Tι δείχνει νέα έρευνα του Εurofound (Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας) για το πώς ο κατώτατος μισθός επιδρά στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Σύμφωνα με το in, το πλέον δυσάρεστο είναι ότι στην Ελλάδα οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν μια μειοψηφία των εργαζομένων – μόλις 28% των μισθωτών δυνητικά και 20% στην πράξη.
Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι οι εθνικοί κατώτατοι μισθοί έχουν θετική επίδραση στην αύξηση των διαπραγματευόμενων μισθών.
Τονίζεται παράλληλα ότι απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός των πολιτικών για τον κατώτατο μισθό, για να αποφευχθεί η εκτόπιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ιδίως σε τομείς με χαμηλές αμοιβές.
Δείτε επίσης Μητσοτάκης: Τι αλλάζει μέχρι το 2027 σε κατώτατο και μέσο μισθό
Ο κατώτατος μισθός διαδραματίζει βασικό ρόλο στη βελτίωση των μισθών στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, αλλά έχει δευτερογενείς επιδράσεις σε όλη τη μισθολογική κλίμακα.
Ανεπαρκείς οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό
Ενώ το Εurofound εξαίρει τον θετικό ρόλο του κατώτατου μισθού στην ΕΕ, στην Ελλάδα, όπως διαπιστώνει έρευνα του οργανισμού Διανέοσις, παρά τις αυξήσεις, δεν ενισχύθηκε σημαντικά η αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εργαζομένων.
Οι παρατηρήσεις της Διανέοσις για τον κατώτατο μισθό συμπεριλαμβάνονται σε εκτενή έρευνα για την επιδοματική πολιτική στην Ελλάδα, στο κεφάλαιο για την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Όπως αναφέρεται, ενώ την περίοδο 2000-2009 ο ελληνικός πραγματικός κατώτατος μισθός εξελίχθηκε ανοδικά σε ποσοστό 20%, στα μέσα του 2012 υποβαθμίστηκε κατά τουλάχιστον 20%, και την ίδια στιγμή θεσπίστηκε και ένας υπο-κατώτατος μισθός για νέους μέχρι τα 25 έτη (511 ευρώ).
Επίσης τονίζεται, ότι ενώ μέχρι το 2012, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα προέκυπτε μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, το 2012 ο νέος μηχανισμός «υποβάθμισε τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και έκτοτε προκύπτει μέσα από κυβερνητική απόφαση».
Ειδική μνεία γίνεται στις ευρωπαϊκές οδηγίες για την για την επάρκεια των κατώτατων μισθών και την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στα κράτη μέλη που αυτές καλύπτουν λιγότερο από το 80% των εργαζομένων.
Η Ελλάδα, ακολουθώντας σταδιακά αυτή την κατεύθυνση, αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 7,5% το 2022, φέρνοντάς τον στην έβδομη υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Οι επόμενες αυξήσεις ενίσχυσαν περαιτέρω το επίπεδό του: από 650 ευρώ το 2019, αυξήθηκε σε 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, σε 713 ευρώ τον Μάιο του 2022, σε 780 ευρώ τον Απρίλιο του 2023 και σε 830 ευρώ από τον Απρίλιο του 2024.
Δείτε επίσης Κατώτατος μισθός: ΑΥΤΟΙ είναι οι κερδισμένοι
Συνολικά, από το 2019, η αύξηση ανήλθε στα 180 ευρώ (27,7%). Παρά την άνοδο αυτή, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην ενδέκατη θέση μεταξύ των 22 κρατών-μελών της ΕΕ που διαθέτουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό.
Όπως προκύπτει από σχετικό διάγραμμα, το πραγματικό ύψος του κατώτατου μισθού σε όρους αγοραστικής δύναμης του 2019, είναι μόλις 700 ευρώ.
Τι συμβαίνει στην ΕΕ
Τα εμπειρικά ευρήματα του Eurofound – σε δείγμα περίπου 700 συλλογικών συμβάσεων σε τομείς με χαμηλές αμοιβές σε 17 κράτη μέλη της ΕΕ μεταξύ 2015 και 2022 – δείχνουν ότι όταν αυξάνεται ο εθνικός κατώτατος μισθός, ενισχύεται και ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα, ανεβαίνει το «κατώφλι» στις αμοιβές που συμφωνούνται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, ιδίως σε κλάδους με χαμηλές αμοιβές/
Στην έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο βασικός παράγοντας που αυξάνει την πιθανότητα υπογραφής νέας ΣΣΕ (εκτός από το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την προηγούμενη), είναι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθο.
Αντίθετα, ο πληθωρισμός και η ανεργία δεν διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στην πιθανότητα υπογραφής νέας ΣΣΕ.
Πώς ο κατώτατος μισθός επηρεάζει τις ΣΣΕ
Σύμφωνα με τα μοντέλα της μελέτης του Eurofound, όταν ο κατώτατος μισθος αυξηθεί 1%, αντιστοιχεί σε αύξηση 0,22% στον νέο διαπραγματευόμενο μισθό.
Ο κατώτατος μισθός όμως επηρεάζει και τις απαιτήσεις των εργαζομένων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Για παράδειγμα, όταν αυξάνεται ο κατώτατος μισθός, αυξάνεται το «κατώφλι για τους χαμηλόμισθους». Όμως την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι που προηγουμένως κέρδισαν λίγο παραπάνω από τον κατώτατο, τώρα έχουν υψηλότερες απαιτήσεις, για να διατηρήσουν τη θέση τους στη μισθολογική κλίμακα.
Αυτό μπορεί να ασκήσει πρόσθετη πίεση στα συνδικάτα και τους εργοδότες, συμπεριλαμβανομένης της πίεσης για αύξηση των μισθών και των εργαζομένων με υψηλότερες δεξιότητες.
Αυτή η δευτερογενής επίδραση ενισχύεται από τον αντίκτυπο των αυξήσεων του κατώτατου μισθού στη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων. Όταν αυξάνεται ο εθνικός κατώτατος μισθός, το χάσμα μεταξύ των μισθών που διαπραγματεύονται τα συνδικάτα και του εθνικού κατώτατου μισθού μειώνεται. Τα συνδικάτα μπορούν να το χρησιμοποιήσουν ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις, υποστηρίζοντας ότι οι μισθοί των μελών τους πρέπει να αντανακλούν τις υψηλότερες δεξιότητες και την εμπειρία τους σε σύγκριση με τους ανειδίκευτους εργαζόμενους.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί επομένως να οδηγήσει σε αυξανόμενες απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών, παροχές και βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Τι συνέβη στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η αύξηση του κατώτατου μισθού οδήγησε μεν σε βελτίωση στα κατώτατα κλιμάκια, όμως δεν είχε παρά ελάχιστη θετική επίδραση στα μεσαία μισθολογικά κλιμάκια. Έρευνα της ΤτΕ διαπισώνει ότι η «διάχυση» της αύξησης του κατώτατου μισθού (spill over effect), φτάνει το πολύ μέχρι τους μισθούς των 1350 ευρώ μικτά (1050 καθαρά).
Από εκεί και πάνω οι μισθοί δεν επηρεάζονται καθόλου ή επηρεάζονται ελάχιστα. Έτσι βλέπουμε μεν μια μετατόπιση από την κατώτερη προς τη μεσαία κλίμακα της μισθολογικής πυραμίδας, όμως η πλειοψηφία των εργαζομένων εξακολουθεί να έχει μισθό κάτω από 1000 ευρώ καθαρά.