Σε επίπεδο 7μήνου οι εισπράξεις ακόμη υπολείπονται από το 2019, ωστόσο η «ψαλίδα» ανάμεσα στο 2022 και το 2019 κλείνει, όσο μπαίνουν στο ζύγι οι μήνες της καρδιάς του καλοκαιριού.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος για το ισοζύγιο πληρωμών Ιουλίου 2022, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις του φετινού Ιουλίου ανήλθαν σε 3,723 δισ. ευρώ έναντι 3,64 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2019.

Συνεπως ο φετινός Ιούλιος ξεπέρασε στο… νήμα, δηλαδή κατά 83 εκατομμύρια ευρώ τον Ιούλιο της χρονιάς – ρεκόρ, δηλαδή του 2019.
Στα 305 εκ. ευρώ η διαφορά με το 2019

Αυτή η επίδοση έχει ως συνέπεια να μειώνεται η απόσταση από το 2019 σε επίπεδο χρονιάς.

Για την ακρίβεια στο 7μηνο οι ταξιδιωτικές εισπράξεις του 2022 ανέρχονται σε 8,849 δισ. ευρώ έναντι 9,154 δισ. στο 7μηνο του 2019. Η «ψαλίδα» πλέον έχει μειωθεί στα 305 εκ. ευρώ και μένει να αποδειχτεί αν ο Αύγουστος θα είναι αρκετά ανοδικός ώστε να σπάσει το ρεκόρ του 2019 σε επίπεδο χρόνου.

Τα στατιστικά στοιχεία για το Ισοζύγιο Πληρωμών του μηνός Αυγούστου 2022 θα ανακοινωθούν στις 21 Οκτωβρίου 2022.
Αυξήθηκε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Αύξηση κατά 2,9 δισ. ευρώ εμφάνισε το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών της χώρας στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί τα 9,7 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών.

Αναλυτικότερα, οι εξαγωγές σημείωσαν αύξηση κατά 39,9% σε τρέχουσες τιμές (5,3% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές κατά 47,6% σε τρέχουσες τιμές (21,6% σε σταθερές τιμές).

Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές και οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 26,6% και 30,9% αντίστοιχα (10,0% και 22,0% σε σταθερές τιμές).
«Πετάει» ο τουρισμός

Στο μέτωπο του τουρισμού, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 87,3% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 62,7% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2021. Σημειώνεται ότι σε σχέση με τον Ιούλιο του 2019, οι αφίξεις ανήλθαν στο 93,0% και οι εισπράξεις ξεπέρασαν οριακά το αντίστοιχο επίπεδο. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου μεταφορών αυξήθηκε λόγω της βελτίωσης του πλεονάσματος του ισοζυγίου θαλάσσιων μεταφορών.

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου κεφαλαίων σχεδόν τριπλασιάστηκε σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021 και διαμορφώθηκε σε 2,0 δισεκ. ευρώ, κυρίως λόγω της αύξησης των καθαρών εισπράξεων του τομέα της γενικής κυβέρνησης.

Οι παραπάνω εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα το έλλειμμα στο συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων – το οποίο αντιπροσωπεύει τις ανάγκες της οικονομίας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό – να αυξηθεί κατά 1,6 δισεκ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 και διαμορφώθηκε σε 7,8 δισεκ. ευρώ.

Στο Ισοζύγιο Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών, στην κατηγορία των άμεσων επενδύσεων, οι απαιτήσεις των κατοίκων έναντι του εξωτερικού σημείωσαν αύξηση κατά 1,1 δισεκ. ευρώ και οι υποχρεώσεις των κατοίκων έναντι του εξωτερικού, που αντιστοιχούν σε άμεσες επενδύσεις μη κατοίκων στην Ελλάδα, κατέγραψαν αύξηση κατά 4,1 δισεκ. ευρώ.

Στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, η καθαρή αύξηση των απαιτήσεων των κατοίκων έναντι του εξωτερικού οφείλεται κυρίως στην άνοδο κατά 9,6 δισεκ. ευρώ των τοποθετήσεων κατοίκων σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του εξωτερικού. Η καθαρή αύξηση των υποχρεώσεών τους οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην άνοδο κατά 2,2 δισεκ. ευρώ των τοποθετήσεων μη κατοίκων σε ελληνικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια.

Στην κατηγορία των λοιπών επενδύσεων, η μείωση των απαιτήσεων των κατοίκων έναντι του εξωτερικού οφείλεται στη μείωση κατά 4,7 δισεκ. ευρώ των τοποθετήσεων κατοίκων σε καταθέσεις και repos στο εξωτερικό, η οποία αντισταθμίστηκε μερικώς από τη στατιστική προσαρμογή που συνδέεται με την έκδοση τραπεζογραμματίων (κατά 3,1 δισεκ. ευρώ).

Η αύξηση των υποχρεώσεών τους αντανακλά κυρίως την άνοδο κατά 8,6 δισεκ. ευρώ των τοποθετήσεων μη κατοίκων σε καταθέσεις και repos στην Ελλάδα (περιλαμβάνεται και ο λογαριασμός TARGET) και τη στατιστική προσαρμογή που συνδέεται με την έκδοση τραπεζογραμματίων (κατά 3,1 δισεκ. ευρώ), η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από τη μείωση κατά 3,9 δισεκ. ευρώ των δανειακών υποχρεώσεών τους προς μη κατοίκους.