Τέλος εποχής για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ανακοινώνει επισήμως τον επίλογο του QE στα τέλη του έτους, έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια και αγορές ενεργητικού 2,6 τρισ. ευρώ. Όμως ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία με μέτρα νομισματικής χαλάρωσης, εν μέσω ενδείξεων οικονομικής επιβράδυνσης και συνθηκών πολιτικής αβεβαιότητας.

Αναθεωρώντας προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης και έχοντας παραδεχθεί ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει τους επόμενους μήνες, ο πρόεδρος Ντράγκι επανέλαβε τη δέσμευση ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2019, αφήνοντας παράλληλα ανοικτό το χρονοδιάγραμμα για τις επανεπενδύσεις των χρημάτων από τα ομόλογα που ωριμάζουν.

«Χρειάζονται ακόμη σημαντικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, για τη στήριξη των τιμών και του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, μετά την ανακοίνωση της ιστορικής απόφασης για τερματισμό του QE. Ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης παραδέχθηκε ότι οι κίνδυνοι που απειλούν την οικονομία είναι πιο εμφανείς. «Οι αβεβαιότητες που αφορούν γεωπολιτικούς παράγοντες, η απειλή του προστατευτισμού, οι αδυναμίες στις αναδυόμενες αγορές, καθώς και η μεταβλητότητα στις αγορές παραμένουν εμφανείς», σημείωσε. «Η ανάπτυξη της παγκόσμιας δραστηριότητας αναμένεται να συνεχίσει να υποστηρίζει τις εξαγωγές, αν και με βραδύτερους ρυθμούς… τα πρόσφατα στοιχεία (για την Ευρωζώνη) καταδεικνύουν επιβράδυνση της αναπτυξιακής δυναμικής», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Πληθωρισμός και ανάπτυξη

Ο κ. Ντράγκι εκτίμησε ότι ο βασικός πληθωρισμός πιθανότατα να υποχωρήσει τους επόμενους μήνες, γεγονός που επηρέασε αρνητικά το ευρώ, βάζοντας φρένο και στην άνοδο των ευρωπαϊκών μετοχών.

Το πρόβλημα της ΕΚΤ είναι ότι η ανάπτυξη είναι ασθενέστερη από ό,τι υπολόγιζαν οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας. Έχοντας όμως σηματοδοτήσει εδώ και καιρό το τέλος του QE, η ΕΚΤ δεν είχε άλλη επιλογή από το να τερματίσει τις αγορές ομολόγων. Διαβεβαίωσε όμως ότι θα αργήσει να προχωρήσει στην άσκηση αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής, εν μέσω εμπορικού πολέμου, της προοπτικής ενός σκληρού Brexit και των πολιτικών αναταράξεων σε Ιταλία, λόγω της κόντρας για τον προϋπολογισμό του 2019, και Γαλλία, εξαιτίας του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων».

Επανεπένδυση εσόδων από τα ομόλογα

Η ΕΚΤ θα επανεπενδύει επ’ αόριστον τα έσοδα από τα ομόλογα -που υπολογίζονται περίπου στα 200 δισ. ευρώ το 2019- ακόμη και όταν θα αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, διαβεβαίωσε ο κ. Ντράγκι. Η ΕΚΤ θα αναδιαμορφώσει σταδιακά το χαρτοφυλάκιο κρατικών ομολόγων, ώστε να εναρμονισθεί σύμφωνα με την κλείδα κατανομής κεφαλαίου (capital key), διευκρίνισε, σημειώνοντας ότι μέσω των επανεπενδύσεων η ΕΚΤ θα συνεχίσει να τονώνει την οικονομία. Παράλληλα, τόνισε ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν αυξήσεις επιτοκίων έως το καλοκαίρι του 2019.

Στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων, η ΕΚΤ αγόρασε περισσότερο γαλλικό, ιταλικό και ισπανικό χρέος από ό,τι συνεπάγεται η συνεισφορά αυτών των χωρών στο κεφάλαιο της ΕΚΤ.

Ο κ. Ντράγκι αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Σεπτεμβρίου. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ αναμένει τώρα ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,9% το 2018 και 1,7% το 2019, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για ανάπτυξη 2% και 1,8% αντίστοιχα. Για το 2018, η ΕΚΤ αναμένει πληθωρισμό στο 1,8% -έναντι προηγούμενης εκτίμησης στο 1,7%- αλλά για την επόμενη χρονιά προβλέπει επιβράδυνση στο 1,6%. Μπορεί ο πληθωρισμός να κυμαίνεται κοντά στον στόχο 2% της ΕΚΤ, όμως η διολίσθηση των πετρελαϊκών τιμών συνεπάγεται υποχώρηση των τιμών τους επόμενους μήνες.
Στόχος τα χαμηλά επιτόκια

Με αφορμή το τέλος του QE, ο Νικόλαος Απέργης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, επισημαίνει τα εξής: Παρά το ότι η ΕΚΤ θα σταματήσει το QE, ο στόχος της είναι να διατηρήσει το βασικό της επιτόκιο χαμηλά. Εάν επιτρέψει μια απότομη άνοδο του επιτοκίου, αυτό θα αποσταθεροποιήσει τις αγορές ομολόγων και θα οδηγήσει σε απότομη άνοδο των μακροχρόνιων επιτοκίων, με αποτέλεσμα όσοι διακρατούν ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους (π.χ. τράπεζες) να υποστούν ένα αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου. Ταυτόχρονα θα αυξήσει το κόστος της τραπεζικής δια-μεσολάβησης ταχύτερα από την απόδοση του τραπεζικού ενεργητικού (αφού το πρώτο κομμάτι έχει μικρότερη διάρκεια από ό,τι το δεύτερο) με αρνητικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία, αφού τα μακροχρόνια επιτόκια θα αυξηθούν, οι επενδύσεις θα μειωθούν και το εισόδημα (ΕΠ) και η απασχόληση θα μειωθούν. Έτσι, τουλάχιστον η ΕΚΤ θα απορροφήσει το τέλος του προγράμματος για να μην έχουμε τις ανωτέρω αρνητικές επιπτώσεις.