Τα τελευταία χρόνια έχω διαπιστώσει ότι σχεδόν ποτέ δεν ανατρέχω σε αναμνήσεις, ότι έχω καβαλήσει το σήμερα και επιταχύνω προς το αύριο. Ότι σπάνια κοιτάω πίσω προς το χτες. Έγραψα λοιπόν αυτό το κείμενο όχι από νοσταλγία για την παιδική μου ηλικία, όχι σαν γυμναστική για το Αλτσχάιμερ αλλά για να νιώσω ότι η τροχιά μου σε αυτόν κόσμο είναι μια συνεχόμενη γραμμή.

Επιμέλειεα Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός

Συντόνισα λοιπόν τη μηχανή του χρόνου στη δεκαετία του 80 και ταξίδεψα προς τα πίσω. Μην περιμένετε εδώ να ακούσετε τις σημαντικές νεανικές μου στιγμές που με καθόρισαν. Το κλίμα της καθημερινότητας θα προσπαθήσω να σας θυμίσω. Η ελαφρότητα κυριαρχεί στην περιγραφή μου και πως αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί όταν συνδυάσετε την παιδική αφέλεια που είχα τότε, και που ελπίζω κάτι από αυτή να μου έχει μείνει και σήμερα, με την γλυκιά αθωότητα μιας ολόκληρης εποχής, εκεί γύρω στα 80s .

Τα κορίτσια και τα αγόρια

Διαβάζαμε περιοδικά με διάφορα cartoons που για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο όλα τα λέγαμε Μίκυ Μάους .Όλοι (αγόρια –κορίτσια) αφήναμε φράντζες και άκρως επιμελημένες αφέλειες κοκαλωμένες από το πολύ τζελ. Τα αγόρια όλα γυμναζόντουσαν με το ίδιο όργανο για να κάνουν κορμάρα που το λέγανε bullworker και παίζανε με στρατιωτάκια και με μπίλιες. Τα κορίτσια παίζανε λάστιχο και σχοινάκι. Όλοι είχαμε στο σχολείο τις ίδιες χακί στρατιωτικές τσάντες που απαραίτητα είχαμε γράψει πάνω «Doors» και που δεν χώραγαν όλα τα σχολικά βιβλία γι’ αυτό και τα μισά βιβλία τα κρατάγαμε στα χέρια.
Τα κορίτσια διάβαζαν τα περιοδικά «Μανίνα» και «Κατερίνα» και κολλούσαν αφίσες στο δωμάτιό τους με τον Γαρδέλη, τον Μιχαλόπουλο και την Αλιμπέρτη. Έφτιαχναν λευκώματα που στο μυαλό των αγοριών ήταν καταγεγραμμένα ως η βασικότερη διαφορά τους από τα κορίτσια. Τα αγόρια διάβαζαν «Μπλεκ» , «Αγόρι» και «Μικρό Σερίφη» και μάλωναν για το ποια είναι η πιο όμορφη σεξοβόμβα της εποχής ,η Ούρσουλα Άντρες , η Μπο Ντέρεκ ή η Φάρα Φώσετ. Ποτέ μου βέβαια δεν κατάλαβα γιατί, αφού αυτές ήταν ολόιδιες.
Τότε ήταν στη μόδα και τα τζιν που τα φόραγες ,έμπαινες στην μπανιέρα και αυτά υποτίθεται ότι έπαιρναν το σχήμα του κορμιού σου. Επίσης ήταν στη μόδα να σιδερώνουμε στάμπες πάνω στα μπλουζάκια.

Που μας έβρισκες που μας έχανες, ή με τα ρούχα να μουλιάζουμε μέσα στη μπανιέρα ή με ένα ηλεκτρικό σίδερο στο χέρι. Θυμάμαι τα κορίτσια με τις βάτες στα ρούχα που η σημερινή ματιά μου τις ανακηρύσσουν ως το πιο κιτς αξεσουάρ εκείνης της εποχής. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις κολόνιες Μυρτώ, Tosca και 4711 που ειδοποιούσαν από μακριά ότι πλησίαζε θηλυκό; Τότε ήταν που έγινε και μόδα οι γυναίκες να βάζουν αντηλιακό. Μόνο όμως οι γυναίκες, για τους άντρες ήταν ντροπή .Έτσι λοιπόν οι γυναίκες πριν το μπάνιο βάζανε αντηλιακό coppertone και μετά κρέμα νιβέα στο μπλε τσίγκινο κουτάκι. Οι άντρες απλά υπομένανε τα εγκαύματα από τον ήλιο και ίσως και από εκεί βγήκε και η έκφραση «ηλιοκαμένοι».

Οι δύο μουσικές φυλές : «καρεκλάδες» vs. «ροκάδες»

Ήταν τότε που κυριαρχούσε το glam and glitter της disco.Οι Duran Duran ,οι Bee Gees, οι Boney M ,οι Wham που ακόμα δεν κατάλαβα γιατί τα λέγανε διπλά «wake me up before you go- go». Όμως μαζί με την disco υπήρχε και η ταυτόχρονη έκρηξη του ροκ που όπως όλα έφτανε στη χώρα μας λίγο καθυστερημένα.
Είχαν δημιουργηθεί λοιπόν οι μουσικές φυλές των «καρεκλάδων» (δηλαδή οι ντισκόβιοι) από τη μία και των «ροκάδων» που ακούγανε Doors ,Who ,Led Zeppelin ,Deep Purple κ.λ.π. από την άλλη. Και ήταν υποχρεωτικό να ανήκεις σε μια από τις δύο φυλές. Βλέπετε τότε η μουσική που ακούγαμε καθόριζε το ντύσιμο ,την συμπεριφορά ,τις παρέες σου και ήταν τρόπος ζωής. Η μουσική στην εποχή μας δεν ήταν ποτέ συνοδευτική, όπως συνήθως είναι σήμερα.

Μάλιστα τότε μαζευόμασταν παρέες στα σπίτια και ακούγαμε μουσική μη κάνοντας τίποτα άλλο ταυτόχρονα. Ακόμα και τις στιγμές που δεν ακούγαμε μουσική όλες μας οι κουβέντες πάλι γύρω από την μουσική περιστρέφονταν. Η μουσική προερχόταν από δίσκους βινυλίου και ο καθένας από εμάς είχε και από μια συλλογή. Αντιγράφαμε μουσική χρησιμοποιώντας κασέτες οι οποίες πολλές φορές μάσαγαν την ταινία. Εμείς όμως δεν μασάγαμε με τίποτα και με υπομονή ,που σήμερα μάλλον δεν θα είχαμε, καθόμασταν με τις ώρες γυρνώντας ένα μολύβι για να ξεμπλέξουμε την ταινία .

Εκτός από τα κασετόφωνα που έπαιζαν κασέτες υπήρχαν και τα walkman που ήταν κάτι σαν τα mp3 της εποχής. Μεταξύ άλλων ακούγαμε και πολύ ραδιόφωνο. Τους πειρατικούς σταθμούς της εποχής και ανελλιπώς τον Άκη Έβενη και τον 2.67 (Μιχάλη Τσαουσόπουλο) όπου παίζανε τα τοπ δέκα τραγούδια της Αμερικής και της Αγγλίας κάθε εβδομάδας. Οι ροκάδες όμως άκουγαν περισσότερο τον Γιάννη Πετρίδη. Οι δύο μουσικές φυλές λοιπόν ήταν σε πόλεμο.

Μάλιστα οι «καρεκλάδες» όπως λένε οι κακές γλώσσες ονομάστηκαν έτσι από τις καρέκλες που τους πέταγαν, καμία φορά, οι «ροκάδες» στο κεφάλι ,όταν άναβαν τα αίματα. Όμως σε αυτές τις πολεμικές συγκρούσεις κανείς δεν είχε τραυματιστεί, ήταν περισσότερο για πλάκα. Ο πόλεμος αυτός μεταξύ της μιας φυλής που άκουγε Χαριτοδιπλωμένο και Ρακιντζή και της άλλης φυλής που άκουγε Ian Gillan (των Deep Purple) τελείωσε και επισήμως όταν μια μέρα ακούσαμε με το στόμα ανοιχτό τον Ian Gillan να τραγουδάει Ρακιντζή. Μεμιάς ξενερώσαμε και οι δύο φυλές. Η μουσική συμφιλίωση ήταν γεγονός και αποφασίσαμε ότι όλοι μπορούμε να τα ακούμε όλα αρκεί να περνάμε ωραία. Αυτό άλλωστε ήταν και το κοινό ζητούμενο της εποχής, να περνάμε ωραία.

 

Η τηλεόραση

Την εποχή εκείνη είχαμε μόνο δύο τηλεοπτικά κανάλια τα οποία ήταν και κρατικά (ΕΡΤ 1 και ΕΡΤ 2).Οι τηλεοράσεις ήταν οι περισσότερες ασπρόμαυρες και ο χειρισμός γινόταν με το χέρι. Το τηλεκοντρόλ ήταν τότε μια συσκευή επιστημονικής φαντασίας της σειράς Star Trek. Οι σειρές με τις οποίες ταυτιζόμασταν αφορούσαν ίντριγκες μεγιστάνων του πλούτου όπως η Δυναστεία (με τη σατανική Αλέξις) και το Ντάλας. Μη μου πιείτε ότι δεν θυμάστε την ερώτηση «Ποιος πυροβόλησε τον Τζέι Αρ;» που έγινε θέμα μέχρι και στο δελτίο ειδήσεων;
Ήταν μια εποχή που η ένδειξη «διακοπή για τεχνικούς λόγους » παρόλο που ήταν καθημερινό συχνό φαινόμενο, δεν μας τσίτωνε τα νεύρα. Είχαμε υπομονή. Και δεν είχαμε ακόμα πολλές απαιτήσεις.
Είμαστε η γενιά που τραγουδούσε τις διαφημίσεις και χρησιμοποιούσε τα σλόγκαν από αυτές στην καθημερινές της κουβέντες. Και ποιος δεν έχει τραγουδήσει το «σοκολάτα Carnation να πίνεις» ή το «μεγαλώνει μεγαλώνει γερά παιδιά». Και ποιος δεν έχει ψελλίσει το «βερνίκι νυχιών Madison, όπως Αμερική».

Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον το ζητούμενο εκείνη την εποχή ήταν τελικά να γίνουμε «όπως Αμερική». Αυτό που θυμάμαι έντονα από εκείνη την εποχή ήταν ότι παρά το γεγονός ότι είχαμε ουσιαστικά 1,5 τηλεοπτικό κανάλι όλοι βλέπαμε πολύ τηλεόραση, όλοι βλέπαμε τα πάντα. Από παιδικές σειρές μέχρι πολεμικά και καουμπόικα. Από την «Πίπη την φακιδομύτη» μέχρι τα ουέστερν του Τζον Γουέιν και του Ρόμπερτ Μίτσαμ.

Από τους Dukes μέχρι τους Waltons και το «καληνύχτα John-Boy».Ήταν τότε που απαραιτήτως μια φορά την εβδομάδα μαζευόταν όλη η οικογένεια και έβλεπε την ελληνική ταινία. Μια εκπομπή που δεν έχανε κανένας νεαρός της εποχής ήταν το Μουσικόραμα. Τότε βλέπετε μπορεί να ακούγαμε όλη μέρα μουσική αλλά εικόνα δεν είχαμε. Τα μουσικά βίντεο ήταν σπάνια και περιμέναμε με αγωνία να παρακολουθήσουμε 6-7 βίντεο τη βδομάδα σε αυτή την εκπομπή. Μια φορά την εβδομάδα, συνήθως όλη η οικογένεια, έβλεπε το talent show της εποχής , το «Να η ευκαιρία». Κάθε Κυριακή τα αρσενικά έβλεπαν «Αθλητική Κυριακή» αφού πρώτα είχαν ακούσει στο ραδιόφωνο την περιγραφή των αγώνων ποδοσφαίρου.
Εκείνη την εποχή λοιπόν η τηλεόραση επέλεγε μόνη της τι θα δούμε και όλοι τα βλέπαμε όλα. Με αποκορύφωμα ότι έφτασε κάποια στιγμή όλη η Ελλάδα να βλέπει φανατικά τένις : Μπιόν Μπόργκ εναντίον Τζον Μακενρόου στους άντρες και Ναβρατίλοβα εναντίον Κρις Εβερτ Λόιντ στις γυναίκες. Αυτά είχε το κατάστημα, αυτά καταναλώναμε αλλά ήμασταν ευχαριστημένοι γιατί σπάνια βρισκόμασταν μπροστά στην TV μόνοι μας. Ναι ήμασταν η εποχή της παρέας και η τηλεόραση τότε, αντί να απομονώνει όπως κάνει σήμερα, έφτιαχνε παρέες.

Τα πάρτι, τα φλερτ και οι παρέες

Στα πάρτι της εποχής χορεύαμε μπλουζ. Για εμάς τα αγόρια η στιγμή αυτή ήταν η πιο στενή επαφή που θα μπορούσαμε να έχουμε με ένα κορίτσι, αφού τα φλερτ ήταν μεν πολλά αλλά εντελώς αθώα. Ευτυχώς που υπήρχε και αυτό το παιχνίδι που το λέγανε «μπουκάλα» και κλέβαμε κανένα φιλί. Τα φτιάχναμε και τα χαλάγαμε συνεχώς μεταξύ μας αλλά σπάνια ολοκληρώναμε τις σχέσεις μας ,άλλο τι κοκορευόμασταν εμείς τα αγοράκια στις παρέες.

Τρώγαμε συνεχώς χυλόπιτες αλλά αυτό το θεωρούσαμε μέρος του παιχνιδιού και δεν μας πείραζε. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ σημαντικό , να χορεύεις. Αν δεν χόρευες θεωρούσουν ξενέρωτος. Στις ντισκοτέκ της εποχής όπως η Αυτοκίνηση και η Barbarella γινότανε το αδιαχώρητο και έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία αυτά τα μαγαζιά βάλανε «πόρτα». Ήταν η εποχή που όλοι πίνανε τεκίλα σανράιζ ή rosso antico με πορτοκάλι και ξεβιδωνόντουσαν στο χορό κάτω από την ντισκο-μπάλα. Από την άλλη ήταν και η εποχή που οι ροκ συναυλίες γέμιζαν γήπεδα.
Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα (μόνο ο Mr Spock είχε στο Star Trek ).Οι πιο πολλοί δεν είχαν ούτε ακίνητα τηλέφωνα. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως κανονίζαμε 10-15 άτομα να βρεθούμε στο τάδε μέρος την τάδε ώρα και ήμασταν όλοι εκεί. Παίζαμε στις αλάνες, πηγαίναμε μεγάλες βόλτες με τα ποδήλατα, καβαλάγαμε παπάκια τρικάβαλο ,κάναμε σούζες με τις μηχανές endurο, πίναμε νερό από οποία βρύση βρίσκαμε μπροστά μας, πηγαίναμε στα ουφάδικα για να παίξουμε pac-man ή φλιπεράκια και σπάζαμε πλάκα λέγοντας ανέκδοτα ή κάνοντας φάρσες. Και τα καλοκαίρια οι πιο μεγάλοι από εμάς «Μύκονο και Σαντορίνη σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι». ‘Ήμασταν έξω όλοι μέρα και σε μια διαρκή κίνηση. Αλητεύαμε αλλά κανένας ενήλικας δεν μας θεωρούσε αλήτες. Για σκεφτείτε τι θα έλεγαν οι σημερινοί ενήλικες σε αντίστοιχη περίπτωση. Είχαμε πολύ λιγότερα πράγματα από αυτά που έχουν οι σημερινοί νέοι και ίσως γι’ αυτό κάναμε πολύ περισσότερα. Δινόμασταν χωρίς φόβο στην αναζήτηση της επόμενης εμπειρίας.

Το σχολείο

Τότε το 17 στα μαθήματα ήταν το άριστα. Λίγοι ήταν οι καλοί μαθητές σε κάθε τάξη και αυτοί που θέλανε να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο. Πολλά κορίτσια μάθαιναν δακτυλογραφία σε σχολές τύπου Didacta για να βρουν δουλειά ως γραμματείς που τότε θεωρούνταν μια θέση περιωπής για μια γυναίκα ,ή τέλειωναν έναν Αμάραντο για να γίνουν κομμώτριες. Η τοπ δουλειά όμως ήταν αεροσυνοδός στην Ολυμπιακή αεροπορία. 9 στα 10 κορίτσια αυτό απάνταγαν στην ερώτηση : «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις»; Το όνειρο των γονέων για τα αγόρια τους ήταν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι ή αξιωματικοί. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές ήταν πολύ αυστηροί ,κυριολεκτικά τους τρέμαμε. Μερικοί μάλιστα έριχναν και καμία ψιλή και για τους γονείς οι δάσκαλοι είχαν πάντα δίκιο ακόμα και αν σου έβαζαν χαμηλούς βαθμούς ή άμα μάζευες καμία ξανάστροφη.

Τι ήταν τελικά τα 80s

Είχαν υπερβολή ,είχαν λάμψη είχαν θόρυβο .Είχαν ελαφρότητα και αθωότητα μαζί. Αυτή αθωότητα του κόσμου εκφράζεται μέσα από την επιλογή του να πιστέψει τον παραμυθά της εποχής που φώναξε «αλλαγή» ,το 81. Ήταν η εποχή που προσέφερε απενοχοποίηση στο να περνάμε ωραία. Ναι το να περνάμε ωραία ήταν τότε το ζητούμενο που ήρθε σαν απάντηση στις προηγούμενες δεκαετίες (του 60 και του 70) που επιζήτησαν με πάθος να αλλάξουν τον κόσμο.
Τα κινήματα αυτά του 60 και του 70 ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν αφού το σύστημα τα αντιμετώπισε με την παλιά δοκιμασμένη συνταγή : Αντί να τα πολεμήσει ,τα έκανε μόδα. Όμως και τα 80s μια μόδα ήταν χωρίς όμως να σέρνουν πίσω τους κανένα απολύτως βαρυσήμαντο κίνημα ,άρα και κανενός είδους ενοχικό σύμπλεγμα. Από αυτή την άποψη κάποιοι μπορεί να τα θεωρήσουν κενού περιεχομένου και ελαφριά και κάποιοι άλλοι ως πιο γνήσια και έντιμα. Διαλέγετε και παίρνετε. Προσωπικά εγώ δεν μπορώ να τα κρίνω αφού είναι όλη η παιδική μου ηλικία και εξακολουθώ να τα βλέπω με την ίδια παιδική ματιά. Δηλαδή ήταν όντως τα 80s αθώα ή απλά εγώ ήμουν τότε ένα αθώο παιδί;

ΥΓ. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Ότι αν μετά από τριάντα χρόνια επιχειρήσει ο γιος μου να γράψει ένα κείμενο για την εποχή της δικής του παιδικής ηλικίας θα ξεκίναγε την αφήγησή του ως εξής : «Γύρω στο 2016 ,τότε που είχαμε πρωτόγονα μέσα επικοινωνίας όπως το facebook, κινητά τηλέφωνα με touch-screen και τα αυτοκίνητα ακόμα δεν πετούσαν…..»