Οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να γνωριστούν. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να γνωριστούν. Είναι τρεις προφανώς προσωπικές προτάσεις, τρεις διαπιστώσεις – εκτιμήσεις που θεωρώ ότι χαρακτηρίζουν τη σημερινή φύση του ανθρώπου, τις σύγχρονες κοινωνίες μας, τον τεχνολογικό πολιτισμό μας. Και θα προσπαθήσω να στηρίξω εν συντομία αυτή τη θεώρησή μου.

Του Νίκου Τσούλια

Και κατ’ αρχήν να συζητήσουμε την εύκολη πλευρά, γιατί δηλαδή χαρακτηρίζουν τη σύστασή μας – αν προφανώς ισχύουν – οι τρεις διαπιστώσεις. Εκτιμώ ότι η ιεράρχηση και η αξιολόγηση ως προς τις βασικές επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας (επαγγελματική εξέλιξη, δημιουργία οικογένειας, χρηματική και υλική συσσώρευση, διαρκές κυνηγητό της οικονομικής και μόνο προόδου κλπ) είναι ελλειμματικές. Και αυτό συμβαίνει γιατί η ουσία της ζωής και η αληθινή αναζήτηση του πνεύματός μας έγκειται στην καλλιέργεια ουσιαστικών σχέσεων με τους ανθρώπους.

Αυτό φυσικά το ισχυρίζομαι εγώ, αλλά δεν είναι μόνο μια προσωπική θεώρηση. Εύκολα τεκμηριώνεται από έναν απολογισμό ζωής που κάνουμε συνήθως στο γέρμα του βίου μας, αρκεί να έχουμε το θάρρος να πάρουμε μια προκαταβολική γεύση αυτού του απολογισμού ζωής από το απόσταγμα άλλων δικών μας και γνωστών μας ανθρώπων που βρίσκονται σ’ αυτή τη φάση. Και θεωρώ ότι η αξία ενός τέτοιου απολογισμού υπερβαίνει ακόμα και τις πιο περισπούδαστες θεωρητικές αναλύσεις.

Ας έλθουμε τώρα στις αρχικές μας προτάσεις και να δούμε αν ισχύουν και γιατί. Ας στοχαστούμε περιπτωσιολογικά τι γίνεται για το θέμα αυτό στον περίγυρό μας και στο δικό μας συγγενικό και επαγγελματικό κλπ περιβάλλον. Αδέλφια που έχουν ζήσει χρόνια και χρόνια μαζί συχνά απομακρύνονται ίσως και χωρίς λόγο και αιτία και χάνονται οι τόσο οικείες και γλυκές κοινές εικόνες της παιδικής ηλικίας τους από τη σκόνη του χρόνου.

Ζευγάρια κοιμούνται δίπλα – δίπλα χιλιάδες νύχτες και νύχτες και ονειρεύονται διαφορετικά πράγματα, χωρίς να ανταλλάσσουν έστω κάποιους σχετικούς υπαινιγμούς, σκέπτονται και ονειρεύονται ίσως και αλλότρια πρόσωπα χαμένων ευκαιριών και σχέσεων και έτσι οι αποστάσεις των ζευγαριών όλο και μεγαλώνουν. Φίλοι οικογενειακοί με ισχυρούς δεσμούς ξεθωριάζουν σιγά – σιγά τις σχέσεις τους αν τα παιδιά κάποιων περάσουν στην καλύτερη σχολή των πανεπιστημίων ή κάνουν έναν πλούσιο γάμο (!), αν κάποιο ζευγάρι έχει ένα εντυπωσιακό επαγγελματικό ξεπέταγμα, αν κάποιο ζευγάρι βιώνει και χαίρεται μια διαρκώς ανθοφορούσα ερωτική ζωή κλπ.

Ποια μπορεί να είναι η ερμηνεία για όλες αυτές τις εξελίξεις; Συνήθως ανακαλύπτουμε και επινοούμε ψευδείς αιτιολογίες μάλλον για να καλύψουμε με πέπλο σιωπής και αποστασιοποίησης τις δικές μας αδυναμίες. Η πραγματική αιτία για αυτή την πορεία των πραγμάτων είναι η κυριαρχία του φθόνου. Ο άνθρωπος είναι φτωχός, είναι πολύ φτωχός στην ψυχή, είναι ερημωμένος στο συναισθηματικό του κόσμο, δεν έχει καμιά γενναιότητα να δει την αλήθεια, κατασκευάζει μια φαντασιακή πραγματικότητα φτιαγμένη με σάπια υλικά μόνο και μόνο για να σκεπάσει τη γύμνια του.

Και ο φθόνος είναι το μεγάλο εμπόδιο που φτιάχνει η ανελεύθερη και χειραγωγημένη από εμάς τους ίδιους συνείδησή μας, είναι ο φράχτης του υποσυνείδητού μας στη ενδεχόμενη θέλησή μας να γνωρίσουμε τον άλλο άνθρωπο. Δεν θέλουμε λοιπόν να γνωρίσουμε τον άνθρωπο, γιατί ο κίβδηλος εγωισμός και ο διάχυτος φθόνος αποτρέπουν εν τη γενέσει κάθε σχετική σκέψη.

Μπορούμε να γνωρίσουμε τον άνθρωπο; Και εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα. Φυσικά δεν εννοώ μια ανθρωπολογική και επιστημονική γνώση του ανθρώπου – αυτό μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα με καλά αποτελέσματα. Μπορούμε να γνωρίσουμε τις μικροσκοπικές και όλες τις δομές και τις λειτουργίες του σώματός μας, αλλά η γνώση του πνεύματός μας και της ψυχής μας είναι μια φοβερά δύσκολη υπόθεση. Και υπάρχει και ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα, δεν έχουμε επινοήσει ακόμα την κατάλληλη μεθοδολογία.

Οι φυσικές επιστήμες έχουν ως εργαλεία έρευνας το πείραμα και το μαθηματικό λογισμό. Τα εργαλεία αυτά είναι τουλάχιστον ανεπαρκή για τη γνώση του ανθρώπου. Η φιλοσοφία και ο στοχασμός έχουν μείνει σε στάσιμη φάση και μπορούμε να ισχυριστούμε – κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει στις φυσικές επιστήμες – ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια παραμένουν στο επίπεδο που τις είχαν οδηγήσει ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και οι π