Συνέντευξη στα “Νέα” και στη Μάρνυ Παπαματθαίου παραχώρησε  ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γ. . Μεταξύ άλλων στη συνέντευξή του είπε για το αν υπάρχει «μακεδονική γλώσσα» κι αν υπάρχει θέμα αναγνώρισης της «μακεδονικής γλώσσας» από το 1977 όπως ισχυρίζεται ο Πρωθυπουργός και έχει περιληφθεί στο άρθρο 1.3γ της Συμφωνίας των Πρεσπών

Υπάρχει όντως «μακεδονική γλώσσα»; Και πώς η γλώσσα μας καθορίζει την ταυτότητά μας; Στα ερωτήματα αυτά απάντησε μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γ. Μπαμπινιώτης. Είναι αυτός άλλωστε που γνωρίζει τι έγινε το 1977 με την αναγνώριση ή όχι της «μακεδονικής γλώσσας».

Και οι απαντήσεις του αναμένεται να ανοίξουν νέο κύκλο συζητήσεων. Στην ερώτηση της δημοσιογράφου Μάρνυς Παπαματθαίου αν υπάρχει «μακεδονική γλώσσα» κι αν υπάρχει θέμα αναγνώρισης της «μακεδονικής γλώσσας» από το 1977 όπως ισχυρίζεται ο Πρωθυπουργός και έχει περιληφθεί στο άρθρο 1.3γ της Συμφωνίας των Πρεσπών απαντά:

«Υπάρχει, βεβαίως, η γλώσσα που ομιλείται στα Σκόπια (νυν «Βόρεια Μακεδονία»), αλλά η γλώσσα αυτή είναι μια σλαβική γλώσσα, για την ακρίβεια βουλγαροσερβική, που ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών και γράφεται με το σλαβικό κυριλλικό αλφάβητο, μια γλώσσα που σκόπιμα επελέγη από τους Σκοπιανούς να φέρει το ψευδές όνομα «Μακεδονική» για να παραπέμπει στην ελληνική γλώσσα τής Μακεδονίας (αρχαία και νέα). Αυτό συμβαίνει γιατί η γλώσσα είναι στοιχείο ταυτότητας και όχι απλή ονομασία, άρα και κύριο συστατικό για την υποστήριξη μακεδονικής εθνότητας.

Το δεύτερο «χοντρό» κι εξίσου «σκόπιμο» ψεύδος των Σκοπιανών, που ανεπίτρεπτα υιοθέτησε η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα και δέχτηκε μάλιστα να περιληφθεί στη Συμφωνία, είναι ότι τάχα αναγνωρίστηκε επισήμως η σλαβική γλώσσα τής τότε Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας ως «Μακεδονική» σε μια Συνδιάσκεψη που συνήλθε στην Αθήνα το 1977. Αρα – προσέξτε καλπάζουσα φαντασία!.. – με κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε μια Συνδιάσκεψη του υπουργείου Πολιτισμού (με υπουργό τον στενό φίλο τού Κ. Καραμανλή, τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τρυπάνη), όχι του υπουργείου Εξωτερικών, όχι με μέλη τού Διπλωματικού Σώματος, όχι με τον υπουργό Εξωτερικών, όχι με ατζέντα αναγνώρισης εθνικών γλωσσών, με μόνο θέμα ατζέντας (συνέχειας άλλων Συνδιασκέψεων) το τεχνικό θέμα τού τρόπου μεταγραφής των γεωγραφικών ονομάτων των χωρών τού ΟΗΕ με λατινικό αλφάβητο («Romanisation of geographical names»), γλωσσολόγοι, γεωγράφοι και αρμόδιοι παράγοντες προέτειναν για κάθε χώρα (Κίνα, Ινδία, Ισραήλ, χώρες Σοβιετικής Ενωσης, Ελλάδα, Τουρκία, Αραβικές χώρες, Αφρικανικές χώρες και γενικά όσες δεν χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο) τρόπο μεταγραφής τής γλώσσας τους στο λατινικό αλφάβητο.

Συμμετέχοντας προσωπικά σε αυτή τη Συνδιάσκεψη μαζί με άλλους γλωσσολόγους έχω άμεση γνώση τού θέματος και έχω δημόσια δηλώσει ότι ουδεμία επίσημη αναγνώριση της σλαβικής γλώσσας των Σκοπίων ως Μακεδονικής υπήρξε, όπως ψευδώς ισχυρίστηκαν τελευταία οι Σκοπιανοί και αποδέχθηκαν οι έλληνες διαπραγματευτές. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα γινόταν σάλος στην Ελλάδα! Οτι, λοιπόν,  επί Γιουγκοσλαβίας, που υπήρχε ακόμη τότε, τα Σκόπια λέγονταν «Δημοκρατία τής Μακεδονίας» και οι ίδιοι ονόμαζαν τη γλώσσα τους «Μακεδονική» δεν σημαίνει ότι αναγνωρίστηκε επισήμως τότε από την Ελλάδα η χώρα τους ως Μακεδονία και η εθνότητα και η γλώσσα τους ως Μακεδονική! Αλήθεια (για να μην… ανοηταίνουμε), αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί το 1977 ή σε άλλες προηγούμενες Συνδιασκέψεις, τι ανάγκη θα υπήρχε επίσημης ανγνώρισης από την Ελλάδα τής χώρας, της γλώσσας και της εθνότητας των Σκοπιανών ως Μακεδονικών;»

Στην ερώτηση ποια ονομασία θα απέδιδε την πραγματικότητα σε σχέση με τη γλώσσα που αναγνωρίστηκε ως «Μακεδονική» ο καθηγητής τονίζει:

«Μα, οποιοδήποτε άλλο όνομα της δικής τους επιλογής: Βουλγαροσερβική ή Σερβοβουλγαρική ή Βουλγαρομακεδονική ή Σλαβική τής Ανατολικής Βαλκανικής ή Νεοσλαβική ή Σλαβομακεδονική ή Μακεδονοσλαβική ή ό,τι άλλο θέλουν. Οχι Μακεδονική!»

Μπορεί να τεθεί θέμα μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα με βάση τη γλώσσα που αναγνωρίσαμε ως Μακεδονική με τη Συμφωνία των Πρεσπών; Τι σχέση έχει με τα λεγόμενα «σλαβομακεδόνικα»;

Το ότι ένας ελάχιστος αριθμός κατοίκων μικρών συνοριακών περιοχών, με αδιαμφισβήτητη ελληνική συνείδηση, παράλληλα προς την Ελληνική – εφόσον πρόκειται για άτομα κάποιας ηλικίας – μιλούν μεταξύ τους – όχι στην ευρύτερη επικοινωνία τους – και τα λεγόμενα «σλαβομακεδόνικα», δεν σημαίνει ότι συνιστούν ή μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας», όπως δεν συνιστούν εθνικές μειονότητες μικρές ομάδες ελλήνων πολιτών οι οποίοι (σε κάποιες μορφές οικείας επικοινωνίας) μιλούν τα αρβανίτικα ή τα βλάχικα ή τα τσιγγάνικα. Μειονότητα υπάρχει στην Ελλάδα μόνο μία: η θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα μέρους τής Θράκης.

Αρα, όσοι λίγοι έλληνες πολίτες μιλούν τα σλαβομακεδόνικα α) δεν είναι μονόγλωσσοι ομιλητές αλλά δίγλωσσοι με κύρια γλώσσα την Ελληνική και β) το ιδίωμα που μιλούν συγγενεύει μεν με τη βουλγαροσερβική γλώσσα των Σκοπίων (την ψευδώνυμη «Μακεδονική») αλλά διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από αυτήν, γιατί δεν έχει περάσει από τη διαδικασία εκσερβισμού στην οποία επισήμως και με κρατική μέριμνα επί Τίτο υπεβλήθη η γλώσσα τής τότε «Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας», για να γίνει περισσότερο Γιουγκοσλαβική, δηλαδή σερβική, με μείωση του βουλγαρικού στοιχείου για προφανείς πολιτικούς λόγους.

Τέλος, το τι δηλώνουν απειροελάχιστες μονάδες ατόμων που μιλούν τα σλαβομακεδόνικα και έχουν πολιτικές βλέψεις τύπου «Ουράνιου Τόξου» και προσωπικές φιλοδοξίες διεκδίκησης εξουσίας με αυτονομιστικές τάσεις περί δήθεν «καταπιεσμένης μειονότητας» (άρθρο ασυγχώρητης δημοσιογραφικής προχειρότητας από ανταποκριτή τού BBC), αυτό δεν έχει καμιά βαρύτητα και σημασία πλην εκείνης που της δίνουν όσοι έχουν συμφέρον να συντηρούν ή και να προκαλούν τέτοια θέματα ερειδόμενοι εμμέσως και στη Συμφωνία των Πρεσπών (μολονότι ακόμη και στη Συμφωνία αυτή ρητά δεν αναγνωρίζεται μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα).

Υπάρχει πράγματι θέμα σφετερισμού της ιστορικής μας ταυτότητας;

Διαχρονικά η βάση τής πολιτικής αυτής τής γειτονικής χώρας στηρίχτηκε σε μια ανεπίτρεπτη και αδικαιολόγητα εθνικιστική νοοτροπία, τη διεκδίκηση μιας ξένης ταυτότητας (ως καταγωγής, ως εθνότητας, ως γλώσσας). Δεν σεβάστηκαν τη χώρα τους, την όποια παράδοσή τους, τη γλώσσα τους, την εθνική τους υπόσταση, και έπλασαν  ουτοπικά ένα «εθνικιστικό όνειρο», την ταύτισή τους με την ιστορία και την αίγλη τής ελληνικής Μακεδονίας (αρχαίας, βυζαντινής και νεότερης) κυρίως με προσφυγή σε πλαστά ονόματα. Να γιατί τα ονόματα δεν είναι πάντοτε αθώα.