Η γνώση δεν είναι ιδεολογικά και πολιτικά ουδέτερη. Το όλο σώμα της γνώσης αντανακλά την κυρίαρχη κοσμοθεώρηση και έχει ως βασικό σκοπό τη διαρκή αναπαραγωγή της κρατούσας κοσμοαντίληψης. «Παρατηρούμε τον κόσμο μέσα από έννοιες που σχηματίζουμε (και υποθέσεις που διατυπώνουμε) στο πλαίσιο μιας κοινωνικής διαδικασίας όπως αυτή συντελείται στην επιστημονική κοινότητα» (Καζάκος, Π., 2006, Εξηγώντας την κοινωνία). Παράλληλα με αυτό το ρεύμα ευδοκιμεί η κουλτούρα αμφισβήτησης μετασχηματισμού της σημερινής κατάστασης των πραγμάτων. Εν ολίγοις, υπάρχει μια διαχρονική διαπάλη ιδεών και θεωριών γύρω από το χαρακτήρα και τους προσανατολισμούς της γνώσης.

Ας γίνουμε συγκεκριμένοι με παραδείγματα. Είναι γνωστό το γεγονός ότι η χρηματοδότηση των ανθρωπιστικών και των φιλοσοφικών σπουδών είναι ελλιπής και οφείλεται στην επίπλαστη λογική ότι «δεν πουλάνε», με την έννοια δεν αποφέρουν κέρδη στην αγορά εργασίας. Αλλά εδώ αντιστρέφεται η λογική, γιατί εξ ορισμού οι δυνάμεις της αγοράς θεωρούν – κατά τη δική τους κρίση – τι έχει “πέραση” και εκ των προτέρων διαμορφώνουν την αντίληψη περί του τι «δεν πουλάει». Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις στην βιοτεχνολογία είναι υπερμεγέθεις και αυτό οφείλεται στο κυνήγι που κάνουν οι διάφορες πολυεθνικές εταιρείες για να κατοχυρώσουν προνομιακά δικαιώματα (ακόμα και πατέντες επί του γενετικού υλικού των οργανισμών!) που τους αποφέρουν μεγάλα κέρδη. Είναι το κέρδος, λοιπόν, που καθίσταται ο απόλυτος παράγοντας διαμόρφωσης της ερευνητικής αγοράς και όχι οι ανάγκες και οι προτεραιότητες γενικότερα της κοινωνίας.
Όμως μια οργανωμένη κοινωνία μπορεί να έχει την αγορά ως επικαθοριστή των συνολικών εξελίξεων; Μπορεί μια κοινωνία να έχει μέλλον όταν οι δυνάμεις του κεφαλαίου καθίστανται οι διαμορφωτές της πορείας μιας χώρας; Ποια μπορεί να είναι η έννοια και ο ρόλος του κράτους – εκτός από το να συνεργεί στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας – αν δεν έχει έναν καθοδηγητικό ή έστω έναν συντονιστικό ρόλο σε τόσο σοβαρά ζητήματα όπως είναι οι κατευθύνσεις των ερευνητικών εργασιών; H ζωή μας δεν μπορεί να επικυριαρχείται από μόνο από το κέρδος ή ακόμα και από τα υλικά αγαθά. Πολλά περισσότερα πράγματα έχουν αξία από τον εκχυδαϊσμό του καταναλωτισμού του κεφαλαιοκρατικού μοντέλου ανάπτυξης. Πολύ ορθά ο μεγάλος τραγικός ποιητής, ο Ευριπίδης, γενίκευε το όλο ζήτημα. «Η πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ταυτίζεται σε τέτοιο βαθμό με τον πνευματικό κόσμο, ώστε το δράμα αναζητά όλο και περισσότερο τα πνευματικά κίνητρα της δράσης. Ο άνθρωπος τώρα καθορίζεται από τα πάθη και τη γνώση του και από την αντίθεση αυτών των δύο ψυχικών δυνάμεων. Η γνώση και η αυτογνωσία του ανθρώπου γίνονται αντικείμενα στοχασμού, όπως ακριβώς η γνώση της φύσης γίνεται έργο της επιστημονικής έρευνας» (B. Snell, 1997, Η ανακάλυψη του πνεύματος). Η αυτογνωσία του ανθρώπου δεν θα προκύψει πρωτίστως μέσα από τα εργαστηριακά ευρήματα και από τις επιμέρους αναζητήσεις της “μηχανής”, θα προκύψει από τον κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο του ανθρώπου και από την κατάκτηση μιας ουμανιστικής γραφής της ιστορίας.

Ας μην εντυπωσιαζόμαστε μέσα από τα τρέχοντα αναπτυξιακά και τεχνολογικά στοιχεία και ας δούμε την ιστορία του ανθρώπου σε πιο μακροπρόθεσμη κλίμακα για να εξάγουμε συμπεράσματα. Ας δούμε, επίσης, ότι συχνά κάποιοι «εξισώνουν τη συγκέντρωση στοιχείων με τη γνώση» (V. D. Hanson, J. Heath, Ποιος σκότωσε τον Όμηρο;) και αυτό γίνεται πάλι σε μια μικροκλίμακα χρόνου τέτοια που βολεύει τις επίπλαστα εξαγόμενα. Οφείλουμε να δούμε το σήμερα και το μέλλον μας μέσα από τη συνολική πορεία μας στην ιστορία και στην κοινωνική διάσταση της ύπαρξής μας. Και αυτό μπορεί αν γίνει τόσο από την κοινωνική προσέγγιση και ιεράρχηση της έρευνας και της γνώσης όσο και από την αντίληψη για «ενότητα της επιστήμης» (unity of science). Η αυτογνωσία μας δεν θα προκύψει ως άθροισμα των επιμέρους τομέων του επιστητού. Δεν πρόκειται μόνο για θέμα μεθοδολογίας. Είναι θέμα ουσίας, γι’ αυτό «ο Ηράκλειτος δεν θεματοποιεί ιδιαίτερες γνώσεις, αλλά το νέο τρόπο θέασης του κόσμου, το λόγω σκέπτεσθαι», αλλά και η επιστήμη είναι πεδίο γενικότερο της σημερινής συγκυρίας και «ο επιστημονικός μας πολιτισμός οφείλει τη δύναμή του στην επαγρύπνηση που μας συνοδεύει σε σταθερή βάση από την εποχή του Διαφωτισμού» (Χ.- Γ. Γκάνταμερ, Η απαρχή της γνώσης).

Η επιστήμη όχι μόνο δεν μπορεί να είναι υποταγμένη στις δυνάμεις της αγοράς, αλλά αντίθετα οφείλει να έχει ως αξιακό φορτίο μια τέτοια κουλτούρα που θα υπηρετεί το κοινό καλό, που θα παίρνει θέση όχι μόνο για τα επιμέρους αλλά και για το κύριο καθήκον του σύγχρονου πολίτη, που θα τον εμπνέει σε έναν ανθρωπιστικό προσανατολισμό, στο να καλλιεργεί και να προάγει μια βασική ιδέα ότι «καλή είναι η ζωή εκείνη που εμπνέεται από αγάπη και καθοδηγείται από τη γνώση» (Ράσσελ, Μετά τη γνώση).