Συγκλίσεις και διαφωνίες κατέγραψε η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα στη χθεσινή επίσημη πρώτη συζήτηση με το κουαρτέτο, για μέτρα και αντίμετρα τα οποία θα δοκιμαστούν άμεσα στη Βουλή, στο πλαίσιο επίτευξης συνολικής συμφωνίας η οποία θα διασφαλίζει την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Στη χθεσινή τετράωρη συνάντηση με αποκλειστικό θέμα τα δημοσιονομικά, οι εκπρόσωποι των δανειστών περισσότερο άκουσαν τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Οι απαιτήσεις είναι δεδομένες και η κυβέρνηση έχει ήδη πει ένα πρώτο «ναι». Μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου θα πρέπει να εφαρμοστεί μείωση του αφορολόγητου και των καταβαλλόμενων συντάξεων, με στόχο εξοικονομήσεις ύψους 2% του ΑΕΠ. Αυτή ήταν η θέση του ΔΝΤ , στην οποία τελικά συντάχθηκαν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.

Η κυβέρνηση, μέσω διαρροών τις προηγούμενες ημέρες, άφηνε να εννοηθεί ότι συζητά παρεμβάσεις οι οποίες θα κόβουν 0,75% του ΑΕΠ από το αφορολόγητο και 0,75% από τις συντάξεις. Ενώ για το αφορολόγητο το σημείο αναφοράς φαίνεται να είναι κοινό -το 2019-, για τις συντάξεις το κυβερνητικό σενάριο προκρίνει σταδιακή περικοπή, αρχής γενομένης από το 2020, με μοίρασμα των επιβαρύνσεων έως το 2025.

Οι δανειστές, σύμφωνα με πληροφορίες, απορρίπτουν κατηγορηματικά τις προτάσεις σταδιακής μείωσης των συντάξεων, όσο και της χαμηλότερης συνολικά δημοσιονομικής παρέμβασης. Ζητούν από την κυβέρνηση μείωση του αφορολόγητου στις 5.900 ευρώ από το 2019, με στόχο εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. ευρώ και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς μια κι έξω στις συντάξεις και όχι σταδιακά.

Κυβερνητικές πηγές θεωρούν ότι υπάρχει περιθώριο μείωσης της συνολικής δημοσιονομικής απαίτησης, εξαιτίας του περυσινού υπερ-πλεονάσματος, το οποίο εκτιμάται πως προσέγγισε το 3% του ΑΕΠ έναντι στόχου 0,5%.

Η σημερινή μέρα θα είναι κρίσιμη για τους αριθμούς. Τα τεχνικά κλιμάκια θα ασχοληθούν με τον προσδιορισμό του δημοσιονομικού κενού των επόμενων ετών και από τις μετρήσεις τους θα φανεί αν υπάρχει τελικά περιθώριο μείωσης του τελικού λογαριασμού. Κυβερνητικό στέλεχος παρέπεμπε χθες με νόημα στην έκθεση του άρθρου 4 του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπου περιγράφονται οι απαιτήσεις για μέτρα 2% του ΑΕΠ, τονίζοντας ότι οι υπολογισμοί δεν ενσωματώνουν τα στοιχεία μετά τον Νοέμβριο. Ο Π. Τόμσεν έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναθεωρήσεων των προβλέψεων του Ταμείου, όταν θα υπάρξουν τα οριστικά δημοσιονομικά στοιχεία.

Το αφορολόγητο

Η αρχική θέση των δανειστών αφορά σε μείωση του αφορολόγητου στις 5.900 ευρώ. Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι οι δανειστές ζητούν μείωση των ανώτατων συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (σήμερα 45% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ και 37% για το κλιμάκιο εισοδήματος από 30.001 έως 40.000 ευρώ) αλλά και του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων (29%).

Είναι, κατά την άποψή τους, δύο παρεμβάσεις με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, αλλά απέχουν πολύ από την προσέγγιση της κυβέρνησης, όταν έβαζε φόρους περιορίζοντας στο μέτρο του δυνατού τις επιβαρύνσεις για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Τη νύφη κλήθηκαν να πληρώσουν οι υψηλότερες εισοδηματικά τάξεις, με αποτέλεσμα -κατά την άποψη των δανειστών- τη φοροδοτική τους εξάντληση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση των απλήρωτων φόρων (14 δισ. ευρώ το 2016 τα «φρέσκα» ληξιπρόθεσμα) αλλά και για τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, με άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ.

Οι αλλαγές που προτείνουν οι δανειστές φέρνουν στο προσκήνιο μια νέα κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Μείωση του αφορολόγητου στις 5.900 ευρώ, αν συνοδευόταν από διατήρηση του ισχύοντος πρώτου συντελεστή 22%, θα σήμαινε φόρο 462 ευρώ για έναν ιδιωτικό υπάλληλο με μηνιαίες αποδοχές 571 ευρώ ή 8.000 ευρώ τον χρόνο. Ξαφνικά η εφορία θα του ζητούσε σχεδόν ένα μηνιάτικο.

Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται, σύμφωνα με πληροφορίες, ένα χαμηλότερο πρώτο συντελεστή. Πληροφορίες αναφέρουν ότι μια πιθανή γραμμή συμβιβασμού θα ήταν στην περιοχή του 12%. Σε αυτή την περίπτωση, μείωση του αφορολόγητου στις 5.900 ευρώ για τον υπάλληλο των 517 ευρώ τον μήνα θα σήμαινε φόρο 252 ευρώ.