ΜΙΑ Θλιβερή ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Στο τέλος ενός κρύου απογεύματος, δέχομαι μια απρόσμενη επίσκεψη από τα δύο παιδιά μου. Ο ένας είναι γιατρός, ο άλλος μηχανικός. Και οι δύο επιτυχημένοι στα επαγγέλματα τους.

Πριν από λιγότερο από μια εβδομάδα υπέστη το θάνατο της αγαπημένης μου συζύγου. Νιώθω συντετριμμένος από την απώλεια που άλλαξε την κατεύθυνση και το νόημα της ζωής για μένα.
Καθισμένοι στο σαλόνι ενός απλού σπιτιού, όπου πλέον μένω μόνος, αρχίσαμε να μιλάμε.

Το θέμα αφορά το μέλλον μου. Μια ψύχρα τρέχει στη σπονδυλική μου στήλη. Προσπαθούν να με πείσουν ότι το καλύτερο για μένα είναι να μένω σε γηροκομείο.

Αντιδρώ… Τους λέω ότι η σκιά της μοναξιάς δεν με τρομάζει και τα γηρατειά, πολύ περισσότερο.

Αλλά τα παιδιά μου επιμένουν «ανησυχούν»; Μου λένε οτι τα σπίτια τους δεν έχουν χώρο για μένα, επομένως δεν μπορώ να είμαι ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλον… εν τω μεταξύ τα διαμερίσματά τους είναι ευρύχωρα και δίπλα στη θάλασσα.

Επίσης, οι γιοί και οι νύφες μου είναι πολύ απασχολημένοι, τα εγγόνια μου, σπουδάζουν και είναι απασχολημένα.
Υποστηρίζω όταν κι αν χρειαστεί θα πληρώνω να έρχεται ένας άνθρωπος για λίγες ώρες να με φροντίζει.

Ο γιατρός και ο μηχανικός λένε ότι στην πραγματικότητα θα ήταν απαραίτητοι «τρεις φροντιστές σε τρεις βάρδιες». Και σε περιόδους κρίσης,θα τους στοίχιζε μια μικρή περιουσία στο τέλος κάθε μήνα.
Αρνούμαι να δεχτώ την πρόταση να ζήσω σε γηροκομείο.
Και έρχεται μια άλλη πρόταση: μου ζητούν να πουλήσω το σπίτι.

Τα χρήματα θα τα χρησιμοποιήσουν για επενδύσεις με πρόφαση για το καλό για τα εγγόνια μου.
Και εκεί όπου θα πάω θα με φροντίζουν, για να μην ανησυχεί κανείς. Ούτε αυτοί, ούτε εγώ.
Παραδίνομαι στα ψεύτικα επιχειρήματά τους χωρίς δύναμη να αντιμετωπίσω τόση αχαριστία και ψυχρότητα.

Έσφιξα τα χείλη μου για να μη μιλήσω για τη θυσία που έκανα σε όλη μου τη ζωή για τη χρηματοδότηση των σπουδών και των δύο. Δεν τους λέω ότι σταματήσαμε με τη μητέρα τους να ταξιδεύουμε, βόλτες, να πηγαίνουμε σε καλά εστιατόρια, να πηγαίνουμε θέατρο ή να αλλάζω αυτοκίνητα για να μην τους έλειπε τίποτα.

Τέτοια γεγονότα δεν θα άξιζε να τα αναφέρω σε αυτό το σημείο της συζήτησης.
Χωρίς να πω ούτε μια λέξη, αποφασίζω να μαζέψω τα πράγματά μου.

Σε χρόνο μηδέν, βλέπω μια ολόκληρη ζωή να συνοψίζεται σε δύο βαλίτσες. Μαζί τους ξεκινάω με δάκρυα στα μάτια για μια άλλη πραγματικότητα, πολύ πιο δύσκολη. Ένα σπίτι για ηλικιωμένους, μακριά από παιδιά και εγγόνια.

Σήμερα, στην αγκαλιά της μοναξιάς, συνειδητοποίησα ότι μπόρεσα να διδάξω στα παιδιά μου ηθικές αξίες.

Αλλά δεν μπόρεσα να μεταφέρω  σε κανέναν από τους δύο  μεταδώσω σε κανέναν από τους δύο μια αρετή που λέγεται ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ.

Το λάθος είναι δικό μας γιατί πάντα τους δίνουμε αυτό που ήθελαν ή ζητούσαν, και δεν τους μάθαμε ότι πρέπει να παλέψουν για να τα «κερδίσουν».

Πως? Δουλεύοντας με κόπο, βοηθώντας στο καθάρισμα του σπιτιού, μαγειρεύοντας, πλένοντας πιάτα κ.λπ., και όταν ενηλικιωθούν θα ξέρουν ότι τα πράγματα γίνονται με κόπο και να είναι υπεύθυνα να αγαπούν και να εκτιμούν τους γονείς τους, να αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο.

Η σημερινή νεολαία σε αναζητά όταν θέλει κάτι, όταν σε χρειάζεται, αλλά φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις.
{Η ευγνωμοσύνη για να επιτευχθεί απαιτεί σφυρηλάτηση, δεν περιλαμβάνεται στην ανθρώπινη καρδιά}