Η εκπεφρασμένη άποψη της κυβέρνησης για την κατάργηση των συμβουλίων διοίκησης των πανεπιστήμιων επαναφέρει στην επικαιρότητα την ανάγκη αξιολόγησής τους.

Του Γιάννη Πανάρετου πρώην υφυπουργού Παιδείας

Λίγοι είναι εκείνοι που ισχυρίζονται σήμερα ότι τα συμβούλια, με την μορφή που πήραν, πέτυχαν τον στόχο για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη (και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στην Ελλάδα) ήταν η δημιουργία ενός ακόμα γραφειοκρατικού μηχανισμού στην ήδη επιβαρυμένη γραφειοκρατία του πανεπιστημίου. Μιας γραφειοκρατίας μάλιστα ανταγωνιστικής με ένα άλλο πυλώνα διοίκησης (πρυτάνεις).

Φοβάμαι ότι η διαμόρφωση των συμβουλίων με την μορφή που έχουν σήμερα, έχει δυστυχώς περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των υποστηρικτών τους. Ακόμη και αρκετά από τα μέλη των συμβουλίων είναι απογοητευμένα από την λειτουργία τους, όχι γιατι δεν είχαν διάθεση να προσφέρουν, αλλά γιατί έχουν αντιληφθεί το αδιέξοδο του εγχειρήματος. Υπάρχει ακόμα μια ασθενής υποστήριξη από ΜΜΕ που παραδοσιακά υποστηρίζουν καινοτομίες, χωρίς όμως να καταλαβαίνουν πλήρως την σημασία τους.

Η αδυναμία λειτουργίας των συμβουλίων οφείλεται στην δομή τους, στην σύνθεσή τους και στις αρμοδιότητες τους. Η έλλειψη σαφούς ιεραρχικής δομής διοίκησης και σαφών προδιαγραφών λειτουργίας και αρμοδιοτήτων των συμβουλίων χωρίς επικαλύψεις με αυτές του πρυτάνεως, έδωσαν στην κοινή γνώμη την εικόνα ότι αυτά αναλώθηκαν σε ανταγωνισμούς με τους πρυτάνεις, σε διαμαρτυρίες προς το κράτος και σε συναγωνισμό με τους πρυτάνεις σε εκκλήσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι μια προ έτους κατάληψη πανεπιστημίου όπου το συμβούλιο έκανε έκκληση προς τον υπουργό παιδείας για να λειτουργήσει το πανεπιστήμιο (λόγω έλλειψης σαφούς αρμοδιότητας στο θέμα), ο δε υπουργός παιδείας έκανε έκκληση προς τον πρύτανη για τον ίδιο σκοπό. Με εκκλήσεις φυσικά δεν λύνονται τα προβλήματα των πανεπιστημίων.

Βασική αιτία της αδυναμίας των συμβουλίων να επιτελέσουν την αποστολή τους τους ήταν, κατά την γνώμη μου, η αλλαγή του σχεδίου νόμου μετά την αποχώρησή μου από το υπουργείο παιδείας (και πολύ περισσότερο μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 2012). Αυτό δηλαδή που κάποιοι χαρακτήρισαν ως “προσαρμογή των συμβουλίων στην Ελληνική πραγματικότητα”. Η “προσαρμογή” αυτή δεν είχε καμιά σχέση με το σκεπτικό που ισχύει για τα συμβούλια των πανεπιστημίων σε όλα τα μέρη του κόσμου.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνω ότι στο δικό μου σχέδιο τα συμβούλια διοίκησης ήταν μέρος μια γενικότερης αλλαγής της δομής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που τελικά δεν υιοθετήθηκε. Η δομή αυτή περιγράφεται περιληπτικά σε ξεχωριστή ανάρτηση.

Ας επικεντρωθούμε όμως στα συμβούλια.

Ο λόγος που τα συμβούλια διοίκησης υιοθετήθηκαν κατ’ αρχήν στις ΗΠΑ και στην συνέχεια εξαπλώθηκαν σε όλο τον κόσμο, ήταν για να υπάρχει λογοδοσία του πανεπιστημίου στην κοινωνία και να αποτελούν τον συνδετικό κρίκο του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με την κοινωνία. Τα συμβούλια δηλαδή, λειτουργούν ως ο συνδετικός κρίκος της κοινωνία με μια δομή (πανεπιστήμιο) που λειτουργεί -και πρέπει να λειτουργεί- με τους δικούς του κανόνες. Οι πολίτες χρηματοδοτούν τα πανεπιστήμια μέσω της φορολογίας και απαιτούν από αυτά να λειτουργούν αποτελεσματικά για να προσφέρουν μόρφωση στους νέους και να εξελίσσεται την έρευνα.

Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές χώρες του εξωτερικού –κυρίως στην Ευρώπη- την ευθύνη εποπτείας των πανεπιστημίων είχε ο υπουργός παιδείας, ως ο εκπρόσωπος μιας λαοπρόβλητης και δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Σωστή, κατ’ αρχήν, λογική. Στην πράξη όμως αποδείχθηκε ότι η σχέση υπουργείου-πανεπιστημίων μεταβλήθηκε σε μια σχέση αμοιβαίων εξυπηρετήσεων και σχέσεων “στοργής” μεταξύ δύο εξουσιών (υπουργού-πρυτάνεων). Δεν είναι τυχαίο ότι το υπουργείο στην χώρα μας, με εξαίρεση την περίοδο 2009-2011, ουδέποτε ασχολήθηκε με σοβαρά προβλήματα εσωστρέφειας των πανεπιστημίων (π.χ. οικογενειοκρατία, λογοκλοπή κ.λ.π.), παρά το ότι είχε αυτή την υποχρέωση από τον νόμο και από το σύνταγμα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου κοινωνικές δομές λειτουργούν με χρηματοδότηση από τον φορολογούμενο, ο ίδιος ο φορολογούμενος αξιολογεί είτε άμεσα (διά της ψήφου του), είτε έμμεσα (διά των αντιπροσώπων του) την λειτουργία των δομών αυτών. Τα πανεπιστήμια αποτελούν όμως μία ειδική κατηγορία, γιατί ο τρόπος λειτουργίας τους και η δυνατότητά τους να αποδώσουν αυτό που αναμένει η κοινωνία δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί και να αξιολογηθεί από τους πολίτες. Το συμβούλιο διοίκησης λοιπόν δημιουργήθηκε για να παίζει ακριβώς αυτόν τον ρόλο. Χωρίς να παρεμβαίνει στο micromanagement των ακαδημαϊκών θεμάτων, έχει επιφορτισθεί με την υποχρέωση να διασφαλίζει ότι τα πανεπιστήμια κάνουν αυτό που περιμένει ο φορολογούμενος.

Τι έγινε τελικά στην Ελλάδα;

Προκειμένου να “προσαρμοστεί η λογική των συμβουλίων στην ελληνική πραγματικότητα”, αποφασίσθηκε όπως η πλειοψηφία των μελών τους να είναι καθηγητές των ιδίων των ιδρυμάτων, που εκλέγονται μάλιστα από τους συναδέλφους τους καθηγητές. Οι ίδιοι, στην συνέχεια, εκλέγουν την μειοψηφία των μελών του συμβουλίου από εξωτερικά μέλη. Στην πράξη, αυτό που συνέβη στην Ελλάδα είναι ότι τα εξωτερικά μέλη που επελέγησαν είναι κατά τεκμήριο καθηγητές από ξένα πανεπιστήμια ή συνταξιούχοι καθηγητές ελληνικών πανεπιστημίων. Έχουμε δηλαδή ουσιαστικά συμβούλια αποτελούμενα από καθηγητές που έχουν εκλογική βάση από την ίδια δεξαμενή από την οποία προέρχεται η εκλογική βάση του πρύτανη (ο οποίος επίσης εκλέγεται από τους καθηγητές σε διαφορετική στιγμή). Επιπροσθέτως, δημιουργήθηκαν δύο παράλληλες διοικητικές δομές εξουσίας (συμβούλιο-πρύτανης) με ασαφή διαχωρισμό αρμοδιοτήτων και με νομιμοποίηση από την ίδια δεξαμενή εκλογικού σώματος (τους καθηγητές του πανεπιστημίου). Αυτό ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει σε συγκρούσεις. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εσωτερικά μέλη των συμβουλίων υπήρξαν στο παρελθόν (ή έγιναν στην συνέχεια) υποψήφιοι πρυτάνεις στο ίδιο ίδρυμα, γεγονός που αποδεικνύει την ασάφεια διαχωρισμού στόχων ευθυνών και αρμοδιοτήτων. Αυτό από μόνο του αποτελεί την ισχυρότερη επιβεβαίωση της αποτυχίας του δυϊκού αυτού συστήματος εξουσίας. (Δεν ήταν τυχαία και η αλλαγή του όρου από “συμβούλια διοίκησης” σε απλά “συμβούλια”).

Στην θολούρα αυτή, πήγε χαμένη και η δυνατότητα των εξωτερικών μελών των συμβουλίων που ήταν καθηγητές στο εξωτερικό, να συμβάλλουν στην εξωστρέφεια των πανεπιστημίων. Οι καθηγητές αυτοί, κατά τεκμήριο, δεν έχουν εμπειρίες από την λειτουργία συμβουλίων διοίκησης. (Οι καθηγητές στα πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν έχουν καμιά επαφή με τα συμβούλια των πανεπιστημίων τους – και δεν υπάρχει λόγος να έχουν). Εχουν, όμως, μεγάλη ακαδημαϊκή εμπειρία. Αυτή, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να μεταφερθεί εδώ, λόγω αρμοδιοτήτων. Ετσι, η σημαντικότερη συνεισφορά που θα μπορούσαν να έχουν στην αναγκαία εξωστρέφεια των πανεπιστημίων δεν αξιοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται και το ερώτημα για τις μελλοντικές προθέσεις της κυβέρνησης. Η διαπίστωσή της για την αδυναμία λειτουργίας των συμβουλίων με την σημερινή τους μορφή είναι κατά την γνώμη μου σωστή. Ποια όμως πρέπει να είναι η συνέχεια; Η κατάργησή τους ή η βελτίωσή τους;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένη με την απάντηση στο εξής ερώτημα: Δέχεται η κυβέρνηση κατ’ αρχήν την ανάγκη να υπάρχει ένα όργανο εντός του πανεπιστήμιου, που να λειτουργεί ως σύνδεσμος με την κοινωνία ή θεωρεί ότι το υπουργείο παιδείας είναι ο κατάλληλος φορέας για τον σκοπό αυτό και, επομένως, θα επιστρέψουμε στην παλαιά λογική του πρυτάνεως, ο οποίος αναφέρεται μόνο και εξαρτάται αποκλειστικά από τον υπουργό παιδείας;

Η θέση της κυβέρνησης στα ερωτήματα αυτά είναι ουσιαστικής σημασίας για να αντιληφθούμε ποιά θα είναι τα επόμενα βήματα.