Για ακόμη φορά πραγματοποιείται τις ημέρες αυτές ο διεθνής μαθητικός διαγωνισμός PISA (Programme for International Student Assessment= PISA) του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης)

Πρόκειται για έναν διαγωνισμό, που είναι κομμένος στα μέτρα του ΟΟΣΑ, υπηρετεί τις αρχές του και μας έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός, λόγω της γνωστής «εργαλειοθήκης» του, η οποία επιβάλλει πολιτικές άγριας λιτότητας και περικοπών στα κοινωνικά αγαθά, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας.

Την εφαρμογή των πολιτικών προτάσεων του ΟΟΣΑ στην Εκπαίδευση τη νιώσαμε καλά τα τελευταία πέντε χρόνια: οι συγχωνεύσεις σχολείων, η αύξηση ωραρίου, η γνωστή κακόφημη «αξιολόγηση» για την κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών, η μισθολογική καθήλωση , οι απολύσεις, για να γίνουμε (τάχα) πιο «ανταγωνιστικοί», είναι δικής του έμπνευσης.

Όλα τα δικαιώματα που χάσαμε σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο και όλοι οι εργαζόμενοι, περιέχονταν στις οδηγίες του ΟΟΣΑ και των ακριβοπληρωμένων συμβούλων του.

Ο διαγωνισμός PISA, αποτελεί προέκταση αυτής της λογικής, έρχεται να συμπληρώσει την παρέμβαση του ΟΟΣΑ και να την κάνει σχεδόν ολοκληρωτική, αφού στόχο έχει να παρέμβει ευθέως στο περιεχόμενο των σχολικών προγραμμάτων.

Έτσι εξασφαλίζεται η πλήρης υποταγή όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων στις ανάγκες της αγοράς: με τις εκπαιδευτικές δομές και το κόστος σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους ασχολείται ο ΟΟΣΑ και με το περιεχόμενο των σπουδών ορίζεται ως αρμόδιος ο βραχίονάς του, ο διαγωνισμός PISA.

Με μια εκπαιδευτική λογική που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη αντίστοιχη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας στο πεδίο της οικονομίας, ο ΟΟΣΑ δημιουργεί ακατάπαυστα αξιολογικές ιεραρχίες εκπαιδευτικών συστημάτων, με μια σοβαροφανή και επιστημονικοφανή μεθοδολογία, που «νομιμοποιεί» μέσω ενός ανταγωνιστικού αγοραίου και εξετασιοκεντρικού προτύπου εκπαίδευσης, την κατηγοριοποίηση και την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων.

Ο διαγωνισμός αυτός επιβραβεύει μόνο δεξιότητες σε μερικά πεδία.

Εισάγει και εδραιώνει αποκλειστικά την ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, χρήσιμη είναι μόνον η γνώση που φέρνει άμεσα οφέλη.

Αυτό σημαίνει πως η εκπαίδευση του μαθητή θα πρέπει να είναι στραμμένη σε χρηστικές και επικοινωνιακές δεξιότητες για την καθημερινή και επαγγελματική του ζωή, σε βάρος της γενικής μόρφωσης.

Ενισχύει την τάση της ποσοτικοποίησης και «οικονομικοποίησης» των πάντων και της θέασής τους μέσα από την σκοπιά της «άμεσης κερδοφορίας» επιχειρησιακού τύπου.

Ο στόχος για το «μέγιστο κέρδος με το ελάχιστο κόστος», μεταφράζεται για την εκπαίδευση ως «μικρότερες δαπάνες για αποφοίτους, που θα μπορούν να εξυπηρετούν την οικονομία, με τους χαμηλότερους δυνατό μισθούς» και εκπαιδευτικούς, που θα αξιολογούνται και θα πληρώνονται με βάση «τα επιτεύγματα» των μαθητών τους.

Αυτή είναι η ουσία της στόχευσης και πρόκειται για τη «λεπτομέρεια» που επιμελώς αποκρύπτεται πίσω από την αθώα φρασεολογία, που βρίθει ευφημισμών.

Αξίζει να σημειωθεί πως για να διατηρεί η χώρα μας το δικαίωμα συμμετοχής σ’ αυτόν τον, ανά τριετία, διαγωνισμό, πληρώνει περίπου 90.000€ το χρόνο (στοιχεία του 2009).

Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν και οι δαπάνες (130.000€ επιπλέον τη χρονιά της διεξαγωγής) για τα διάφορα σεμινάρια, από τους εγχώριους διαφημιστές του PISA, με σκοπό τη διασπορά της καλής του φήμης και την ενίσχυση της τεχνοκρατικής αντίληψης για την εκπαίδευση.

Έτσι διαφημίζεται η εμπειρογνωμοσύνη των φορέων που υποστηρίζουν αυτόν τον διαγωνισμό και έχει ανάλογη τιμή στην αγορά.

Η Ελλάδα συνεισέφερε το 2014 το 1% του προϋπολογισμού του ΟΟΣΑ.

Ο προϋπολογισμός αυτός ήταν 357.000.000€, οπότε δώσαμε 3.570.000€ (αναφέρεται στο επίσημο site του ΟΟΣΑ).

Σήμερα ο ΟΟΣΑ βρίσκεται πάλι εδώ, μετά από πρόσκληση της νέας κυβέρνησης για να «βοηθήσει».

Η ΟΛΜΕ, σε ανακοίνωσή της, το Δεκέμβρη του 2013, τοποθετήθηκε αρνητικά απέναντι στον διαγωνισμό PISA και στη χρήση των αποτελεσμάτων των μαθητών μας, τόσο απ’ τους ιθύνοντες, όσο και από τα ΜΜΕ, ως εργαλεία δυσφήμισης του έργου του εκπαιδευτικού και του Δημόσιου σχολείου.

Στην ίδια ανακοίνωσή της η ΟΛΜΕ, αναφέρει πως κανείς δεν σκέφτηκε να ρωτήσει κανείς για το αν χώρες που πρώτευσαν στον εν λόγω διαγωνισμό όπως η Σαγκάη, το Χόνγκ Κόνγκ, η Ταϊβάν/Ταϊπέι, η Κορέα ή το Κινεζικό Μακάο είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε.

Ως συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουμε πλήρη συνείδηση των προβλημάτων και των αδυναμιών του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που έχουν επιταθεί αφόρητα σε συνθήκες κρίσης και εφαρμογής των καταστροφικών πολιτικών Κυβέρνησης – ΕΕ – ΟΟΣΑ.

Θεωρούμε όμως ότι οδηγός στην προσπάθεια για βελτίωσή του δεν μπορεί να είναι οι κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και, γενικότερα η φιλοσοφία και οι επιδιώξεις των δυνάμεων της αγοράς, αλλά η ανάγκη για τη διαμόρφωσης μιας ευρύτερης μορφωτικής πολιτικής που θα στοχεύει στην πολιτιστική ενδυνάμωση και τη μορφωτική χειραφέτηση των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση το συνδικαλιστικό κίνημα θα δώσει όλες του τις δυνάμεις.

Το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ καλεί το Υπουργείο Παιδείας να σταματήσει τώρα το διαγωνισμό και τους συναδέλφους, τους συλλόγους και τους Διευθυντές των σχολείων, τους γονείς και τους μαθητές μας να μην αποδεχτούν να συμμετάσχει κανένα σχολείο στο διαγωνισμό P.I.S.A.