Η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ αναδεικνύει ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται σε υψηλή , με την κατανάλωση να αποτελεί τη βασική πηγή εσόδων για το κράτος. Το βάρος αυτό μεταφέρεται κυρίως στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, καθώς ο ΦΠΑ και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης ευθύνονται για σχεδόν το μισό των συνολικών εισπράξεων. Η εικόνα που προκύπτει κατατάσσει τη χώρα στις πρώτες θέσεις της έμμεσης φορολογίας μεταξύ των κρατών-μελών του Οργανισμού.

Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές εισφορές και οι φόροι στην εργασία παραμένουν υψηλοί, ενισχύοντας το συνολικό κόστος απασχόλησης. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες όπου οι εισφορές εργαζομένων αποδίδουν περισσότερα έσοδα από τις εργοδοτικές, στοιχείο που επιβεβαιώνει τη συνεχή πίεση στους μισθωτούς.

Διαβάστε επίσης 

Η έμμεση φορολογία σε πρωταγωνιστικό ρόλο

Σημαντικό εύρημα της έκθεσης είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση μεταξύ των χωρών του σε εξάρτηση από έμμεσους φόρους. Ο ΦΠΑ, ενισχυμένος από το κύμα ακρίβειας, αποδίδει το 22,5% των εσόδων, ενώ οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης καλύπτουν επιπλέον 18,2%. Συνολικά, το 40,7% των φορολογικών πόρων προέρχεται από την κατανάλωση, ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Παρά την υψηλή απόδοση των έμμεσων φόρων, η πίεση για τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα αυξάνεται, καθώς η φορολογία αυτή είναι λιγότερο προοδευτική και επηρεάζει άμεσα την αγοραστική δύναμη.

Η φορολογική επιβάρυνση στο σύνολο της οικονομίας

Τα συνολικά φορολογικά έσοδα ανήλθαν το 2024 στο 39,8% του ΑΕΠ, ενισχυμένα σε σχέση με το 2023. Η επίδοση αυτή τοποθετεί τη χώρα στη 10η θέση μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ ως προς το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης και ξεπερνά κράτη όπως η Γερμανία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Οι κοινωνικές εισφορές φτάνουν στο 28,8% των εσόδων, πάνω από τον μέσο όρο του Οργανισμού, γεγονός που αναδεικνύει το διαχρονικό βάρος στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, η χώρα παραμένει μία από τις οκτώ όπου οι εισφορές των εργαζομένων αποδίδουν περισσότερα από εκείνες των εργοδοτών.

Ο φόρος εισοδήματος και η στενή φορολογική βάση

Ο φόρος εισοδήματος στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις στο 15,5% των συνολικών εσόδων, σαφώς χαμηλότερα από το 23,7% που εμφανίζει ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αυτό δείχνει τη στενότητα της ελληνικής φορολογικής βάσης, η οποία στηρίζεται κυρίως σε μισθωτούς και συνταξιούχους. Τα έσοδα από ελεύθερους επαγγελματίες παραμένουν περιορισμένα σε σχέση με άλλες χώρες.

Ενδεικτική είναι η σύγκριση με βορειοευρωπαϊκά κράτη, όπου ο φόρος εισοδήματος καταλαμβάνει πολύ μεγαλύτερο μέρος των εθνικών εσόδων, όπως στη Δανία με 57,2% και στη Σουηδία με 26,9%.

ΟΟΣΑ: Ποιοι πλήττονται περισσότερο από τη φορολογία στην Ελλάδα

Οι μεγάλες ανακατατάξεις της περιόδου 2010–2024

Η περίοδος από το 2010 έως το 2024 χαρακτηρίζεται από σημαντική άνοδο στη φορολογία. Η Ελλάδα καταγράφει την τρίτη μεγαλύτερη αύξηση φόρων στον ΟΟΣΑ, με ενίσχυση 7,4 μονάδων στο λόγο φόρων προς ΑΕΠ, κυρίως λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν τα χρόνια των μνημονίων.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε μια πιο έντονη εξάρτηση από την έμμεση φορολογία, η οποία τα τελευταία χρόνια ενισχύεται περαιτέρω εξαιτίας της ακρίβειας και της αυξημένης κατανάλωσης σε βασικά αγαθά.

Οι διαφορές Βορρά και Νότου

Η έκθεση του ΟΟΣΑ αποτυπώνει ξεκάθαρα τη διαφοροποίηση ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου. Τα σκανδιναβικά κράτη εμφανίζουν πολύ υψηλά ποσοστά φόρων ως προς το ΑΕΠ, με τη Δανία να ξεπερνά το 45%, προσφέροντας όμως ισχυρό κοινωνικό κράτος και ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες.

Δείτε εδώ 

Αντίθετα, χώρες όπως το Μεξικό, η Χιλή και η Τουρκία διατηρούν σημαντικά χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, γεγονός που περιορίζει τις παροχές προς τους πολίτες. Η σύγκριση αυτή αναδεικνύει τις διαφορετικές επιλογές κάθε χώρας ως προς το μοντέλο χρηματοδότησης του κράτους και το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών.