Σύμφωνα με το εορτολόγιο στις 21/05 τιμώνται η μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Ο βίος των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

Πατέρας του ήταν ο ελληνοϊλλυρικής καταγωγής Κωνστάντιος ο Χλωρός, ο οποίος κατόπιν, ανακηρύχθηκε Καίσαρας και Αύγουστος των δυτικών επαρχιών. Μητέρα του υπήρξε η πολύ ευσεβής και ενάρετη Ελένη, που γεννήθηκε στην πόλη Δρέπανο (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας (Μικράς Ασίας) περί το έτος 247, από πατέρα ξενοδόχο.

Την πόλη αυτή ο Μ. Κωνσταντίνος μετονόμασε αργότερα Ελενόπολη, προς τιμή της μητέρας του. Ακόμα, το 293, ο Διοκλητιανός, διόρισε Καίσαρα στη Δύση τον Κωνστάντιο Α’ τον Χλωρό, υπό την εξουσία του Μαξιμιανού και για περισσότερη ασφάλειά του, κράτησε όμηρο κοντά του τον Κωνσταντίνο, ως εγγυητή της πιστότητας του πατέρα του. Στην αυτοκρατορική αυλή της Ανατολής παρέμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι και που βασίλευσε ο Γαλέριος (έτος 305), συναναστρεφόμενος με ασεβείς και τυράννους.
Advertisement

Δεν εξομοιώθηκε, όμως, στα ήθη και τις πράξεις με αυτούς, γιατί η μητέρα του, Ελένη, φρόντισε να του δώσει ορθή ανατροφή. Κατ’ αυτό το διάστημα είχε την ευχέρεια να μαθητεύσει σε πολύ αξιόλογους διδασκάλους. Ο νεαρός Κωνσταντίνος διακρινόταν για τα έξοχα πνευματικά του χαρίσματα.

Οι ειδωλολάτρες τύραννοι τον ζήλευαν τρομερά για τα χαρίσματά του και σχεδίαζαν να τον εξοντώσουν με δολιότητα. Ο Κωνστάντιος πριν πεθάνει, στις 7 Ιουλίου του 306 στην πόλη Εβόρακο (Υόρκη) της Βρεταννίας, τον αφησε διάδοχο του θρόνου του.

Μάλιστα, ο Μαξέντιος σκόπευε να εξουδετερώσει τον Κωνσταντίνο και άρχισε να συγκεντρώνει πολυάριθμο στρατό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν είχε άλλη επιλογή, προελαύνοντας αήττητος, έφθασε στα πρόθυρα της Ρώμης, όπου τον περίμενε ο Μαξέντιος με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις. Ήταν το 322 μ.Χ., πριν από τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας.

Ενώ, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος παρατηρούσε περίλυπος τα εχθρικά στρατεύματα και συλλογιζόταν πώς θα μπορούσε να επιτύχει τη νίκη, κατά τις πρώτες απογευματινές ώρες της ημέρας εκείνης είδε στον ουρανό φωτεινό το σημείο του Τιμίου Σταύρου και γύρω του την επιγραφή, «εν τούτω νίκα». Μάρτυρας της θαυμαστής αυτής θεοσημίας υπήρξε όλο το στράτευμα του Κωνσταντίνου. Απορούσε, δε, ο ευσεβής βασιλέας για το νόημα του οράματος.

Γι’ αυτό τη νύχτα φάνηκε στον ύπνο του και ο ίδιος ο Χριστός με το σημείο του Σταυρού, ερμηνεύοντάς το σ’ αυτόν και τον προέτρεψε να κατασκευάσει ένα σταυρικό λάβαρο, σαν εκείνο που είδε, να το φέρει με πίστη ως φυλακτήριο στους πολέμους, και θα νικούσε με τη δύναμή Του πάντοτε τους εχθρούς του. Πραγματικά, όταν συγκροτήθηκε η τελική μάχη στους Κόκκινους Βράχους (28 Οκτωβρίου 312), νίκησε ο Σταυρός, το ανίκητο σύμβολο, που προπορευόταν του στρατεύματος του Κωνσταντίνου!

Ο Κωνσταντίνος τότε δόξασε τον Θεό και θαύμασε τη δύναμη του Σταυρού, βλέποντας τέτοιο θαύμα. Ο στρατός του Μαξεντίου αποδεκατίσθηκε και διαλύθηκε. Ο Κωνσταντίνος απέδωσε μεγαλόφωνα τη νίκη στον Θεό και πρόσταξε να στήσουν αναμνηστικές στήλες με τον Τίμιο Σταυρό στα κυριότερα μέρη της πόλης. Έκτοτε, έφερε λάβαρο με το Τίμιο Σταυρό και το μονόγραμμα «ΧΡ» σε κάθε μάχη. Χάραξε, δε, το σημείο του Σταυρού στα όπλα των στρατιωτών του, ανακάλεσε από την εξορία τους εξορίστους, απελευθέρωσε τους κρατουμένους από τις φυλακές, απέδωσε τιμές στον κλήρο, ανήγειρε ναούς του αληθινού Θεού, σκόρπισε πλουσιοπάροχη ελεημοσύνη προς τους ενδεείς και πένητες!

Τα σπουδαιότατα έργα του, που απαθανάτισαν στους αιώνες τη μνήμη του ήταν η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313 με το οποίο σταμάτησαν οι διωγμοί κατά των Χριστιανών η σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, η αποστολή της μητέρας του, της Αγίας Ελένης, στα Ιεροσόλυμα για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και των τόπων της παρουσίας του Κυρίου στη γη, η ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης και η ολοκλήρωσή του στη χριστιανική πίστη με τη βάπτισή του.

Ο Μ. Κωνσταντίνος αγαπούσε ιδιαίτερα τη μελέτη της Αγίας Γραφής, αλλά και την προσευχή, προσευχόμενος στον Θεό κατά μόνας, καθώς και με όλα τα μέλη του βασιλικού οίκου στα ανάκτορα. Θεσμοθέτησε μάλιστα πρώτος αυτός την Κυριακή, ως την κατεξοχήν ημέρα προσευχής, και την καθιέρωσε με νόμο ως ημέρα αργίας. Ο ίδιος, τιμώντας τον Θεό, ακροαζόταν πάντοτε όρθιος τα θεία λόγια.

Στην Κωνσταντινούπολη ανήγειρε μεταξύ άλλων και τον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου διέταξε και κατασκευάστηκαν δώδεκα λάρνακες (θήκες) προς τιμή των Αποστόλων, σκοπεύοντας να μεταφέρει εκεί τα τίμια λείψανά τους. Ακόμα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 335, τελέστηκαν με λαμπρότητα τα εγκαίνια του πανιέρου ναού της Αναστάσεως, που είχε ανεγερθεί, με δική του επιχορήγηση και τις οδηγίες του στον χώρο του Τάφου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα.

Το 337, κατά την προετοιμασία του πολέμου κατά του βασιλέως της Περσίας Σαπώρ Β’, ο Άγιος Κωνσταντίνος ασθένησε ή -κατά κάποιους ιστορικούς- δηλητηριάσθηκε από τους ετεροθαλείς αδελφούς του και πέθανε, αφού προηγουμένως βαπτίσθηκε από τον Ευσέβιο, επίσκοπο Νικομήδειας, Το άγιο λείψανό του ετάφη στον Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ο ίδιος είχε χτίσει.

Η ίδια η Αγία Ελένη είχε δει οπτασία, που την παρακινούσε προς την ιερή της αυτή αποστολή. Ακόμα, η ίδια βρήκε τον Τίμιο Σταυρό στα εδάφη της Παλαιστίνης και βοήθησε να χτιστούν οι πρώτοι μεγάλοι ιεροί ναοί της Χριστιανοσύνης, ανήγειρε 25 ναούς στους Αγίους Τόπους. Εκοιμήθη ειρηνικά πιθανότατα το 328/329 σε ηλικία 83 ετών.

Το άγιο σκήνος της μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον υιό της και κατατέθηκε στο μαυσωλείο (ροτόντα) γνωστό με το όνομα Tor Pignattara, μέσα σε μεγαλοπρεπή σαρκοφάγο από πορφυρίτη λίθο. Η σαρκοφάγος αυτή φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού.

Επίσης, η Αγία Ελένη συνέβαλε στον εκχριστιανισμό διαφόρων εθνών κατά την εποχή εκείνη, όπως των Ινδών (σ.σ. των Αιθιόπων μιας και τότε την Αιθιοπία την έλεγαν και αυτήν Ινδία), όπου κήρυξαν το Ευαγγέλιο ο φιλόσοφος Μερόπιος από την Τύρο με τους μαθητές του, Αιδέσιο και Φρουμέντιο.