: Αυξήσεις έως 20% στα συμβόλαια με δήθεν «προσφορές» – Χιλιάδες συνδρομητές των εταιρειών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

Πιο αναλυτικά, μετά το «stop» στην αιτούμενη αναπροσαρμογή των συμβολαίων από την κυβέρνηση, οι πάροχοι τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προχωρούν σε άμεσες αυξήσεις των τιμολογίων. Για το σύνολο των συμβολαίων που λήγουν, προτείνουν στους πελάτες τους νέα αυξημένα τιμολόγια.

Το επιχείρημα των παρόχων είναι ότι μετά τη λήξη της προσφοράς, προτείνουν συνέχιση στο ίδιο πρόγραμμα με αύξηση της τιμής, έως και 20% σε σχέση με τις προηγούμενες χρεώσεις!

Παραδείγματος χάρη προτείνει να συνεχίσετε στο ίδιο πρόγραμμα αλλά με μια αύξηση, π.χ. 4 ως 7 ευρώ σε ένα πακέτο που πριν προσφερόταν στα 24 έως 27 ευρώ/μήνα.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat, οι τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον 50% ακριβότερες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Τα Νέα», όσον αφορά τις εκπτώσεις, οι νέες αυξήσεις που προτείνουν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι επηρεάζουν κυρίως τους συνδρομητές που είχαν συμβόλαια με έκπτωση στο παρελθόν.

Ωστόσο, καθώς σχεδόν όλοι οι καταναλωτές απέκτησαν τις συνδέσεις τους μέσω προσφορών, οι αυξήσεις αφορούν όλους τους συνδρομητές. Ορισμένες εταιρείες καλούν τους συνδρομητές να επωφεληθούν από μια ειδική προσφορά πριν τη λήξη του συμβολαίου τους, προσφέροντάς τους μια αύξηση της χρέωσης έως και 20%. Συστήνουν στους συνδρομητές να αξιοποιήσουν αυτήν την προσφορά άμεσα, δεδομένου ότι δεν θα είναι διαθέσιμη για πολύ καιρό.

Ο συνδρομητής, ανεξαρτήτως εάν είχε λάβει υπηρεσίες με έκπτωση ή όχι από τον τιμοκατάλογο, δεν υποχρεούται να αποδεχθεί την προτεινόμενη αύξηση. Αν το συμβόλαιό του έχει λήξει, μπορεί να αιτηθεί αζήμια για τον ίδιο και να μεταφέρει τη σύνδεσή του σε άλλο πάροχο (φορητότητα).

Φυσικά, οι εταιρείες είναι επίσης ελπιδοφόρες για την «αδράνεια» του καταναλωτή. Αν ο τελευταίος αποφασίσει να ζητήσει αλλαγή παρόχου, είναι πολύ πιθανό να επιστρέψει στην αρχική προσφορά, δηλαδή στην που ίσχυε τους τελευταίους 12, 18 ή 24 μήνες.

Πρόκειται για μια κατάσταση που δεν είναι άγνωστη, καθώς οι πάροχοι έχουν επιχειρήσει πολλές φορές να αυξήσουν τις τιμές τους. Η προηγούμενη προσπάθεια για τιμαριθμική αναπροσαρμογή των τιμολογίων τους το περασμένο καλοκαίρι αποτελεί ένα παράδειγμα.

Ωστόσο, αυτή η αίτηση απορρίφθηκε, καθώς η κυβέρνηση πίεζε τις εταιρείες να μειώσουν τα κόστη των υπηρεσιών τους. Η Ελλάδα είναι διεθνώς γνωστή για τα υψηλά κόστη τηλεπικοινωνιών, παρά τη χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται.

Οι διεθνείς οργανισμοί (όπως η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ, η Ookla κ.λπ.) έχουν κατατάξει τη χώρα μας στην 27η θέση στην Ευρώπη και περίπου στην 100ή θέση παγκοσμίως, ένα γεγονός που είναι ενδεικτικό της κατάστασης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ταχύτητα σύνδεσης στο διαδίκτυο, όπου οι πραγματικές ταχύτητες είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις διαφημιζόμενες.

Σε περιπτώσεις όπου παρουσιάζονται οι ακόλουθες αποκλίσεις, ο συνδρομητής έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβασή του χωρίς κόστος, αν το πρόβλημα δεν διορθωθεί εντός 30 ημερών:

Στα σταθερά δίκτυα: Αποκλίσεις μεγαλύτερες του 30% για τα ADSL δίκτυα και 20% για τις υπόλοιπες τεχνολογίες (π.χ. VDSL, Fiber To The Home – FTTH) από την τιμή της ελάχιστης ταχύτητας.

Στα κινητά δίκτυα: Αποκλίσεις μεγαλύτερες του 10% από την τιμή της μέγιστης ταχύτητας, σύμφωνα με τις συνθήκες που προβλέπει ο Εθνικός Κανονισμός Ανοικτού Διαδικτύου – ΕΚΑΔ (μέτρηση όταν ο χρήστης βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο και εφόσον δεν κινείται με όχημα).

Το 2020, η κυβέρνηση προσέφερε συνειδητά ολόκληρο το φάσμα των συχνοτήτων για τα δίκτυα 5ης γενιάς με τιμή 370 εκατομμύρια ευρώ, με στόχο τη βελτίωση των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και των δικτύων. Στην Πορτογαλία, παρόμοιο φάσμα συχνοτήτων διατέθηκε για περίπου 570 εκατομμύρια ευρώ.