– Ακόμα και σήμερα εκκρεμεί ο αντισεισμικός έλεγχος σε περίπου 55.000 εγκαταλελειμμένα κτίρια του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα .

Ο καθηγητής Π. Καρύδης τονίζει στα ΝΕΑ ότι «Αυτή τη φορά, να γίνουν σωστά, όχι μόνο… εξ αποστάσεως, και, το κυριότερο, να ολοκληρωθούν» .

Νέος κύκλος προσεισμικών ελέγχων στα δημόσια κτίρια ξεκινάει – για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια… Οι έλεγχοι προγραμματίζονται να ξεκινήσουν από το ΤΕΕ μετά – και – την ψήφιση του νομοσχεδίου-σκούπα των 263 άρθρων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο ΟΑΣΠ θα διατηρεί την εποπτεία της υλοποίησης των ελέγχων, ενώ ρόλο θα έχει και η Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ).

«Το θέμα που τίθεται είναι οι έλεγχοι, αυτή τη φορά, να γίνουν σωστά, όχι μόνο… εξ αποστάσεως, και, το κυριότερο, να ολοκληρωθούν» λέει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο ακαδημαϊκός, μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών / ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) Παναγιώτης Καρύδης.

Και αυτό επειδή, όπως εξηγεί, ακόμα και σήμερα εκκρεμεί ο αντισεισμικός έλεγχος σε περίπου 55.000 εγκαταλελειμμένα κτίρια του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (!).

«ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ» αναφέρθηκαν εκτενώς στο θέμα στο φύλλο 11-12 Φεβρουαρίου 2023. Υπενθυμίζεται πως πριν από 22 χρόνια (το 2001) δόθηκε εντολή, από το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ και μετά από τον ΟΑΣΠ, να γίνει προσεισμικός έλεγχος σε περίπου 80.000 κτίρια του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά, έχουν ελεγχθεί γύρω στα 25.000 (!).

Κι αυτό, όπως επισημαίνει ο Παναγιώτης Καρύδης, σημαίνει ότι περίπου 55.000 κτίρια – ανάμεσά τους και πολλά εγκαταλελειμμένα σε ερειπιώδη κατάσταση – δεν έχουν ελεγχθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην περίπτωση ενός μεγάλου σεισμού για την ασφάλεια όσων θα περνούν κάτω ή δίπλα από αυτά…

Εύλογα τίθεται το ερώτημα: πώς μπορεί να γίνει εξ αποστάσεως ένας προσεισμικός έλεγχος, για παράδειγμα, σε ένα σχολείο; «Μπορεί, και έχει γίνει. Οι ελεγκτές συμπληρώνουν (ή συμπλήρωσαν) απλώς ένα έντυπο χωρίς να πάνε για ενδελεχή επί τόπου έλεγχο» απαντά ο Παναγιώτης Καρύδης. Κατά τον ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ, είναι απαραίτητο ο προσεισμικός έλεγχος να γίνεται σωστά και οι ελεγκτές να μην περιορίζονται μόνο στη φέρουσα κατασκευή αλλά και σε στοιχεία μη δομικής τρωτότητας που είναι και επιπλέον στοιχεία της καθημερινής ασφάλειας.

«Είναι πολύ σημαντικό να ελεγχθούν τα οροφοκονιάματα των σχολείων. Ιδιαίτερα στον τελευταίο όροφο πρέπει με ένα κοντάρι οι ελεγκτές να πάνε εκεί και να ελέγξουν εάν ο σοβάς είναι επικίνδυνος να πέσει στα κεφάλια των παιδιών» συμπληρώνει.

«Μερικές στάνταρ ερωτήσεις, όπως για παράδειγμα ποια η ηλικία ενός κτιρίου, ποιος το κατασκεύασε, ποιος ήταν ο πολιτικός μηχανικός, μπορούν να απαντηθούν χωρίς να χρειάζεται ο ελεγκτής να πάει στο κτίριο» αναφέρει ο Παναγιώτης Καρύδης.

Και συνεχίζει: «Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένες ερωτήσεις οι απαντήσεις των οποίων απαιτούν τον επί τόπου έλεγχο. Ο ελεγκτής πρέπει να διαπιστώσει ο ίδιος αν, για παράδειγμα, υπάρχουν ρωγμές μετά από έναν σεισμό σε ένα σχολείο, αν υπάρχει διάβρωση σκελετού, αν υπάρχουν κάγκελα στα παράθυρα τα οποία ενδεχομένως να εμποδίζουν την έξοδο των μαθητών στην περίπτωση κατάρρευσης, αν υπάρχουν σπασμένα σκαλοπάτια, εάν είναι χαλασμένες οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, αν δεν υπάρχει σήμανση που να δείχνει την έξοδο στο σκοτάδι (στην περίπτωση που υπάρχει διακοπή ρεύματος)».

Να ολοκληρώσουμε τον έλεγχο

Κατά τον Παναγιώτη Καρύδη, αυτή τη φορά ο προσεισμικός έλεγχος θα πρέπει να ολοκληρωθεί. Οπως υποστηρίζει, στην περίπτωση που δεν γίνει, και συνεχιστεί ο σημερινός ρυθμός, τότε θα χρειαστούμε άλλα 45 χρόνια για να ολοκληρώσουμε τον έλεγχο, χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο θα έπρεπε να έχουμε ολοκληρώσει άλλες δύο επαναλήψεις ελέγχων και λόγω της γήρανσης των κτιρίων αλλά και εξαιτίας της συσσωρευμένης καταπόνησης από τους σεισμούς που έχουν γίνει.

Υπενθυμίζεται πως από το 2001 έως σήμερα είχαμε 20 σεισμούς με μέγεθος πάνω από 6 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στην Ελασσόνα, στην Κω, στη Σάμο και αλλού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε πως η Ελλάδα απελευθερώνει κάθε χρόνο το 2% της παγκόσμιας σεισμικής ενέργειας – και πάνω από το 50% της ευρωπαϊκής (!).