Το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου του 1948 οι Αθηναίοι ξύπνησαν και ήρθαν αντιμέτωποι με μια είδηση που τους άφησε με το στόμα ανοιχτό. Δεν ήταν και το πιο συνηθισμένο πράγμα, άλλωστε, να βλέπεις στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων πως έγινε αεροπειρατεία. Ειδικά εκείνη την περίοδο που ο εμφύλιος σπαραγμός κυριαρχούσε σε κάθε έκφανση της σκληρής καθημερινότητας.
Για την ακρίβεια η συγκεκριμένη ήταν μόλις η τρίτη ή η τέταρτη φορά που σε παγκόσμιο επίπεδο τα πρωτοσέλιδα «φιλοξενούσαν» μια τέτοια είδηση. (Η πρώτη αεροπειρατεία στον κόσμο έγινε στις 21 Φεβρουαρίου 1931 στο Περού).

Δυο ημέρες νωρίτερα, στις 12 Σεπτεμβρίου, έξι νεαροί κομμουνιστές αντιλαμβανόμενοι τον κλοιό να σφίγγει απειλητικά γύρω από αυτούς έκαναν πράξη ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο. Ανάγκασαν τον πιλότο ενός αεροσκάφους με προορισμό τη Θεσσαλονίκη να τους πάει στην Γιουγκοσλαβία προκειμένου να βρεθούν σε ασφαλές, για τους ίδιους, έδαφος ώστε να γλιτώσουν τις διώξεις.

Το ριψοκίνδυνο σχέδιο

Την περίοδο εκείνη οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας έχαναν διαρκώς έδαφος στις μάχες με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι κομμουνιστές και γενικότερα οι αριστεροί ζούσαν ημέρες ανελέητου κυνηγητού ενώ και οι δρόμοι προς το βουνό ήταν σχεδόν αποκλεισμένοι.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι έξι μαθητές του Γυμνασίου, όντας οργανωμένοι στις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ, αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να ριψοκινδυνεύσουν μια έξοδο από τον κλοιό που είχε αρχίσει να δημιουργείται γύρω τους.
Οι Αλέξανδρος και Δημήτριος Κουφουδάκης (ετών 21 και 23 αντίστοιχα), Αχιλλέας Κετιμλίδης (ετών 19), Αντώνης Βογιάζος (ετών 18), Γιώργος Κέλας (ετών 17) και Σπύρος Χειλμιάδης (ετών 18), ξεκινούν από την Θεσσαλονίκη με προορισμό την Αθήνα.

Το αεροπλάνο στο οποίο έγινε η αεροπειρατεία. Στη μέση της φωτογραφίας ο κυβερνήτης Α. Ηγουμενάκης

Από εκεί θα έπαιρναν το αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη. Δεν είχαν, όμως, κανένα σκοπό να επιστρέψουν στην συμπρωτεύουσα. Στόχος τους ήταν να φτάσουν στην Γιουγκοσλαβία και από εκεί αφού οργανωθούν να περάσουν στα ελληνικά βουνά για να πολεμήσουν στο πλευρό των ανταρτών του ΔΣΕ.

Η πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα είναι γεγονός

Οι έξι νέοι έφτασαν στην Αθήνα προσποιούμενοι πως θέλουν να δώσουν εξετάσεις για την εισαγωγή τους στο Πολυτεχνείο. Χωρίς να χάσουν χρόνο πάνε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και προμηθεύονται ισάριθμα εισιτήρια για την μεσημεριανή πτήση της ΤΑΕ (προδρόμου της Ολυμπιακής Αεροπορίας) για Θεσσαλονίκη. Στο αεροπλάνο, τύπου DC-3 (Ντακότα), επέβαιναν συνολικά 21 άτομα (τετραμελές πλήρωμα και 17 επιβάτες ανάμεσα στους οποίους και ο βουλευτής Ιωάννης Αποστόλου).

Σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά της αεροπειρατείας

Λίγα λεπτά μετά την απογείωσή του και ενώ το αεροσκάφος πετούσε ανάμεσα σε Εύβοια και Σκύρο οι τέσσερις από τους έξι έφτασαν έξω από το πιλοτήριο, μπήκαν στον θάλαμο διακυβέρνησης και με την απειλή ενός σουγιά και ενός σπασμένου μπουκαλιού… γκαζόζας ζητάνε από τους πιλότους να οδηγήσουν το αεροπλάνο σε Γιουγκοσλαβικό έδαφος.

Ακολουθεί μια ολιγόλεπτη μάχη στη διάρκεια της οποίας τραυματίζονται ο συγκυβερνήτης και ο ασυρματιστής. Παράλληλα, με όλο αυτό το χάος το αεροπλάνο αρχίζει και χάνει ύψος. Τελικά πριν είναι αργά για όλους ο κυβερνήτης Αθανάσιος Ηγουμενάκης το επαναφέρει και μη έχοντας τι άλλο να κάνει υπακούει τις εντολές των αεροπειρατών.

Σκηνή από την ταινία του Κώστα Κουτσομύτη, «Ο κλοιός»

Ο ασυρματιστής, ωστόσο, αν και τραυματισμένος πρόλαβε να αναφέρει το συμβάν στον πύργο ελέγχου. Η εντολή που έλαβε είναι να «επιστρέψει το αεροπλάνο πάση θυσία αμέσως εις Θεσσαλονίκην», ενώ την ίδια στιγμή απογειώθηκαν πολεμικά αεροσκάφη για να αποτρέψουν την αεροπειρατεία, αλλά ήταν ήδη αργά. Το επόμενο μήνυμα που εξέπεμψε ο ασύρματος ήταν «Είμεθα προσγειωμένοι Όφτσε Πόλε 60 χλμ. Νοτιοανατολικά Σκοπίων».
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ηγουμενάκης αρχικά προσπάθησε να παραπλανήσει τους αεροπειρατές, αλλά η πρόθεσή του έγινε γρήγορα αντιληπτή. Έτσι, ακολουθώντας το ποτάμι του Αξιού, όπως ήταν η εντολή των αεροπειρατών, έφτασε στον προορισμό που του είχε υποδειχθεί.

Μετά την αποβίβαση των έξι αεροπειρατών, οι χειριστές κατόρθωσαν να απογειώσουν το αεροπλάνο και να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη γύρω στις 5 το απόγευμα, 4 ώρες και 27 λεπτά μετά την αναχώρησή του από την Αθήνα.

Ποιοι ήταν οι έξι αεροπειρατές και ποια ήταν η τύχη τους

Σχεδόν 39 χρόνια μετά την περιπετειώδη αεροπειρατεία ο αείμνηστος σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το περιστατικό που συγκλόνιζε την Ελλάδα του εμφυλίου. Έτσι με την ταινία «Ο κλοιός» σύστησε σε ένα ευρύτερο κοινό τους έξι ριψοκίνδυνους νεαρούς κομμουνιστές.

Οι έξι αεροπειρατές δικάσθηκαν ερήμην από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, δεν εκτελέστηκε ποτέ.

Ο 19χρονος Σπύρος Χελμιάδης, που ήταν ο πρώτος που είχε την ιδέα για την κατάληψη του αεροπλάνου, σκοτώθηκε σε μάχη στο Μπίκοβικ την πρωτοχρονιά του 1949.
Ο 19χρονος Αχιλλέας Κετιμλίδης, ο οποίος ήταν ο μόνος από τους έξι που δεν καταζητούνταν από την Ασφάλεια και απλά συμμετείχε σε ένδειξη αλληλεγγύης στους συντρόφους του, σκοτώθηκε σε μάχη στο Κιλκίς.
Τα αδέρφια Δημήτριος και Αλέξανδρος Κουφοδακης, 23 και 21 ετών αντίστοιχα, χτυπήθηκαν σε μια μάχη και επέστρεψαν στη Γιουγκοσλαβία με σοβαρά τραύματα.
Ο Αλέξανδρος σπούδασε εκεί χημικός. Κατά την επιστροφή του μετά από πολλά χρόνια, το 1985 στην Ελλάδα εργάστηκε στο Δημόκριτο. Ο Δημήτρης σπούδασε οικονομικά. Επαναπατρίσθηκε λίγο πριν τον αδελφό του, το 1978 και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα. Από τους έξι ήταν οι μόνοι που ζούσαν μέχρι και πριν από μερικά χρόνια.

Ο 17χρονος Γιώργος Κέλας, ο άνθρωπος που μπλόφαρε μέσα στο αεροπλάνο λέγοντας ότι θα το ανατινάξει, με τη λήξη του εμφυλίου έφυγε στη Ρουμανία όπου σπούδασε ιστορία. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη πριν τη χούντα και πέθανε το 1985.

Τέλος, ο 18χρονος Αντώνης Βογιάζος, που ήταν η «ψυχή» της αεροπειρατείας, πέρασε στην Ελλάδα αλλά όταν το ΚΚΕ έδωσε την ιστορική εντολή να τεθούν τα όπλα «παρά πόδα», έφυγε για την Ε.Σ.Σ.Δ. Εκεί σπούδασε κινηματογράφο και έγινε ο επίσημος μεταφραστής του έργου του Λένιν στα ελληνικά. Αργότερα σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες και σειρές της σοβιετικής τηλεόρασης. Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1976, όπου επίσης εργάστηκε ως σκηνοθέτης. Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα ανήμερα του Αγίου Ιωάννη το 1992.
newsbeast.gr