Μήπως οι στοίβες σας θυμίζουν κάτι; Μήπως την αποθήκη σας, που τώρα τελευταία έχει γεμίσει τόσο που είναι δύσκολο να ανοίξετε την πόρτα, κι όταν την ανοίξετε είναι αδύνατο να βρείτε το εργαλείο που ψάχνατε γιατί σωροί από άλλα αντικείμενα πεταμένα από πάνω του το έχουν καταδικάσει στην αφάνεια για τα επόμενα χρόνια; Ή μήπως τα ντουλάπια σας που φιλοξενούν ρούχα και παπούτσια των τελευταίων δεκαετιών που δεν έχουν φορεθεί εδώ και πολλά χρόνια; Αν πάλι ανήκετε σ’ αυτούς που πολλά τετραγωνικά μέτρα δαπέδου στο σπίτι τους είναι σκεπασμένα με στοίβες από διάφορα αντικείμενα (που δεν κάνουν τίποτε άλλο εκτός απ’ το να δημιουργούν ένα καλό υπόστρωμα για τη σκόνη), τότε το πρόβλημα σας είναι κάτι παραπάνω από μία «μικροτρέλα» –θα το έχετε αντιληφθεί μάλλον και μόνοι σας- και θα πρέπει να αναρωτηθείτε τι ακριβώς σας συμβαίνει.

Από την ψυχολόγο Λουίζα Βογιατζή mypsychologist.gr

Η παθολογία του στοιβάγματος

Η μανία ή μάλλον ο ψυχαναγκασμός του στοιβάγματος αντικειμένων, η αδυναμία να πετάξει κανείς πράγματα –που συνήθως δεν του χρησιμεύουν σε τίποτε άλλο εκτός από το να τα κατέχει- είναι μία «τρέλα» αρκετά διαδεδομένη, με πολλές βέβαια διαβαθμίσεις. Στην πιο ακραία, την «παθολογική» της μορφή, η μανία αυτή μπορεί να πάρει διαστάσεις ιδιαίτερα ενοχλητικές και οδυνηρές ακόμα, για τον ίδιο τον πάσχοντα αλλά και τους δικούς του, όταν έχει οικογένεια ή συγκατοίκους.

Περί τίνος πρόκειται ακριβώς; Οι άνθρωποι αυτοί, που δεν είναι καθόλου λίγοι, αν κρίνει κανείς από στατιστικές που έχουν γίνει σε άλλες ευρωπαικές χώρες (π. χ. στη Γερμανία υπολογίζονται γύρω στους 1,8 εκατομμύρια, δηλαδή περίπου 2,5% του πληθυσμού της χώρας), ζουν σε σπίτια γεμάτα ως επάνω με στοίβες από κάθε λογής αντικείμενα, παλιά περιοδικά, εφημερίδες, ρούχα, έπιπλα, συσκευές, μικροαντικείμενα, σακούλες, συχνά και σκουπίδια,τα οποία δεν πετούν και δεν συγυρίζουν ποτέ. Στις πιο ήπιες περιπτώσεις, οι στοίβες είναι περιορισμένες σε ένα δωμάτιο «μόνο» ή σε μία ντουλάπα.

Παρόλο που το «σύμπτωμα» αυτό του στοιβάγματος άχρηστων αντικειμένων είναι αρκετά ασυνήθιστο και ιδιόρρυθμο, δεν αποτελεί ψυχική διαταραχή από μόνο του και δεν είναι καταγεγραμμένο ως τέτοια στα ψυχιατρικά εγχειρίδια διαγνωστικών κριτηρίων.

Σύμφωνα με ειδικούς οι οποίοι ασχολούνται με ανθρώπους που παρουσιάζουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του στοιβάγματος, πρόκειται για ένα σύμπτωμα, μέρος μίας ευρύτερης ψυχολογικής διαταραχής, που είναι συχνά κατάθλιψη, αγχώδης διαταραχή, φοβία, ψυχαναγκασμός, διατροφική διαταραχή όπως η βουλιμία ή η νευρική ανορεξία ή εξάρτηση, π. χ. αλκοολισμός.

Στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι που στοιβάζουν σε παθολογικό βαθμό έχουν και δυσκολίες με την οργάνωση του χώρου τους γενικά αλλά και του χρόνου και των κοινωνικών τους σχέσεων. Δυσκολεύονται να διατηρήσουν το σπίτι ή το γραφείο τους σε μία σχετική τάξη, ή να είναι συνεπείς σε συμφωνίες χρόνου π. χ. στα ραντεβού τους. Ζουν συχνά μία ζωή μοναχική έως και απομονωμένη και πολλοί απ’ αυτούς βγαίνουν απ’ το σπίτι τους μόνο για να πάνε στη δουλειά. Κι ενώ από τη μία πλευρά αποζητούν κοινωνική επαφή, όταν αυτή προκύπτει, αισθάνονται ότι τους «κλέβει» το χρόνο στον οποίο θα μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο, «καλύτερο».

Αυτή η αντίφαση ή μάλλον η διαμάχη ανάμεσα στο «θέλω» και το «πρέπει» είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό των ανθρώπων αυτών, την οποία οι ειδικοί ερμηνεύουν σαν αντίδραση στην υπερβολική πίεση που έχουν δεχτεί σαν παιδιά από γονείς με απαιτήσεις μεγάλης πειθαρχίας.

Η πίεση, ειδικά όταν είναι δυσανάλογα μεγάλη με την ηλικία του παιδιού, προκαλεί μία αυτόματη αντίσταση, κάπως όπως όταν γυρνάμε το κεφάλι ενός μωρού προς μία κατεύθυνση στην οποία δεν θέλει να κοιτάξει, κι αυτό, αυτομάτως ξαναγυρίζει το κεφάλι του απ’ την άλλη.Όταν η αντίσταση αυτή δεν επιτρέπεται να εκδηλωθεί και τιμωρείται, το παιδί μαθαίνει να την καταπιέζει και, προς τα έξω τουλάχιστον, να υποκύπτει στην πίεση. Η αντίδραση όμως δεν εξαφανίζεται αλλά παραμένει καταχωνιασμένη στο υποσυνείδητο και εξωτερικεύεται όταν βρει διέξοδο (χρόνια αργότερα πολλές φορές) με την συμπεριφορά «δεν το κάνω» (δεν συγυρίζω, δεν πάω στην ώρα μου, δεν τελειώνω τη δουλειά μου).

Το πρόβλημα είναι ότι η αντιδραστική αυτή συμπεριφορά δεν εμφανίζεται πια μόνο εκεί που ασκείται αδικαιολόγητη πίεση απ’ έξω, αλλά γενικεύεται. Έτσι η οποιαδήποτε πίεση, ακόμη κι αυτή στην οποία συνειδητά και ηθελημένα υποβάλλει κάποιος τον εαυτό του (σπουδάζοντας κάτι που θέλει, ασκώντας ένα επάγγελμα που επέλεξε αλλά και ζώντας σ’ ένα δικό του χώρο που θα επιθυμούσε να είναι ευχάριστος και τακτοποιημένος) αντιμετωπίζεται αυτομάτως με αρνητική συμπεριφορά.

Η Βάσω, μία κοπέλα 28 ετών που είχε ένα δωμάτιο γεμάτο στοίβες (ζούσε ακόμη με τους γονείς της κι έτσι το στοίβαγμα περιοριζόταν στο δωμάτιο της), που αργούσε ακόμη και στα πιο σημαντικά ραντεβού, ανέβαλε κι έχανε μονίμως τις εξετάσεις της στο Πανεπιστήμιο, βρήκε μια μέρα ένα σημειωματάριο της μητέρας της από τον πρώτο χρόνο της ζωής της. Εκεί ήταν σημειωμένο για παράδειγμα, ότι στην ηλικία των 5 μηνών για πρώτη φορά «έκανε πιπί κατά παραγγελία» της μητέρας της, ότι την έδεναν στο κρεβάτι όταν ενοχλούσε και ότι την ξυπνούσαν στις 2 τη νύχτα για να την βάλουν στο καθικάκι και να μη βρέξει το κρεβάτι της. Σοκαρίστηκε διαπιστώνοντας ότι η υπερβολική πειθαρχία στην οποία θυμόταν ότι είχε μάθει από μικρή να συμμορφώνεται. της είχε επιβληθεί από τους γονείς της τόσο νωρίς, και με τόσο σκληρό για ένα βρέφος τρόπο.

Δεν πρόκειται λοιπόν, όπως ίσως εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς, για τεμπελιά ή έλλειψη πειθαρχίας αλλά για μία σύγχυση ανάμεσα στο «το κάνω εγώ για τον εαυτό μου» και το «με πιέζουν να κάνω κάτι που δε θέλω». Όταν κάποιος καταφέρει (συχνά με μακροχρόνια προσπάθεια και θεραπεία) να ξεκαθαρίσει και να μάθει σιγά-σιγά να διαχωρίζει μέσα του ότι «αυτό το κάνω εγώ γιατί το θέλω εγώ, δεν με αναγκάζει κανείς» τότε μπορεί να καταφέρει να σταματήσει τον αυτοματισμό της άρνησης.

Αυτή βέβαια είναι μία θεωρία που φωτίζει τη μία πλευρά του προβλήματος. Εύκολα όμως μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι γονείς όπως της Βάσως, που επιβάλλουν τέτοια σκληρή πειθαρχία στο παιδί τους σε τόσο τρυφερή ηλικία, δεν θα είναι ίσως ιδιαίτερα τρυφεροί ούτε ασφαλώς ευαίσθητοι στις συναισθηματικές (αλλά και σωματικές όπως είδαμε) ανάγκες του παιδιού τους. Αλλά και γονείς λιγότερο σκληροί και αυστηροί μπορεί να αφήσουν ανεκπλήρωτες πολλές συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών τους.

Διόλου απίθανο λοιπόν οι στοίβες αυτές και τα γεμάτα ράφια και συρτάρια (και όχι μόνο στις «παθολογικές» περιπτώσεις αλλά και στον καθένα μας που αρνείται να αποχωριστεί αντικείμενα που δεν του χρησιμεύουν σε τίποτα) να είναι εκεί για να καλύψουν ένα «κενό» που δύσκολα γεμίζει κι ένα φόβο που δύσκολα ξεπερνιέται.

«Τα ρούχα που κρατάω όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να τα φοράω είναι νομίζω τα τεκμήρια ενός παρελθόντος που δεν έχω το κουράγιο να αποχωριστώ για να προχωρήσω, οι φύλακες μιας αίθουσας κλειστής που αρνούμαι να αερίσω γιατί φοβάμαι ότι θα τα πάρει όλα ο αέρας και θα μείνω χωρίς τίποτα», αναγνωρίζει η Νάντια, 33 ετών.

Στο (κλασσικό πια) βιβλίο του «να Έχεις ή να Είσαι», ο μεγάλος ψυχαναλυτής και φιλόσοφος Έριχ Φρομμ, περιγράφει πολύ ωραία αυτήν ακριβώς την τόσο αδύναμη πλευρά μας. Ο πειρασμός, γράφει, να γαντζωθεί κανείς απ’ αυτά που έχει και να μην τα αφήνει είναι πολύ μεγάλος γιατί αυτά είναι σίγουρα, γνώριμα, οικεία. Οι μεγάλοι Ήρωες της παγκόσμιας Μυθολογίας ήταν πάντα αυτοί που είχαν τη δύναμη να αφήσουν πίσω τους τα πάντα, σπίτι, πλούτη, πατρίδα, και να προχωρήσουν στο άγνωστο με μόνη συντροφιά και προστασία συνήθως το σώμα, την ψυχή και το μυαλό τους. Εμείς τους θαυμάζουμε γιατί κατά βάθος νιώθουμε ότι θάπρεπε να κάνουμε το ίδιο (και πολλές φορές η ζωή μας αναγκάζει να το κάνουμε) αλλά φοβόμαστε.

Φυσικά η ανάγκη μας να κατέχουμε και που μας συνδέει με τα αντικείμενα, είναι πολύ ανθρώπινη και φυσιολογική. Τα αντικείμενα, ακόμη κι όταν δεν είναι χρηστικά, μπορεί να είναι κομμάτι από μας και από την ιστορία μας, έκφραση του εαυτού μας, κατά κάποιο τρόπο υλοποιημένες ιδέες, συναισθήματα, όνειρα, μνήμες. Αποτελούν την επισφράγιση της ύπαρξης μας, αυτού που υπήρξαμε, που έχουμε καταφέρει ή που επιθυμούμε. Γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο να παραιτηθούμε απ’ αυτά.

Όταν όμως φτάσει μια στιγμή που νιώθουμε ότι δεν μπορούμε πια χωρίς αυτά και ταυτόχρονα ασφυκτιούμε μαζί τους, τότε ίσως πρέπει να δοκιμάσουμε να τα αποχωριστούμε.

Υπάρχουν μερικές απλές οδηγίες που ίσως κάνουν το δύσκολο αυτό βήμα λίγο ευκολότερο

-Aρχίστε με μια καταμέτρηση αυτών που στοιβάζονται και αξιολογείστε με ειλικρίνεια πότε τα χρειαστήκατε για τελευταία φορά και πόσες είναι οι πιθανότητες να τα χρειαστείτε στο μέλλον.

-Aρχίστε πετώντας τα πιο άνευ σημασίας κι όταν έχετε στοιβάξει τα πιο αγαπημένα ξεκαθαρίστε κι απ’ αυτά τα λιγότερο αγαπημένα ώσπου να μείνουν από κάθε είδος ένα-δυό

-Επιβραβεύστε τον εαυτό σας με μια πιο ψυχική ή πνευματική ευχαρίστηση, ένα ωραίο έργο, μια βραδιά με φίλους, μια εκδρομή.

-Μην σπεύσετε να αγοράσετε καινούργια αντικείμενα επειδή κάνατε χώρο. Απολαύστε την αίσθηση ξελαφρώματος που δίνει ο άδειος χώρος (στο ράφι, στη ντουλάπα, στο δωμάτιο)

-Επαναλαμβάνετε αυτή την ιεροτελεστία του αδειάσματος μία ή δυο φορές το χρόνο, ανάλογα με τις ανάγκες και τη διάθεση σας.