| Μια πρώτη αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 7ης Ιουλίου έκαναν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Νίκος Μαραντζίδης και Ιωάννης Κωνσταντινίδης και ο αναλυτής και επικοινωνιολόγος Μάνος Σιφονιός.

Η καθαρή εκλογική νίκη με αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας, η διάψευση των εκτιμήσεων για χαμηλότερο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές, μετά την ετυμηγορία της κάλπης στις ευρωεκλογές, η ηχηρή επιστροφή του δικομματισμού και το γρήγορο «ξεφούσκωμα» της Χρυσής Αυγής, βρέθηκαν στο επίκεντρο των τοποθετήσεών τους.

Ακολουθούν τα κυριότερα σημεία των εκτιμήσεων που διατύπωσαν μιλώντας στο «Πρακτορείο FM του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας ΠΑΜΑΚ

«Ο ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία, αποτελεί τον εναλλακτικό πόλο σε αυτό το δικομματικό σκηνικό»

Σαφέστατα κερδισμένος είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος όχι μόνο γίνεται πρωθυπουργός με αυτοδύναμη πλειοψηφία, αλλά η πλειοψηφία αυτή είναι τέτοιου μεγέθους μέσα σε εξακομματική Βουλή, που κατά κάποιο τρόπο του επιτρέπει να εφαρμόσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί ότι πρέπει να εφαρμόσει”, σημειώνει αναλύοντας τα κύρια πολιτικά δεδομένα που προκύπτουν από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ).

Κατά τον κ.Μαραντζίδη έχουμε μια «επιστροφή του δικομματισμού και με αυτή την έννοια και νίκη -σίγουρα όχι του προηγούμενου μεγέθους, αλλά νίκη- του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος έκανε την έκπληξη, πήγε δηλαδή τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές εκεί όπου ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι του κόμματός του δεν θα πιστεύανε».

Θεωρούσαμε δηλαδή (σ.σ η επιστημονική ομάδα του κ.Μαραντζίδη) ότι περίπου το 30% με 30,5% ήτανε η οροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός όμως πήγε μια μονάδα πέρα από αυτό και έτσι οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πηγαίνουμε προς έναν δικομματισμό που θυμίζει τα προ κρίσης ποσοστά στη χώρα μας, με το 71% αθροιστικά, δικομματισμό που είναι λοιπόν πάρα πολύ υψηλά».

Κατά τον καθηγητή του ΠΑΜΑΚ πρόκειται «για ένα ποσοστό που είχαμε να δούμε από τις εκλογές του 2009» και έτσι «το κυβερνητικό κόμμα έχει την ευχέρεια σε κάποιους τομείς να διαμορφώσει και να εφαρμόσει το πρόγραμμα του».

Ο κ. Μαραντζίδης διατυπώνει ακόμη την εκτίμηση πως την ίδια ώρα «ο ΣΥΡΙΖΑ καθιερώνεται ως βασική εναλλακτική δύναμη μέσα στο πολιτικό σύστημα», κάτι που σύμφωνα με τον Έλληνα επιστήμονα «ήταν και ένα ερώτημα που μόνιμα πλανιόταν τα προηγούμενα χρόνια».

Το ερώτημα «ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ για να μείνει ή είναι ένα κόμμα της κρίσης που θα ξεφουσκώσει με τη δυσαρέσκεια που θα εισπράξει φεύγοντας από την κυβέρνηση; θα καταρρεύσουν τα ποσοστά του στις επερχόμενες εκλογές;”, ήταν ένα ερώτημα στο οποίο “δόθηκε η απάντηση καθώς η απάντηση των ευρωεκλογών ήταν αμφίσημη”. Κι αυτό διότι είχε πράγματι πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ “ένα ποσοστό με το οποίο να θεωρείται ο βασικός αντιπολιτευτικός πόλος, πλην όμως το 23,75% που είχε πάρει εκεί ήταν σε ένα οριακό επίπεδο, αφού αν τα ποσοστά πήγαιναν στις εθνικές εκλογές λίγο πιο κάτω, θα συζητούσαμε διαφορετικά σήμερα, αν πήγαιναν λίγο πιο πάνω θα μπορούσαμε να κάνουμε μια σειρά από σκέψεις και τελικά πήγε αρκετά έως πολύ πάνω από το ποσοστό των ευρωεκλογών”, τονίζει ο κ.Μαραντζίδης.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αποτελεί τον εναλλακτικό πόλο σε αυτό το δικομματικό σκηνικό» αναφέρει.

Τρίτο πιο σημαντικό συμπέρασμα, σύμφωνα με τον κ.Μαραντζίδη, είναι αυτό που μπορεί να εξαχθεί από το αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τα μικρά κόμματα.

«Δεν ήταν η χρονιά των μικρών κομμάτων και αυτό είναι κάτι που ξέραμε από καιρό. Ξέραμε πως τα μικρά κόμματα δεν θα κερδίσουν από την πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και πιθανότατα -όπως και έγινε τελικά- θα χάσουν και άρα θα έχουμε και μικρότερη εκπροσώπηση τους στο ελληνικό κοινοβούλιο από πλευράς αριθμού. Για μερικά από αυτά τα μικρά κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή έχουμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε που δεν βρίσκεται στο κοινοβούλιο, ενώ κόμματα όπως το ΚΙΝΑΛ εγκλωβίστηκαν σε μια αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρητορική. Το ΚΙΝΑΛ, αν ψήφιζε τον εκλογικό νόμο με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την απλή αναλογική, θα είχε μεγαλύτερο ρόλο να επιτελέσει στο επόμενο διάστημα» τονίζει ο κ.Μαραντζίδης. «Τα δύο κύρια κόμματα, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι οι πρωταγωνιστές στο επόμενο διάστημα» σημειώνει.
Μάνος Σιφονιός, επικοινωνιολόγος, αναλυτής

«Όποια παράταξη στον άξονα δεξιά-αριστερά καταφέρει και συσπειρώσει τον χώρο της, κερδίζει και τις εκλογές»

«Είχαμε μία καθαρή, εκλογική, πολιτική νίκη της ΝΔ, αλλά ταυτόχρονα δεν είχαμε -όπως πιθανόν καλώς ή κακώς αναμενόταν- μια στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε ειπωθεί. Κι εδώ υπάρχει ένα στοιχείο ψυχολογίας. Από τη μία πλευρά, δεν υπερβήκαμε το ψυχολογικό όριο του 40%, από την άλλη πλευρά υπερβήκαμε ένα ψυχολογικό και μάλλον όχι αναμενόμενο όριο του 30%» σημειώνει ο Μάνος Σιφονιός, ειδικός επικοινωνιολόγος, που τονίζει πως το τελικό αποτέλεσμα “δημιουργεί κατά κάποιο τρόπο ένα κούμπωμα, χωρίς να αμφισβητεί βέβαια κανείς την καθαρότητα της νίκης, μαζί με μια αυτοδύναμη κυβέρνηση”.

Επίσης, δεν επιβεβαιώθηκε σύμφωνα με τον κ.Σιφονιό, «μια παραδοσιακή προσέγγιση, ότι όταν ακολουθούν εθνικές εκλογές μετά τις ευρωεκλογές, η διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο διευρύνεται. Και μάλιστα διευρύνεται μερικές φορές δραματικά. «Εδώ δεν συμβαίνει αυτό. Θα αναζητήσουμε τους λόγους. Ίσως επειδή τις τελευταίες μέρες οι αρχηγοί το πήραν πάνω τους. Στην περίπτωση του κ. Τσίπρα φάνηκε ότι υπήρχαν τα περιθώρια και δεξαμενές, έκανε σίγουρα καλό η εμφάνισή του στον ΣΚΑΙ, αυτό που λέμε “τσίμπησε” κάποιες μονάδες από εκεί, ίσως όχι από ψηφοφόρους που ήταν ταγμένοι τι θα ψηφίσουν, αλλά ίσως από κάποιους απογοητευμένους πάλαι ποτέ ψηφοφόρους του, οι οποίοι δεν τον είχαν στηρίξει στις ευρωεκλογές, όχι γιατί στήριξαν κάτι άλλο, αλλά γιατί απλώς δεν είχαν πάει να τον ψηφίσουν. Τους σήκωσε από τον καναπέ και τους έφερε στην κάλπη μαζί του» σημειώνει ο ειδικός στην επικοινωνία.

«Δεν έπεσαν έξω οι δημοσκοπήσεις γιατί δεν μπορεί να έπεσαν μέσα στις ευρωεκλογές και σαράντα μέρες μετά να πέφτουν έξω, άρα αυτό ενισχύει (την εκτίμηση) ότι υπήρχε μια βουβή δεξαμενή, από την οποία άντλησε κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ. Από εκεί και πέρα αποδεικνύεται ότι όποια παράταξη στον άξονα δεξιά-αριστερά καταφέρει και συσπειρώσει τον χώρο της, κερδίζει και τις εκλογές. Γιατί αν δείτε το αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ και αν το αθροίσετε με το 3,5% του ΜΕΡΑ25 φτιάχνεται ένα 35% και μπορείτε να το συγκρίνετε με το 35,5% που είχε πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015» αναφέρει στην ανάλυσή του.

Σε ό,τι αφορά τα μικρότερα κόμματα δε ο κ.Σιφονιός δεν παραλείπει να σημειώσει πως “είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τους δημοκράτες που δεν πέρασε η ΧΑ το όριο του 3%” και σε ό,τι αφορά τις δεξαμενές ψηφοφόρων εκτιμά πως το Ποτάμι “φαίνεται ότι μοίρασε τα ιμάτιά του 2% στο ΚΙΝΑΛ και 2% πιθανότατα στη ΝΔ, οι ΑΝΕΛ έδωσαν 3% στη ΝΔ και ίσως το υπόλοιπο στην Ελληνική Λύση”. Φαίνεται ότι η κεντροδεξιά προσέγγιση συσπειρώνεται κάτω από την ομπρέλα της ΝΔ. Ο δικομματισμός πέρασε το 70% που δεν ήταν αναμενόμενο. Η ελληνική κοινωνία φαίνεται ότι θέλει λίγο πιο σταθερές κυβερνήσεις και δεν κατακερματίζει την ψήφο σε πολλούς μνηστήρες”, καταλήγει.
Ιωάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής ΠΑΜΑΚ

«Οι Έλληνες ικανοποιούνται πίσω από ένα δίπολο μεταξύ ενός κόμματος που επιβραβεύουμε και ενός κόμματος που τιμωρούμε»

Στην μερική διάψευση των εκτιμήσεών του «περί ενός χαμηλότερου ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ», αναφέρθηκε μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ, “Πρακτορείο 104,9 FM” ο αναπληρωτής καθηγητής του ΠΑΜΑΚ, Ιωάννης Κωνσταντινίδης, ερωτηθείς για την πρώτη κύρια εκτίμησή του. «Εν πολλοίς, σε ό,τι αφορά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του αποτελέσματος αυτά θα τα χαρακτήριζα αναμενόμενα, η ΝΔ με τον αέρα της νίκης του Μαΐου θα κέρδιζε τα λεγόμενα “λοιπά κόμματα”, ψήφους που θα έρχονταν στο πλαίσιο ενός κεντρικού αγώνα για την κυβέρνηση, κόμματα που θα βρίσκονταν πλησίον της ΝΔ, είτε στα δεξιά της είτε στο κέντρο» προσέθεσε ο κ.Κωσταντινίδης.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο δεν φαινόταν δυνατόν να κερδίσει τόσες ψήφους όσες τελικά κέρδισε, κυρίως γιατί υπήρχε η εκτίμηση ότι αριθμός των ψηφοφόρων του 2015 θα έμεναν στο σπίτι τους, όπως άλλωστε έμειναν και στις ευρωεκλογές, με τους ανθρώπους αυτούς, που βρίσκονταν μεταξύ αποχής και παραμονής στον ΣΥΡΙΖΑ, να επιλέγουν τελικά το δεύτερο και έτσι να οδηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ποσοστό υψηλότερο από το αναμενόμενο” σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ.Κωσταντινίδης. Αναλύοντας δε τα τελικά αποτελέσματα ο κ.Κωσταντινίδης προσέθεσε και πως αξιοσημείωτο είναι αφενός “το γρήγορο ξεφούσκωμα της Χρυσής Αυγής. κάτι όμως όχι απροσδόκητο, κάτι που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στην τεκμηριωμένη στα μάτια της κοινής γνώμης, παρότι δεν έχει τελεσιδικήσει, ενοχή της για εγκληματικές πράξεις”.

Κατά δεύτερον ο κ.Κωσταντινίδης στάθηκε -σε ό,τι αφορά την ανάλυση του αποτελέσματος των εθνικών εκλογών- στην ισχύ του δικομματισμού, η οποία “ακόμη και σε συνθήκες των εκλογών-σεισμού του 2012 δεν θα πρέπει να μας εντυπωσιάζει” όπως χαρακτηριστικά σημείωσε. “Περιμέναμε να επέλθει κάποια στιγμή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μια ισορροπία στην Ελλάδα, που τελικά όντως μετά από επτά χρόνια τη βλέπουμε να έρχεται με πολύ καθαρό τρόπο, καθώς σήμερα πια τα δύο κόμματα φτάνουν στο 70% περίπου του εκλογικού σώματος”, αναφέρει ο κ.Κωσταντινίδης, που διευκρινίζει πως ο δικομματισμός είναι πάλι ισχυρός, με την ερμηνεία πίσω από το αποτέλεσμα να “βρίσκεται στο ότι οι Έλληνες ικανοποιούνται πίσω από ένα δίπολο μεταξύ ενός κόμματος που επιβραβεύουμε και ενός κόμματος που τιμωρούμε, συνήθως δε, τιμωρούμε πολύ συχνότερα από ό,τι επιβραβεύουμε το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα”.

“Σε έναν τέτοιο συλλογισμό μάς είναι αρκετά δύο κόμματα, όποια και αν είναι αυτά. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ελληνικό σύστημα δεν θα υποχωρήσει από αυτή τη θέση” καταλήγει ο κ.Κωσταντινίδης, που μάλιστα μίλησε και για μια “αδυναμία του ΚΙΝΑΛ να αντιμετωπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ στο αριστερό ημισφαίριο του πολιτικού συστήματος”, απόρροια του ότι “ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εγκατασταθεί ως ένα από τα κόμματα αναφοράς, που είτε επιβραβεύουμε είτε τιμωρούμε, κάτι που δεν θα αλλάξει εύκολα, με τα τρίτα κόμματα να έχουν ένα συμπληρωματικό ρόλο”.

Λέμε ότι ο δικομματισμός είναι ένα “εύκολο στη χρήση”, user friendly σύστημα, σύστημα που είναι και ‘στο DNA’ του Έλληνα και έτσι ξεκινούν όντως με ένα πλεονέκτημα τα δύο ισχυρότερα κόμματα, γιατί ακριβώς προϋπάρχει αυτή η ευκολία» καταλήγει ο αναπληρωτής καθηγητής του ΠΑΜΑΚ.