Μια ακόμη αιφνιδιαστική και αμφιλεγόμενη κίνηση καταγράφεται στον ήδη ταλαιπωρημένο χάρτη της αγοράς, καθώς οι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε πανελλαδική επ’ αόριστον, από την Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2026.

Η απόφαση, που παρουσιάζεται ως «μονόδρομος», προβάλλεται από τις Ομοσπονδίες πωλητών και παραγωγών ως πράξη αντίστασης απέναντι στην ακρίβεια και τη φορολογική πίεση. Ωστόσο, για χιλιάδες καταναλωτές, η συγκεκριμένη κίνηση μοιάζει περισσότερο με αυτογκόλ σε βάρος της κοινωνίας, σε μια περίοδο όπου η πρόσβαση σε προσιτά προϊόντα είναι κρίσιμη.

Οι εκπρόσωποι των Ομοσπονδιών υποστηρίζουν ότι «οι λαϊκές αγορές δεν αντέχουν άλλο», κατηγορώντας την Πολιτεία για πολιτικές που αυξάνουν το κόστος παραγωγής και διακίνησης. Παράλληλα, δηλώνουν ότι «στέκονται στο πλευρό των αγροτών», επιχειρώντας να συνδέσουν την απεργία με τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Όμως, η πραγματικότητα είναι πως η ολική παύση λειτουργίας των λαϊκών αγορών στερεί από τα νοικοκυριά μια από τις τελευταίες εναπομείνασες πηγές οικονομικών επιλογών, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τους πολίτες που ήδη δοκιμάζονται.

Τα αιτήματα που προβάλλονται -η ακρίβεια, το κόστος παραγωγής, ο τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης, η πρόσθετη επιβάρυνση 10%, το ηλεκτρονικό δελτίο αποστολής και οι τροποποιήσεις του Ν. 4849/2021- αποτελούν πράγματι ζητήματα που χρήζουν συζήτησης. Ωστόσο, η επιλογή της επ’ αόριστον απεργίας, φέρεται να δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσο οι πωλητές επιδιώκουν λύσεις ή απλώς μετακυλούν το βάρος στους καταναλωτές. Όπως σχολιάζουν στελέχη της αγοράς, «η απεργία δεν χτυπά την Πολιτεία, αλλά τον κόσμο που ψωνίζει καθημερινά στις λαϊκές».