Είκοσι χρόνια κλείνουν σήμερα από την ημέρα που το ευρώ έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του, αρχικά μόνο με λογιστική μορφή στις συναλλαγές, ως το νέο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Η 1η Ιανουαρίου 1999 σηματοδότησε την απαρχή της Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης, η οποία είχε κριθεί απαραίτητη για την πιο αποτελεσματική λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς και την μεγιστοποίηση των ωφελειών που προέκυπταν από αυτήν.

Ταυτοχρόνως οι θιασώτες της Νομισματικής Ένωσης υποστήριζαν ότι η δημιουργία της θα συνέβαλλε στην ταχύτερη σύγκλιση των οικονομιών της Ευρώπης, στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και εν τέλει στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.

Σήμερα το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δέχεται ισχυρούς κλυδωνισμούς τόσο στο εσωτερικό του από το διαρκώς αυξανόμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα, όσο και στο εξωτερικό με την αποχώρηση της Μ.Βρετανίας από την ΕΕ (Brexit). Τα οφέλη από τη δημιουργία του ευρώ, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στα μέτωπα της συναλλαγματικής σταθερότητας, της σταθερότητας των τιμών και της οικονομικής ανάπτυξης, δεν επιμερίστηκαν ισομερώς σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, ενώ κάποια από αυτά, όπως η Ελλάδα, δεν κατάφεραν τελικώς να συγκλίνουν τις οικονομίες τους. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων το 2017 έχει υποχωρήσει στα 17.386 ευρώ από τα 18.205 ευρώ που ήταν σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2001, τη χρονιά δηλαδή που η χώρα μας εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ.

Για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που μετείχαν στην ιδρυτική ομάδα των κρατών του ευρώ “η περιπέτεια” του κοινού νομίσματος είχε ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 31 Δεκεμβρίου 1998, είχαν “κλειδώσει” αμετάκλητα οι ισοτιμίες μεταξύ του ευρώ και των νομισμάτων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Έτσι την 1η Ιανουαρίου 1999 έγινε η εισαγωγή του ευρώ. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε το λεγόμενο ευρωσύστημα το οποίο αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των κρατών μελών της ευρωζώνης. Η ευθύνη για τη χάραξη της Νομισματικής Πολιτικής εκχωρήθηκε στην ΕΚΤ. Αυτή ήταν και η αρχή μιας μεταβατικής περιόδου που θα διαρκούσε τρία χρόνια και θα τελείωνε με την εισαγωγή χαρτονομισμάτων και κερμάτων ευρώ και την απόσυρση των εθνικών χαρτονομισμάτων και κερμάτων.

Η έλευση του ευρώ σηματοδότησε και το τέλος της “μονοκρατορίας” του γερμανικού μάρκου, το οποίο σε μεγάλο βαθμό επηρέαζε μέχρι τότε τις ισοτιμίες των ασθενέστερων εθνικών νομισμάτων της Ευρώπης πιέζοντας τα σε αλλεπάλληλες υποτιμήσεις. Έτσι τα κράτη μέλη της ευρωζώνης μπορεί να απεμπόλησαν το δικαίωμα άσκησης της νομισματικής πολιτικής, το οποίο εκχωρήθηκε στην ΕΚΤ, απέκτησαν όμως το δικαίωμα να μετέχουν στη διαμόρφωση της μέσα από τη συμμετοχή τους στο διοικητικό συμβούλιο της νέας Κεντρικής Τράπεζας.

Για την Ελλάδα η ώρα του ευρώ σήμανε το 2000, οπότε το Συμβούλιο απεφάνθη ότι χώρα πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Έτσι η χώρα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Santa Maria da Feira στις 19 Ιουνίου για την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ την 01/01/2001 αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό σταθμό στην ιστορία της χώρας. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της μακρόχρονης πορείας ονομαστικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη της πολυπόθητης πραγματικής σύγκλισης με την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής. Ένα χρόνο αργότερα, την 1η Ιανουαρίου του 2002, το ευρώ έκανε την εμφάνιση του σε φυσική μορφή με κέρματα και τραπεζογραμμάτια. Έως τις 3 Ιανουαρίου 2002, το 96% όλων των αυτόματων ταμειακών μηχανών (ΑΤΜ) στη ζώνη του ευρώ έδιναν χαρτονομίσματα ευρώ. Και μέσα σε μία εβδομάδα από την εισαγωγή του, περισσότερες από τις μισές συναλλαγές μετρητών πραγματοποιούνταν σε ευρώ. Η αλλαγή νομίσματος ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες. Τα εθνικά χαρτονομίσματα και κέρματα έπαψαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα στα τέλη Φεβρουαρίου του 2002 το αργότερο, και νωρίτερα σε μερικά κράτη μέλη.

Η πορεία του ευρώ στη διάρκεια της εικοσαετίας δεν ήταν ευθύγραμμη. Η ευρωζώνη στη διάρκεια αυτών των χρόνων αυτών -κυρίως στην πρώτη δεκαετία- κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης από την μείωση του 0,4% που εμφάνισε το 1995 κατόρθωσε να αυξηθεί με ρυθμό 4% το 2000. Στο δεύτερο όμως μισό της δεκαετίας βίωσε τη χειρότερη χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση από το 1930, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται μονό στη διάρκεια μίας χρόνιας, το 2009, κατά 4,34%.

Ταυτοχρόνως, ο συνδυασμός της ενιαίας αγοράς με το ένα κοινό νόμισμα έδωσαν σημαντική ώθηση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο το οποίο από 13% του ΑΕΠ το 1992 έφθασε στο 20% σήμερα.

Βέβαια το εγχείρημα της νομισματικής ένωσης, και το αίσθημα της σταθερότητας που εδραιώνεται από αυτή την μακροχρόνια διαδικασία, δεν είναι ικανό από μόνο του να οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε ικανοποιητικό επίπεδο απασχόλησης. Επιπροσθέτως η εμπειρία της ένωσης τόσο της Ιταλίας όσο και της Γερμανίας τον 19ο αιώνα κατέδειξαν ότι το ιστορικό προηγούμενο του ανοίγματος των αγορών και η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου δεν αποφέρει μία δίκαιη κατανομή των κερδών μεταξύ των διαφορετικών γεωγραφικών περιφερειών. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε πρόσφατη ομιλία του παραδέχθηκε ότι ενώ ορισμένες χώρες, όπως αυτές της Βαλτικής, η Μάλτα και η Σλοβακία, κατόρθωσαν να περιορίσουν το χάσμα που τους χώριζε με την ΕΕ (η διαφορά μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος των χωρών αυτών και του μέσου όρου της ΕΕ έχει μειωθεί κατά το 1/3 από το 1999 μέχρι σήμερα), άλλες χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία μετά την ένταξη τους απέτυχαν να γεφυρώσουν αποτελεσματικά την απόσταση που τις χώριζε εξ αρχής από τα πιο ανεπτυγμένα κράτη μέλη.

Το γεγονός αυτό άλλωστε αντανακλάται στη δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Ευρωβαρέμετρο, οι οποίοι θεωρούν ότι η ζωή τους έχει επιδεινωθεί μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ. Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα της έρευνας αυτής που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ποσοστό των Ελλήνων που εμφανιζόταν επαρκώς ικανοποιημένο (fairly satisfied) από 52,65% το 1999 υποχώρησε στο 42% το 2018. Αντιθέτως το ποσοστό που δήλωναν ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι έφθασε φέτος στο 17,18% από 6,79% αντιστοίχως. Η Ελλάδα, η οποία επλήγη περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες της ΕΕ από την κρίση είναι μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ όπου καταγράφονται υψηλότερα ποσοστά δυσαρέσκειας μετά την έναρξη στο ευρώ.

Οι Έλληνες 20 χρόνια μετά την έλευση του ευρώ δεν είναι μόνο πιο φτωχοί, συγκρίνοντας το κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και από τους πλέον υπερχρεωμένους πολίτες στη ζώνη του ευρώ. Την αποκλίνουσα εικόνα της ελληνικής οικονομίας, συμπληρώνει το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Το χρέος των νοικοκυριών υπερτριπλασιάστηκε καθώς από το 37,5% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2001 (σύμφωνα με τα στοιχειά του ΟΟΣΑ) ξεπέρασε το 114% το 2017. Αν στις οφειλές των νοικοκυριών προστεθούν και αυτές των επιχειρήσεων τότε το χρέος των ιδιωτών αγγίζει πλέον το 137% της οικονομικής δραστηριότητας.