ιστό στον οποίο όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες(…)υλικές και πολιτισμικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής(…)είναι αλληλοσυνδεόμενες και ερμηνεύουν την ανθρώπινη εξέλιξη» (Hobsbawm). Η άμεση απόσυρση των υπερσυντηρητικών εθνικιστικών σχολικών εγχειριδίων Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού αποτελεί ένα πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
  4. Η διδασκαλία της ιστορίας, συνολικά στο δωδεκάχρονο σχολείο, θα πρέπει να οδηγεί τους μαθητές να κατανοούν τους νόμους, τις δυναμικές και ταξικά συγκρουσιακές ιστορικές διαδικασίες που καθορίζουν τη δημιουργία, ανάπτυξη και διαρκή μετασχηματισμό και εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Βαθμιαία θα πρέπει να βοηθά το μαθητή να κατανοεί τη θέση του στην κοινωνία και τους παράγοντες που την καθορίζουν. Πρέπει επίσης να καθιστά τους μαθητές ικανούς να αναπτύξουν κοινωνική και πολιτική δράση, συμμετέχοντας στα κοινά. Να εγκαταλειφθεί η εθνοκεντρική/ευρωκεντρική θεώρηση της ιστορίας της ανθρωπότητας , η οποία αποδίδει στην Ευρώπη την αρχή όλων των ανακαλύψεων και κάθε μορφής προόδου. Να εισαχθούν στοιχεία γεωγραφικής και εθνογραφικής γνώσης, κατάλληλα να κάνουν το παιδί να συνεχίσει να αποδέχεται τη διαφοροποίηση των εθίμων και των συστημάτων σκέψης.
  5. Σε θεσμικό επίπεδο, τα παραπάνω σημαίνουν (μεταξύ άλλων) νέα προγράμματα σπουδών και σχολικά εγχειρίδια, προοδευτική στροφή στην ιστορική/παιδαγωγική μόρφωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, παραγωγή αντίστοιχου διδακτικού/ιστορικού λογισμικού. Ανακατανομή της ύλης του μαθήματος της ιστορίας, άμεσα στα πλαίσια των εννιά χρόνων υποχρεωτικής εκπαίδευσης και στρατηγικά στα πλαίσια του ενιαίου δωδεκάχρονου δημόσιου δωρεάν σχολείου.
  6. Η άμεση ανακατανομή της ύλης και η συνακόλουθη μείωσή της, αποτελούν απαραίτητους όρους για την εισαγωγή νέων διδακτικών μεθοδολογιών που σε αντιδιαστολή με την αποστήθιση και την παραδοσιακή μετωπική διδασκαλία θα στοχεύουν στην ανάπτυξη κριτικής ιστορικής συνείδησης στους μαθητές. Θεωρούμε ότι η αξιοποίηση της αφήγησης, ήταν, είναι και παραμένει απαραίτητη για το μάθημα της ιστορίας. Σε συνδυασμό με την αφηγηματική μορφή, η εργασία σε ομάδες, η εργασία με βάση θεματικές, η συνδιδασκαλία και η παράλληλη διδασκαλία εκπαιδευτικών στο ίδιο τμήμα που θα υπηρετεί ερευνητικές μεθόδους, η παιγνιώδης αναζήτηση τεκμηρίων του πρόσφατου παρελθόντος και οι απόπειρες ανασύνθεσής του, η αξιοποίηση της οικογενειακής και της τοπικής ιστορίας αποτελούν εκδοχές μιας νέας διδακτικής αντίληψης. Συμπερασματικά, η σχολική ιστορία, οφείλει να είναι συναρπαστική, απευθύνεται σε παιδιά, πρέπει να κερδίσει το ενδιαφέρον τους, να ξυπνήσει τον ενθουσιασμό και την περιέργειά τους, να καλλιεργήσει το κριτικό τους πνεύμα, να δώσει μια πρώτη εμπειρία έρευνας.
  7. Σε επίπεδο εκπαιδευτικών πρακτικών, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο θεσμικό επίπεδο, οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα αλλά και επιστημονική ευθύνη και παιδαγωγική υποχρέωση να προσαρμόσουν τη διδασκαλία τους ώστε να υπηρετήσουν την ανάγκη των μαθητών τους για την καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης και κριτικής σκέψης. Το σχολικό βιβλίο δεν είναι ευαγγέλιο, ούτε οι εκπαιδευτικοί άβουλοι, ανεύθυνοι και μοιραίοι μεταδότες αντιδραστικών αντιλήψεων και αντιπαιδαγωγικών μεθόδων. Συλλογικές πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα τα αντιμαθήματα για την ιστορία της Στ΄ Δημοτικού (βλ. ιστοσελίδες Συλλόγων Π.Ε.) ή παλιότερα οι συστηματικές επισκέψεις τμημάτων της Στ΄ τάξης στα γραφεία της Εθνικής Αντίστασης στο Κερατσίνι και διδασκαλίες μαζί με τους πρωταγωνιστές της μάχης της Ηλεκτρικής στα πλαίσια της τοπικής ιστορίας, αποτελούν βεβαίως θετικά δείγματα προσέγγισης του παρελθόντος.