ΗWashington Post, ξεκινάει ένα άρθρο της για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, περιγράφοντας αυτή τη σκηνή, σε δημοτικό σχολείο στο Καλπάκι Ιωαννίνων.

«Η ελληνική οικονομία δεν εξαρτάται πλέον από τα προγράμματα ούτε θεωρείται ότι θέτει σε κίνδυνο το ευρώ. Ομως, η χώρα μόλις τώρα ξεκινά να αντιμετωπίζει την επόμενη φάση της απειλής. Μία μείωση των γεννήσεων που έχει αυξήσει την πιθανότητα μιας συρρικνωμένης, αποδυναμωμένης Ελλάδας τα χρόνια που θα έρθουν», αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα.

Κατά τη διάρκεια της βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης της χώρας, η οποία άρχισε στα τέλη του 2009 και επιδεινώθηκε από το 2011 και μετά, τα ήδη χαμηλά ποσοστά γεννήσεων έπεσαν ακόμη περισσότερο, όπως έγινε και σε άλλες προβληματικές οικονομίες της νότιας Ευρώπης. Η Ελλάδα χτυπήθηκε και από έναν δεύτεροο παράγοντα, καθώς μισό εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα, πολλοί από αυτούς νέοι, πιθανοί μελλοντικοί γονείς. Παρόλο που η Ελλάδα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού κύματος από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, η πλειοψηφία των νέων αφίξεων μεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές της Ευρώπης και οι νεοφερμένοι δεν αντισταθμίζουν τις απώλειες.

«Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ύφεση της χώρας δημιούργησε τη μικρότερη γενιά της Ελλάδας μεταπολεμικά, παιδιά που φτάνουν τώρα σε ηλικία δημοτικού. Κάποια από αυτά πηγαίνουν στα σχολεία με παπούτσια και τσάντες από δεύτερο χέρι και είναι ακόμη στο πρώτο στάδιο κατανόησης της τρομακτικής εποχής στην οποία έχουν γεννηθεί», αναφέρει χαρακτηριστικά η Washington Post.
Το ποσοστό γεννητικότητας στην Ελλάδα, περίπου 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη και αρκετά κάτω από τον στόχο του 2,1 που απαιτείται για έναν σταθερό πληθυσμό, χωρίς να υπολογίζεται η μετανάστευση. Το ποσοστό γεννητικότητας ήταν σε ανάκαμψη πριν από την κρίση, φτάνοντας της 1,5 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2008. Πρόοδος που όμως έχει εξανεμιστεί πλέον, καθώς το ποσοστό έπεσε ξανά στα χαμηλά των τελών της δεκαετίας του ‘90 και των αρχών του 2000, σημειώνει το δημοσίευμα.

Κάποιες χώρες, μετά τέτοιου είδους οικονομικές κρίσεις, είδαν γρήγορη ανάκαμψη στο ποσοστό γεννήσεων. Αυτό όμως είναι απίθανο να συμβεί στην Ελλάδα, δηλώνει στην Washington Post ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, καθώς ακόμη και πριν την κρίση η μέση Ελληνίδα δεν έκανε παιδιά πριν από τα 31. Κάποιες γυναίκες που ανέβαλαν την εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της ύφεσης έχασαν εντελώς την ευκαιρία να γίνουν μητέρες. Το αποτέλεσμα είναι η ύφεση να έχει μειώσει μόνιμα το μέγεθος της νεότερης ελληνικής γενιάς, αλλά και τη «δεξαμενή» των γονιών για τα χρόνια που θα έρθουν. «Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες», τονίζει ο καθηγητής.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό. Εξαιτίας της «εξόδου» των νέων, που πιθανόν στο μέλλον να γίνονταν γονείς, ο αριθμός των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα έχει πέσει ακόμη πιο δραματικά από ότι το ποσοστό γεννητικότητας, φτάνοντας σε ιστορικά χαμηλά. Το 2009, πριν από τις πιο σφοδρές περιόδους της κρίσης, έγιναν 118.000 γεννήσεις στην Ελλάδα. Από τότε, ο αριθμός πέφτει σταθερά, και έχει επισκιαστεί για τα καλά από τον αριθμό των θανάτων. Το 2017, ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων ήταν 88.500, ο χαμηλότερος που έχει καταγραφεί.

«Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Κοτζιαμάνης.

Με πληροφορίες από Πρώτο Θέμα και Capital