Αντιμέτωποι με την υπέρογκη αύξηση των ασφαλιστικών τους εισφορών, αλλά και με το ενδεχόμενο απώλειας της θέσης εργασίας τους αναμένεται να βρεθούν 250.000 ασφαλισμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και μισθωτοί που διατηρούν Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών.

Ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσος Πετρόπουλος εξέδωσε χθες την πολυαναμενόμενη εγκύκλιο, βάζοντας «φωτιά» στα εισοδήματα και στη καθημερινότητα χιλιάδων εργαζόμενων και εργοδοτών, αυξάνοντας κατακόρυφα το μισθολογικό κόστος.

Σε μια περίοδο μάλιστα που σύμφωνα με στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» για το 2016, επικρατούν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ένας στους δυο εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα καλείται να ζήσει με λιγότερα από 800 ευρώ, ενώ και η αδήλωτη εργασία και η ανεργία αυξάνονται.

Η εγκύκλιος αφορά τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών που αμείβονται με δελτίο (ΔΠΥ) από έναν ή το πολύ δύο εργοδότες, και για τους οποίους ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει τον επιμερισμό των εισφορών κατά 13,33% στον εργοδότη και 6,67% στον εργαζόμενο (σύνολο 20% για κύρια ασφάλιση).

Για τη συγκεκριμένη ομάδα ξεκινά μια πολυδαίδαλη γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία σύμφωνα με τους ειδικούς στην κοινωνική ασφάλιση «είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει με ολέθριες συνέπειες και για τα δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη». Οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα πρέπει να αναγράφουν στο δελτίο παροχής υπηρεσιών που εκδίδουν ότι υπάγονται στο νόμο για επιμερισμό των εισφορών, καθώς έχουν συνεργασία με έως δυο εργοδότες. Με τη σειρά τους οι εργοδότες θα πρέπει να αναφέρουν σε ΑΠΔ τη σχέση εργασίας που έχουν με τον εκάστοτε ελεύθερο επαγγελματία, προκειμένου να καταβάλλουν το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που τους αναλογεί.

Ωστόσο εάν ο εργοδότης αρνηθεί να καταβάλει τις εισφορές, τότε ο εργαζόμενος θα πρέπει με υπεύθυνη δήλωση να καταγγείλει στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ τον εργοδότη, προκειμένου να του ζητηθούν οι εισφορές. Μάλιστα ο εργαζόμενος θα πρέπει να δηλώνει το ΑΦΜ του εργοδότη, καθώς και όποια άλλα στοιχεία αποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να υπαχθεί στο συγκεκριμένο καθεστώς ασφάλισης.

Σε κάθε περίπτωση οι εισφορές θα πρέπει να καταβληθούν εξ’ ολοκλήρου από τον εργαζόμενο στον ΕΦΚΑ έως ότου ξεκαθαριστεί η υπόθεση από τις αρμόδιες υπηρεσίες και του καταβληθούν αναδρομικά στο τέλος του έτους.

Ειδικοί αναφέρουν ότι τα δυο μέρη στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγηθούν σε δικαστικές αίθουσες, ενώ στη χειρότερη θα διακοπεί η συνεργασία τους με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να χάσει το εισόδημα που είχε. Την ίδια στιγμή, η εγκύκλιος «νομιμοποιεί» και διαιωνίζει τη βιομηχανία αμοιβών με δελτίο παροχής υπηρεσιών σε περιπτώσεις υποκρυπτώμενης εξαρτημένης σχέσης εργασίας. Μάλιστα τίθενται σε κίνδυνο και οι υπόλοιπες θέσεις πλήρους απασχόλησης σε μια εταιρεία, καθώς οι υπόλοιποι εργαζόμενοι είναι ασύμφοροι για τον εργοδότη, ο οποίος καταβάλει εισφορές και μισθούς για 14 μήνες με επιπλέον κρατήσεις για επίδομα ανεργίας κτλ.

Οι ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση προεξοφλούν ότι το νέο αυτό σύστημα θα οδηγήσει τελικά σε μειώσεις αμοιβών, καθώς το σύνολο της εισφοράς είναι βέβαιο ότι θα κληθούν να το καλύψουν οι εργαζόμενοι.

Η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει ότι για τους ελεύθερους επαγγελματίες που υπογράφουν ετήσια σύμβαση και εντάσσονται στη ρύθμιση για να ασφαλιστούν ως μισθωτοί, ισχύει το ετήσιο ανώτατο όριο των 70.320 ευρώ. Δηλαδή οι εισφορές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό του ΔΠΥ ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει ανά μήνα το ποσό των 5.860,8 ευρώ, υπό την προϋπόθεση πως δεν γίνεται υπέρβαση του ανωτάτου ετησίου ορίου. Αντίθετα αν η σύμβαση είναι μικρότερη του έτους, το σύστημα χρησιμοποιεί το μηνιαίο ανώτατο πλαφόν ήτοι τα 5.860,80 ευρώ επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές.

Στην περίπτωση δε που ο “μισθωτός” εισπράττει από τον 1 ή τους 2 εργοδότες λιγότερα από 586 ευρώ το μήνα αθροιστικά, τότε οι εισφορές θα πληρωθούν από εργοδότη και εργαζόμενο στο πραγματικό εισόδημα και στο τέλος του έτους, ο εργαζόμενος θα πληρώσει μόνος του ολόκληρη την εισφορά για το ποσό που υπολείπεται ώστε να συμπληρωθεί το κατώτατο όριο εισοδήματος των 586 ευρώ.

Κατά τα λοιπά, η εγκύκλιος διευκρινίζει ότι αν εντός του έτους ο εργαζόμενος βρει και άλλους εργοδότες ή χάσει κι αυτούς που είχε για το εναπομείναν διάστημα, θα καταβάλει εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας (δηλαδή με το εισόδημα του 2015) και η εκκαθάριση θα γίνει και πάλι στο τέλος της χρονιάς.

«Αφανισμός» των μισθωτών που διατηρούν «μπλοκάκι»
Κατάφορα αδικημένοι θα πρέπει να αισθάνονται οι περίπου 100.000 μισθωτοί, ασφαλισμένοι μετά το 1992, που διατηρούν ταυτόχρονα και δελτίο παροχής υπηρεσιών, καθώς καλούνται να καλύψουν το σύνολο των διπλών ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται τουλάχιστον σε 26,95% για κύρια σύνταξη και υγεία και μπορεί να φτάσουν το 37,95% με επικουρική και εφάπαξ.

Στην πράξη, αυτό σηµαίνει ότι οι µισθωτοί που έχουν δεύτερη απασχόληση µε ∆ΠΥ θα καλύπτουν µόνοι τους, ως ελεύθεροι επαγγελµατίες, τις εισφορές για το εισόδηµα από µπλοκάκι. Δυο μέτρα και δυο σταθμά, καθώς δεν εφαρμόζεται η ειδική πρόνοια του νόµου Κατρούγκαλου για ενιαία επιβολή ασφαλιστικών εισφορών.

Μια ακόµη ένδειξη της διαφορετικής αντιμετώπισης των ασφαλισμένων είναι ότι στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελµατιών µε έως δύο εργοδότες, ο υπολογισµός των εισφορών θα γίνεται επί του πραγµατικού µηνιαίου εισοδήµατος, όπως αυτό θα δηλωθεί από τον εργοδότη στη νέου τύπου ΑΠ∆, ενώ στους παράλληλα απασχολούµενους οι εισφορές για τη µεν µισθωτή απασχόληση θα υπολογίζονται επί του πραγµατικού µηνιαίου µισθού, για τη δε απασχόληση µε ∆ΠΥ θα υπολογιστούν µε βάση το εισόδηµα του 2015, το οποίο μπορεί να μην ισχύει σήμερα.

Σε περίπτωση μάλιστα που ο συγκεκριμένος ασφαλισμένος δεν έχει πλέον εισόδημα από μπλοκάκι θα καλείται να επιβαρυνθεί και με προσαυξήσεις, καθώς θα αδυνατεί να πληρώσει εισφορές για εισόδημα που πλέον δεν έχει.

Τέλος, η εγκύκλιος ορίζει – χωρίς να υπάρχει σχετική διάταξη στο νόμο Κατρούγκαλου – ότι σε περίπτωση που κάποιος μισθωτός αμείβεται για επιπλέον εργασία, από την ίδια επιχείρηση, με ΔΠΥ, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει εργοδοτική εισφορά για το σύνολο των αμοιβών.

Παραδείγματα
Φως στις νέες γκρίζες ζώνες που δημιουργεί η εγκύκλιος επιδιώκουν να ρίξουν τα παραδείγματα μέσω των οποίων φαίνεται πότε κάποιος εργαζόμενος – ελεύθερος επαγγελματίας ασφαλίζεται ως μισθωτός γιατί έχει διαρκή σχέση εργασίας με έως 2 εργοδότες οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν εργοδοτική εισφορά (παρ. 9 του άρθρου 39), πότε ασφαλίζεται μόνο ως ελεύθερος επαγγελματίες και πληρώνει το σύνολο των εισφορών από μόνος του (άρθρο 39) και πότε ασφαλίζεται ως μισθωτός με επιμερισμό εισφορών μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου (άρθρο 38).

– Μηχανικός παρέχει υπηρεσίες σε μία τεχνική εταιρία και σε μία τράπεζα για διάστημα 10 μηνών κι εκδίδει δελτίο παροχής υπηρεσιών (ΔΠΥ), 20.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα. Εφόσον αυτές δεν είναι ευκαιριακής μορφής (απαιτούν διαρκή απασχόληση), ο μηχανικός υπάγεται στη διάταξη που προβλέπει τον επιμερισμό της εισφοράς μεταξύ εργοδότη και ασφαλισμένου (παρ. 9 του άρθρου 39). Συνεπώς, για κάθε μία από τις δύο δραστηριότητες υπολογίζονται εισφορές ως εξής: Για την πρώτη δραστηριότητα το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους 10 μήνες που διαρκεί η σύμβαση, και επί της αμοιβής των 2.000 ευρώ υπολογίζονται εισφορές ύψους 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου (τεχνικής εταιρείας). Για τη δεύτερη, το αντίστοιχο ποσό της μηνιαίας αμοιβής ανέρχεται σε 1.000 ευρώ, στο οποίο και θα υπολογιστούν εισφορές κατά όμοιο τρόπο. Σύμφωνα με το υπουργείο, κατά τον ίδιο τρόπο επιμερίζονται οι εισφορές για τον κλάδο περίθαλψης, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχής.

– Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας και αμοιβή 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η κλινική αποτελεί τον μόνο αντισυμβαλλόμενο του ιατρού, οπότε υπάγεται στην παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η οικεία σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Βέβαια, εάν η σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ ανά μήνα, συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Σε αυτήν την περίπτωση για τους υπόλοιπους 2 μήνες του έτους που ο γιατρός εμφανίζεται χωρίς αμοιβή θα πρέπει να καταβάλει από μόνος του εισφορές, ως μη μισθωτός και μάλιστα με βάση το εισόδημα του 2015.

– Σε άλλο παράδειγμα, γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ. Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου. Όμως, για τα 86,08 ευρώ, το ποσό δηλαδή που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των εισφορών (586,08-500=86,08 ευρώ), ο γιατρός θα πρέπει να καταβάλλει εισφορές από μόνος του, ως μη μισθωτός.

– Λογιστής εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρεία και παρέχει παράλληλα υπηρεσίες σε άλλη εταιρεία με ΔΠΥ. Δεν υπάγεται στην επίμαχη διάταξη αλλά στο άρθρο 36 που ορίζει τις εισφορές στην περίπτωση της παράλληλης απασχόλησης. Στην πράξη, για τις μισθωτές του υπηρεσίες θα επιμερίζεται κανονικά το 20% (άρθρο 38) για το δε εισόδημά του από την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος (ΔΠΥ) θα καταβάλλει από μόνος του το σύνολο των εισφορών (άρθρο 39).
Εάν ο ίδιος Λογιστής που εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρεία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρεία με ΔΠΥ, δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα θα καταβάλλονται εισφορές μισθωτού (άρθρο 38). Επομένως, η εταιρεία θα πληρώνει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ).