Συγκλονιστική είναι η κατάθεση της για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε μετά την επίθεση με βιτριόλι από την κατηγορούμενη.

«Θέλω να σας πω πως λούστηκα με αυτό το υγρό. Το ένιωσα παντού πάνω μου. Τα ρούχα λιώσανε πάνω μου». Η Ιωάννα Παλιοσπύρου ξεκίνησε να καταθέτει στο Μικτό ορκωτό δικαστήριο για την ημέρα που άλλαξε την ζωή της. Έχοντας πίσω της την γυναίκα που της επιτέθηκε με μεγάλη ποσότητα καυστικού υγρού, η Ιωάννα είναι ψύχραιμη. Λίγο πριν ανέβει στο βήμα, κοίταξε επίμονα την κατηγορούμενη, όταν εκείνη θέλησε να αλλάξει θέση, λέγοντάς της: «εσύ τι κοιτάς;».

Η 37χρονη, που κάθεται με τέσσερις αστυνομικούς, αποφεύγει να κοιτάξει το θύμα της, όσο καταθέτει.

Η Ιωάννα ανέφερε στο δικαστήριο: «Σηκώθηκα για να πάω στη δουλειά μου και ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας των γραφείων. Πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και περίμενα να κατέβει. Κοιτούσα προς το κάτω περιμένοντας. Άκουσα κάποιους θορύβους. Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι η καθαρίστρια ή κάποιος άστεγος. Καθώς περίμενα το ασανσέρ εμφανίστηκε μπροστά μου μια γυναίκα, σήκωσα το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. Μου έριξε το βιτριόλι που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τι ήταν και έφυγε τρέχοντας. Θέλω να σας πω ότι λούστηκα με αυτό το υγρό, το ένιωσα παντού πάνω μου. Ήμουν παντού στο σώμα μου λουσμένη και κατευθείαν μου ήρθε η μυρωδιά. Το πρώτο πράγμα ήταν να τρέξω για κάποιο βοήθεια. Θυμήθηκα ότι είχε φαρμακείο δίπλα και έτρεξα προς το φαρμακείο. Οι πόνοι ήταν φρικτοί, δεν έβλεπα καθόλου από το ένα μάτι. Μπήκα μέσα στο φαρμακείο ουρλιάζοντας, οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τι έλεγα, πανικοβλήθηκαν. Τους έλεγα “βοήθεια, κάποιος μου έριξε κάτι καυστικο, δώστε μου λίγο νερό. Με πήγαν στο πίσω μέρος του φαρμακείου που υπήρχε ένας νιπτήρας, έριχναν νερό. Τα μαλλιά μου πέφτανε μέσα στον νιπτήρα. Έπιαναν το πρόσωπό μου και καταλάβαινα ότι καίγομαι, ότι λιώνω. Από το βλέμμα στα μάτια των ανθρώπων που με κοίταζαν, ένιωθα ότι κάτι χάνω. Κάλεσαν σε βοήθεια το 166. Μου είπανε να βγάλω τα ρούχα μου γιατί λιώνανε πάνω μου. Εγώ το μόνο που σκεπτόμουν ήταν να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Γιατί καταλάβαινα ότι μόνο εγώ μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου. Φώναζα “θεέ μου βοήθησέ με, γιατί μόνο εσύ μπορείς».

Η περιγραφή της Ιωάννας για τις ώρες που ακολούθησαν μετά τη διακομιδή της σε νοσοκομείο είναι καθηλωτική: «Θυμάμαι απλά να με βρέχουνε, να ουρλιάζω, να πονάω, να ξανακοιμάμαι, να ξαναξυπνάω, μου έκαναν τομές στο μάτι και στο αυτί. Αυτά, δεν θυμάμαι παραπάνω. Προσπαθούσα απλά να αντέχω, για να μην πονάω. Την επόμενη μέρα με ενημέρωσαν ότι θα διακομιστώ στο “Θριάσιο”. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη διακομιδή μου, επειδή δεν μπορούσα να δω, μπορούσα μόνο να ακούω, θυμάμαι την ώρα που περνούσαν τα φορειά στους διαδρόμους. Μια κυρία αναφώνησε “θεέ μου” και κατάλαβα ότι το είπε για μένα (κλαίει), κατάλαβα ότι η κατάσταση δεν είναι καλή. Κατάλαβα ότι έχω σοβαρά εγκαύματα και απλά παρακαλούσα να επιβιώσω. Μέσα στο νοσοκομείο ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως γιατί τα μάτια μου ήταν τραυματισμενα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο».

Δεν ξέρω ακόμη τα κίνητρα της κατηγορουμένης – Ξέρω, όμως, πως δεν έχει μετανιώσει

Με σπασμένη φωνή δείχνοντας την τεράστια φόρτιση που νιώθει περιγράφοντας όσα βίωσε, μετά την ακραία επίθεση που δέχθηκε με βιτριόλι, η Ιωάννα Παλιοσπύρου είπε στο δικαστήριο εκείνα που σκεφτόταν όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο, για να μπορέσει να μείνει ψύχραιμη. «Για να αντέξω προσπαθούσα να κοροϊδέψω εαυτό μου» ανέφερε κλαίγοντας και εξήγησε: «Ότι ζω ένα όνειρο. Το βράδυ, μετά τις 9, αφού πέρασαν όλοι οι γιατροί έλεγα “Ιωάννα θα ξυπνήσεις”. Προσπαθούσα να με πείσω, για να αντέξω, ότι τα όνειρα μου είναι πραγματικά και η πραγματικότητα είναι ο εφιάλτης».

Η Ιωάννα κατέθεσε πως η κατηγορούμενη ήθελε να τη σκοτώσει, όπως κατάλαβε από τα στοιχεία των αστυνομικών, ενώ -όπως ανέφερε- την τρομάζει ότι η 37χρονη δεν πτοήθηκε ούτε στιγμή. Αντί να πει “τι έκανα;”, αυτή βγαίνει και χορεύει πάνω στα τραπέζια. Τόνισε, επίσης, πως ακόμη και τώρα δεν ξέρει τα κίνητρα της κατηγορουμένης, για να συμπληρώσει: «Ξέρω, όμως, πως δεν έχει μετανιώσει».

Όπως ανέφερε η Ιωάννα στη συνέχεια της κατάθεσής της:

«Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως γιατί τα μάτια μου ήταν τραυματισμένα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο. Σκέφτηκα να δώσω τέλος στη ζωή μου.

Για όσα διάστημα ήμουν στο νοσοκομείο έλεγα στους αστυνομικούς ότι δεν έχω πειράξει κανέναν. Προσπαθούσα να τους βοηθήσω, αλλά δε μπορούσα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου είπαν ότι είχαν καταλήξει ποιος έκανε την επίθεση. Μου μιλούσαν για τη κατηγορούμενη και μου έλεγαν ότι εκείνη μού επιτέθηκε. Μαζί με αυτούς προσπαθούσα και εγώ να καταλάβω και να τους βοηθήσω. Αν ισχύει -τους έλεγα- αυτό που μου λέτε, ότι με παρακολουθεί εδώ και 1,5 χρόνο, άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον σύντροφο που είχε. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Δεν ήξερα αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί το έκανε αυτή, τι μου έχει συμβεί. Δεν καταλάβαινα και δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν. Μετά τη προφυλάκισή της προσπάθησα να εστιάσω στις δυνάμεις μου, για να μπορέσω να βγω από το νοσοκομείο και να βγάλω σε πέρας τα χειρουργεία που έπρεπε. Στα μισά των χειρουργείων, ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Ανέβαζα πυρετό, είχα πάθει λοίμωξη. Οι γιατροί μου είπαν ότι κινδύνευσε η ζωή μου. Κόλλησα και δεύτερη λοίμωξη στο μάτι που κινδύνεψα, για δεύτερη φορά, να το χάσω. Κάποια στιγμή με τη βοήθεια των γιατρών, τα ξεπεράσαμε. Ήρθε η στιγμή που μου ανακοίνωσαν ότι θα πάρω εξιτήριο. Μου είπαν ότι επούλωσαν τα τραύματα που είχα ότι ξεκινάει ένας μαραθώνιος και ότι χρειάζονται πολλά χειρουργεία, για να είμαι λειτουργική, να κουνάω τα χέρια μου, το λαιμό μου. Μου λέγανε ότι είναι ένας μαραθώνιος με διάρκεια. Κάποια στιγμή, αφού επέστρεψα στο σπίτι μου, η έρευνα συνεχιζόταν. Κάποια στιγμή, οι αστυνομικοί με ενημέρωσαν για κάποια στοιχεία που βρίσκονταν στον υπολογιστή της και με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Είμαστε από διπλανά χωριά, αλλά ποτέ δε κάναμε παρέα με την κατηγορούμενη, γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα. Βρεθήκαμε σε κάποιες γιορτές, γενέθλια στο σπίτι συγγενών μου και ανταλλάσαμε κάποιες κουβέντες. Μου είπανε για κάποιες κουβέντες που είχαν γίνει μεταξύ της ξαδέλφης μου και της κατηγορουμένης, μετά την επίθεση. Οι αστυνομικοί με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Μου ζητήθηκε, αν μπορώ, να μάθω τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Κάλεσα τη ξαδέλφη μου στο τηλέφωνο και τη ρώτησα τι έχουν πει. Τη ρώτησα αν ισχύει και τι ακριβώς είχε ειπωθεί. Μου είπε ότι ισχύει, ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ότι δεν μου το είπε για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μου είπε ότι, μεταξύ των συζητήσεων, είχαν μιλήσει και για μένα, όπως όλοι φίλοι και γνωστοί μιλούσαν για μένα. Τη ρωτούσε η κατηγορουμένη πως είμαι, αν με είδε και πως ήταν τα μέτρα στο νοσοκομείο λόγω κορονοϊού. Εκείνη της είπε ότι δε μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέρα μου στο προαύλιο. Επίσης, μου ανέφερε ένα συγκεκριμένο περιστατικό που της είχε κάνει εντύπωση. Η κατηγορούμενη, όπως της είπε, έκανε ένα σχόλιο πολύ προσβλητικό για μένα. Της είπε η κατηγορούμενη: “οκ, αν δε μπορεί να δουλέψει θα πάρει την αποζημίωση και θα ζήσει. Δεν έγινε κάτι”. Αυτό θύμωσε τη ξαδέλφη μου. Αυτό το περιστατικό, σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις που με ενημέρωσαν πως είχε κάνει μετά την επίθεση και σε συνδυασμό με άλλα τουλάχιστον 2 περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νοσοκομείο – η μητέρα μου μού είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσοκομείο να με δουν, αλλά δεν τους επετράπη η είσοδος- όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω ότι ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει και δε σταμάτησε ούτε και μετά. Όλα αυτά αν τα συνδυάσει κανείς -και σύμφωνα με το συμπέρασμα των αστυνομικών- πρόθεσή της ήταν να με σκοτώσει. Έμαθα εκ τω υστέρων ότι έγιναν άλλες τρεις απόπειρες. Άλλες δυο έξω από το σπίτι μου, την είδαν οι γείτονες να κουβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία, είχε γίνει μια ακόμη απόπειρα την προηγούμενη ημέρα, η οποία απλά απετράπη, διότι δε με πρόλαβε. Δε κατάφερε να με σκοτώσει. Επίσης, θέλω να επισημάνω ότι -πάλι σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα- με τρομάζει πως είχε μια συμπεριφορά ανθρώπου – είχε αναστατωθεί όλος κόσμος για το ποιος το έκανε – και αυτή βγαίνει και διασκεδάζει και χορεύει πάνω στα τραπέζια. Αντί να πει “τι πήγα και έκανα” ενθαρρύνεται ακόμη περισσότερο και αρχίζει και αναζητά τρόπους και όπλα. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν πτοείται, που γίνεται ακόμη χειρότερος. Αυτό είναι που με φοβίζει. Και δε ξέρω ακόμη ούτε τα κίνητρα ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν, γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σίγουρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει».

Η κατάθεση συνεχίζεται με ερωτήσεις της Έδρας προς την μάρτυρα.

ΑΠΕ ΜΠΕ