Το ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ως κοινωνική ανάγκη και όχι ως αποτέλεσμα μικροκομματικής πολιτικής

αποσπάσματα

Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση & Εκπαιδευτικός – Επαγγελματικός Προσανατολισμός

Γράφει ο Αλέξανδρος Σαχπεκίδης Εκπαιδευτικός

  1. 5. Εκπαιδευτικός και Επαγγελματικός Προσανατολισμός.

Παρά τις ανισότητες και τα προβλήματα που δημιουργούν οι πολιτισμικές διαφορές με τις οποίες εισέρχονται οι μαθητές στο σχολείο, η ιδεολογική υποτίμηση της χειρωνακτικής εργασίας δρα καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινής αντίληψης και της νοοτροπίας ότι η κοινωνική καταξίωση, επιτυγχάνεται μόνο με την εισαγωγή των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την μετέπειτα απασχόλησή τους σε επαγγέλματα μη χειρωνακτικά.

Το σχολείο, προσανατολισμένο σ’ αυτή την αντίληψη, έχει διαμορφώσει κατάλληλα το πρόγραμμα σπουδών με αυστηρά προκαθορισμένους στόχους, αξίες, μαθήματα, ώρες, μεθόδους διδασκαλίας, κριτήρια και μεθόδους αξιολόγησης.

Οι μαθητές προετοιμάζονται και προωθούνται στο ένα και μοναδικό αξιόλογο σχολείο, το Γενικό Λύκειο, που οδηγεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, απορρίπτοντας το άλλο, το διαφορετικό, το Τεχνικό – Επαγγελματικό σχολείο, την φύση αλλά και την ύπαρξη του οποίου οι περισσότεροι αγνοούν.

Στο πλαίσιο αυτό, το σχολείο μέχρι και το Γυμνάσιο δεν έχει δημιουργήσει μηχανισμούς ή διαδικασίες επαρκούς ενημέρωσης και ακόμη περισσότερο προετοιμασίαςτων μαθητών, για τις προοπτικές, το είδος των σπουδών καθώς και για τη φύση και τα αντικείμενα εργασίας των διαφόρων ειδικοτήτων που διδάσκονται στο ΕΠΑ.Λ..

Η φοίτηση λοιπόν στο ΕΠΑ.Λ.,δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιου εκπαιδευτικού και επαγγελματικού προσανατολισμού των μαθητών ή της καθοδήγησής τους μέσα από το σχολείο (Δημοτικό ή Γυμνάσιο).

Έτσι λοιπόν, το Τεχνικό – Επαγγελματικό Σχολείο (σημερινό ΕΠΑ.Λ.) υποβαθμίζεται στο ρόλο του ‘ναυαγοσώστη’ της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αφού το μαθητικό του δυναμικό προέρχεται:

  1. I. κατά ένα ποσοστό από τους μαθητές που εγκαταλείπουν το Γενικό Λύκειο χωρίς να έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους σ’ αυτό (Σχολική Διαρροή – Σχολική Αποτυχία).
  2. II. κατά ένα ποσοστό από τους μαθητές που ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στο Γενικό Λύκειο αλλά αποτυγχάνουν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και συνειδητοποιούν ότι παραμένουν ανειδίκευτοι.
  3. III. κατά ένα ποσοστό από τους μαθητές που είτε μετά βίας ‘τελειώνουν’ το Γυμνάσιο είτε αντιλαμβάνονται τη δυσκολία συνέχισης των σπουδών τους στο Γενικό Λύκειο.

Οι μαθητές αυτοί βιώνοντας αισθήματα αποτυχίας και απομόνωσης, επιλέγουν το ΕΠΑ.Λ. ελπίζοντας ότι με την αρετή και την ηθική τους αξία “θα συγχωρεθούν” και θα κερδίσουν την εκτίμηση των δασκάλων τους και την εμπιστοσύνη των μελλοντικών εργοδοτών τους.

Το Τεχνικό – Επαγγελματικό Σχολείο (σημερινό ΕΠΑ.Λ.) λοιπόν δεν αποτελεί το σχολείο της πρώτης συνειδητής επιλογής των μαθητών που οδηγεί στην επαγγελματική τους επιτυχία, αλλά την τελευταία λύση ανάγκης προκειμένου να μη στιγματισθούν ως αποτυχημένοι.

«Εξορισμένα στο τεχνικό – επαγγελματικό σχολείο, αυτά τα παιδιά εκτιμώνται -από την κυρίαρχη κουλτούρα- ως μαθητές που έχουν αποδείξει τη διανοητική τους ανικανότητα». (Σωτηροπούλου, Καλλιόπη (1998, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ))

Έτσι λοιπόν η κυρίαρχη κουλτούρα:

  1. I. καθιερώνει το Γενικό Λύκειο όχι μόνον ως το κυρίαρχο σχολείο, το σχολείο των καλών μαθητών, αλλά και ως το μοναδικό σχολείο που οδηγεί στην κοινωνική αναγνώριση και την κοινωνική επιτυχία, ενώ,
  2. II. υποβαθμίζει το τεχνικό – επαγγελματικό σχολείοστον έσχατο βαθμό, αφού έμμεσα το μετατρέπει από Σχολείο πρώτης επιλογής για την απόκτηση επαγγελματικών γνώσεων, την ανάπτυξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων και τη διασφάλιση της επαγγελματικής επιτυχίας, σε ‘Ίδρυμα περισυλλογής και μερικής αποκατάστασης αποτυχημένων’.

Καθιερώνει επομένως και νομιμοποιεί ένα σχολικό και κοινωνικό ρατσισμό.

Ωστόσο ο σχολικός αυτός ρατσισμός, κατά ένα παράδοξο τρόπο, αναδεικνύει στο μέγιστο βαθμό, τόσο την ανάγκη ύπαρξηςόσο και τον σημαντικότατο ρόλο του Τεχνικού – Επαγγελματικού σχολείου ως μοναδικού μηχανισμού που περιορίζει τη σχολική διαρροή και παράγει την κοινωνική ένταξη των αδύναμων μαθητών.

Ταυτόχρονα καταδεικνύει και τη θέση (Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) στην οποία αυτός ο μηχανισμός της κοινωνικής ένταξης πρέπει να υφίσταται και να λειτουργεί.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι και μόνον ο κοινωνικός ρόλος του τεχνικού επαγγελματικό σχολείου,(σημερινού Επαγγελματικού Λυκείου – ΕΠΑΛ), επιβάλλει την ύπαρξή του και τη λειτουργία του μέσα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση παράλληλα με το Γενικό Λύκειο.

Ακραία μορφή αυτού του κοινωνικού και σχολικού ρατσισμού αποτελεί η τάση που εμφανίζεται σήμερα ως κυρίαρχη και απαιτεί τον περιορισμό ή και την κατάργηση του Επαγγελματικού Λυκείου από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και το Τυπικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, για την επικράτηση ενός μόνο τύπου Λυκείου του Υποχρεωτικού 12χρονου ή 14χρονου Ενιαίου Λυκείου Γενικής Παιδείας, που οδηγεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την κοινωνική αναγνώριση και επιτυχία.

Η ανάγκη για την άρση της υποτίμησης της χειρωνακτικής εργασίας και των συνεπειών που δημιουργεί ο παραγόμενος από αυτή σχολικός και κοινωνικός ρατσισμός, είναι διαπιστωμένη και αναγνωρισμένη από πολύ παλιά.

Το 1985, η ανάγκη αυτή κατοχυρώθηκε και νομοθετικά, διαμορφώνοντας το σκοπό της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με το νόμο 1566/1985 ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα.

«Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι:να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε: …

… να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας». (παρ. 1β, άρθρο 1, Νόμος 1566 ΦΕΚ 167Α΄ 30-9-1985).

«…να αναπτύσσονται σύμμετρα ως άνθρωποι και ως μελλοντικοί εργαζόμενοι, κατανοώντας την ισότιμη συμβολή της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας στην κοινωνική πρόοδο και την ανάπτυξη». (παρ. 1στ, άρθρο 5, Νόμος 1566 ΦΕΚ 167Α΄ 30-9-1985).

Ωστόσο, στα 30 χρόνια που ακολούθησαν (από το 1985 έως σήμερα), καταγράφεται η πλήρης ανυπαρξία δράσεων και προγραμμάτων της πολιτείας καθώς και η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε παιδαγωγικής ή εκπαιδευτικής πρακτικής για την άρση του κοινωνικού και σχολικού ρατσισμού με την προαγωγή της ισοτιμίας της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας.

Γεγονός που καταδεικνύει, ποιας κοινωνικής ομάδας την κουλτούρα και τη γνώση αποτελούν και ποιων κοινωνικών τάξεων και επαγγελματικών ομάδων τα συμφέροντα εξυπηρετούν οι ορισμένες μορφές γνώσης που προωθούνται καθώς και οι παιδαγωγικές πρακτικές, οι μέθοδοι διδασκαλίας και οι διαδικασίες αξιολόγησης που εφαρμόζονται.

Η πορεία προς μια Δημοκρατική κοινωνία επιβάλλει την αναδιάρθρωσή του Σχολείου από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση προκειμένου να αίρει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς και τις ανισότητες και να παράγει ισότιμη κοινωνική ένταξη, με σεβασμό στις Δημοκρατικές Αξίες και Αρχές.

«Η ανάγκη για συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στις δράσεις εντός του σχολικού πλαισίου, με αποδοχή και σεβασμό της διαφορετικότητας και της κάθε ξεχωριστής προσωπικότητας, είναι ζητούμενο μα και εφαλτήριο μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής. (Παπαδοπούλου 2002)

  1. 6. Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΤΕΕ).

Η ολοκλήρωση ενός έργου στο επίπεδο που απαιτεί η αγορά Εργασίας, αποτελείται από ένα αυστηρά καθορισμένο σύνολο, εργασιών, μέσων, τρόπων και μεθόδων υλοποίησης που με τη σειρά τους καθορίζουν το εύρος και το επίπεδο, των ειδικών τεχνικών – επαγγελματικών γνώσεων, των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων που απαιτούνται.

Ειδικότητα.Το σύνολο λοιπόν που αποτελείται από το πλήθος, τη μορφή και τη φύση των εργασιών που απαιτούνται, τους τρόπους και τις μεθόδους που ακολουθούνται, τα μέσα που χρησιμοποιούνται καθώς και το εύρος και το επίπεδο των γνώσεων, των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων που πρέπει να συνυπάρχουν και να συνδυάζονται, για την ολοκλήρωση ενός έργου στο επίπεδο που καθορίζει η αγορά εργασίας, συνιστά την ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η αγορά εργασίας είναι αυτή που καθορίζει αυστηρά το αντικείμενο εργασίας και το περιεχόμενό του (ειδικότητα), επιβάλει τους όρους και τις προϋποθέσεις υλοποίησής του και απαιτεί από τον εργαζόμενο να πληροί όλους τους παραπάνω όρους και προϋποθέσεις.

H αγορά εργασίας, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη και την οικονομία, προκειμένου να εξασφαλίσει την ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής και τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών και των μέσων, καθιστώντας τις επιχειρήσεις όχι απλώς βιώσιμες αλλά και ανταγωνιστικές στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Χώρας, απαιτεί την τροφοδότησή της με ειδικά εκπαιδευμένα μεσαία στελέχη παραγωγής, ικανά να αντεπεξέλθουν στις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις των διαφόρων ειδικοτήτων, τις οποίες (ανάγκες) έχει επιβάλλει η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας που διαμορφώνει τις σύγχρονες συνθήκες και τα μέσα παραγωγής.

Το Γενικό Λύκειο ‘απασχολημένο’ με τις γλωσσικές, τις λογικομαθηματικές και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις της ταυτότητάς του αδυνατεί να ανταποκριθεί σ’αυτή την κοινωνική ανάγκη.

Η υπαρκτή ανάγκη για την δημιουργία των ειδικά εκπαιδευμένων μεσαίων στελεχών παραγωγής και η αδυναμία του Γενικού Λυκείου να τους παράγει, επιβάλλουν, την ύπαρξη και τη λειτουργία ισχυρής Τεχνικής – Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

«Στον ελληνικό χώρο η ιδέα για την ανάπτυξη τεχνικής εκπαίδευσης εμφανίζεται πολύ νωρίς και ήδη τη συναντάμε στα προεπαναστατικά κείμενα του αγώνα του ΄21.

Κυβερνήτες και υπουργοί (Καποδίστριας, Χριστόπουλος, Δεληγιώργης, Πετσάλης, Μαυρομιχάλης), οικονομικοί και εκπαιδευτικοί φορείς (Επιτροπή επι της Εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας, Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Πρώτο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο) αλλά και οι ιδιώτες (Σούτζος, Σκαλτσούνης, Δραγούμης Βικέλας) θέτουν μετ΄ επιτάσεως το θέμα της δημιουργίας σχολών για την επαγγελματική μόρφωση του λαού.

‘Κλείσατε εις τα μοναστήρια τους Γραμματικούς ημών και εις τα σανατώρια τους Ποιητάς. Η εποχή είναι εποχή του ατμού και του ηλεκτρισμού, εποχή της ατράκτου και της ακάπνου πυρίτιδος. Αφήσατε εις τον ένα την θεωρητικήν επιστήμην και σείρατε τους χιλίους εις την τέχνην, εις τας εφηρμοσμένας θετικάς επιστήμας! Πυρπολήσατε τα θλιβερά σχολεία της σχολαστικής και θεωρητικής ψευτοπαιδείας και ανεγείρατε ανάκτορα Πρακτικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως’». (Ιστορικά Χαρακτηριστικά & Προοπτικές των Τ.Ε.Ε. στην Ελλάδα Δρ Σ. Γκλαβάς Αντιπρόεδρος του Π.Ι.)

Η χαρακτηριστική αυτή μεταβολή των αντιλήψεων καταδεικνύει από την εποχή εκείνη την ανάγκη όχι μόνον για την ίδρυση και τη λειτουργία ισχυρής Τεχνικής Εκπαίδευσης αλλά και για τη σύνδεσή της με την ανάπτυξη και την πρόοδο.

Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση. Ονομασία περιγραφική που δημιουργεί σχέσεις ‘περιέχοντος-περιεχομένου’ και προκαλεί αυτομάτως τους απαιτούμενους συνειρμούς ώστε ο καθένας να αντιλαμβάνεται με την πρώτη ματιά, το είδος, τη φύση και το περιεχόμενο των σπουδών, τους στόχους και τους σκοπούς αυτής της εκπαίδευσης, την αμφίδρομη σχέση και σύνδεσή της με τα διάφορα επαγγέλματα και την αγορά εργασίας και συνεπώς τις προσδοκίες που καλλιεργεί και τις απαιτήσεις που μπορεί κανείς να εγείρει από αυτή.

Η ειδικότητα ως σύνολο των απαιτούμενων ειδικών γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων, συνδεδεμένη με την παραγωγική διαδικασία (αγορά εργασίας), διαμορφώνει το επαγγελματικό της περίγραμμα και παρεμβαίνει δραστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθορίζοντας την ποικιλία αλλά και τη φύση των μαθημάτων (θεωρητικών, εργαστηριακών, μικτών) και των αντικειμένων διδασκαλίας, το επίπεδο της εμβάθυνσης, και κατά συνέπεια το ωρολόγιο και το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων του σχολείου.

Συνεπώς οι ειδικότητες, ΔΕΝ καθορίζονται από τις εισηγήσεις των διαφόρων ‘συμβούλων’ ή των ‘επιτροπών σοφών’ οι οποίες μπορεί να υποκρύπτουν και σκοπιμότητες, αλλά ούτε και από τις εισηγήσεις των διαφόρων επιστημονικών ή συνδικαλιστικών ενώσεων ή ομοσπονδιών οι οποίες αποσκοπούν μόνον στην ικανοποίηση των αιτημάτων ορισμένων κλάδων των μελών τους.

Αντίθετα, καθορίζονται αυστηρά και μόνον από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.

Όλοι οι ‘άλλοι’ καλούνται με βάση το επιστημονικό τους υπόβαθρο και τη συσσωρευμένη εμπειρία τους να διαμορφώσουν το κατάλληλο μορφωτικό – εκπαιδευτικό πλαίσιο, που θα καταστεί ικανό και θα συμβάλλει αποτελεσματικά στην απόκτηση ικανοποιητικού επιπέδου τεχνικών – επαγγελματικών γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων ώστε οι μαθητές που αποφοιτούν (πτυχιούχοι ΕΠΑ.Λ. σήμερα) να έχουν καταστεί ικανοί να αντεπεξέλθουν επάξια ως εργαζόμενοι πλέον, στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.

Χωρίς να υποβαθμίζουμε τον κοινωνικό ρόλο της ΤΕΕ ο οποίος επιτυγχάνεται μέσα από την οργανωμένη σχολική ζωή που προσφέρει η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι:

Κύριος και πρωταρχικός ρόλος της ΤΕΕ είναι η ουσιαστική συμβολή της στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Γεγονός που είναι αντιληπτό, αποδεκτό και στηρίζεται με συγκεκριμένες δράσεις από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα από τις ανεπτυγμένες, εκτός από την Ελλάδα.

Η αγορά εργασίας έχοντας διαμορφώσει τα δικά της κριτήρια στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας, αποτελεί τον αυστηρότατο κριτή που δεν αξιολογεί μόνον την επάρκεια των γνώσεων και των ικανοτήτων του μαθητή – εργαζόμενου, αλλά και το σχολείο και ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα.

Δεδομένων των ιδιαίτερων απαιτήσεων στο επίπεδο της απόκτησης ειδικών γνώσεων, -τις οποίες θέτει η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας- αλλά και των περιορισμών που θέτουν το ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας και η μικρή (3ετής) διάρκεια σπουδών, η ΤΕΕ προκειμένου να ανταποκριθεί στο ρόλο της, οφείλει να διαφοροποιηθεί στο μέγιστο βαθμό από το Γενικό Λύκειο, ως προς το περιεχόμενο σπουδών, τις μεθόδους διδασκαλίας, τους σκοπούς, τους στόχους και τις προτεραιότητες που θέτει.

Η διαφορετικότητα αυτή της ΤΕΕ εκπηγάζει από την ίδια την αναγκαιότητα της ύπαρξής της.

Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν ή προτάθηκαν την τελευταία 20ετία στον χώρο της ΤΕΕ, παρά τις εκάστοτε διακηρύξεις της πολιτείας ότι αυτές στόχευαν στην αναβάθμισή της, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκαν στις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες αλλά, αντίθετα, συνέβαλλαν στην αποδυνάμωση και τη συρρίκνωση της καθιστώντας την αναποτελεσματική.

Οι πολιτικές αυτές καλυπτόμενες –όπως και σήμερα- με το μανδύα της δήθεν αναβάθμισης της ΤΕΕ, της ισοτιμίας των δύο σχολείων, της κοινωνικής ισότητας, της σύνδεσής της με την αγορά εργασίας, την οικονομική ανάπτυξη και την πρόοδο… κ.ά, δρουν αποτελεσματικά μόνο προς την κατεύθυνση της κατάργησής της.

Οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις ενοχλημένες από την διαφορετικότητα του Τεχνικού – Επαγγελματικού Σχολείου το διαμόρφωσαν κατάλληλα ώστε να προσομοιάζει με το Γενικό Λύκειο. Μεθόδευσαν σταδιακά αλλά σταθερά την κατάργηση ενός σημαντικού αριθμού τεχνικών μαθημάτων ειδικότητας, που αντικαταστάθηκαν από μαθήματα γενικής παιδείας αλλοιώνοντας σημαντικά τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα του.

Σήμερα ακολουθώντας την ίδια ‘επιτυχημένη συνταγή’ στο όνομα και πάλι της αναβάθμισης της ΤΕΕ, επιχειρείται να καταργηθούν εντελώς τα τεχνικά μαθήματα από την Α΄ τάξη και να περιορισθούν σημαντικά στις υπόλοιπες μέχρι τη σταδιακά ολοκληρωτική κατάργησή της.

Η πολιτική της κατάργησης των ειδικών τεχνικών μαθημάτων καθώς και της μείωσης της διάρκειας φοίτησης στην ΤΕΕ, περιορίζει την ευρύτητα και το επίπεδο των παρεχόμενων γνώσεων, καθιστώντας την εκπαίδευσή των μαθητών ανεπαρκή και ανάξια να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του επαγγέλματός τους.

Παράλληλα καθιστά την ΤΕΕ αναποτελεσματική και ουσιαστικά άχρηστη αφού δε μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στους στόχους εκείνους στους οποίους οφείλει την δημιουργία της.

Μετατρέπει το Τεχνικό – Επαγγελματικό σχολείο σε Γενικό Λύκειο Β΄ κατηγορίας το οποίο δεν έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.

Οι περιορισμένης αντίληψης και ευθύνης εισηγήσεις όλων αυτών που πολιορκούν, επηρεάζουν και ενίοτε καταλαμβάνουν θέσεις στα κέντρα αποφάσεων και εξουσίας ότι η ειδικότητα μπορεί να ‘κτισθεί’ σε περιορισμένο χρόνο σπουδών ή απλά και μόνο με την κατάρτιση, εάν δεν δηλώνει το μέγεθος της άγνοιάς τους, τότε υποκρύπτει σκοπιμότητες.

Εάν ο ισχυρισμός τους ότι «οι μαθητές πρέπει να αποκτήσουν περισσότερη Γενική Παιδεία προκειμένου να ολοκληρωθούν ως προσωπικότητες και να καταστούν ενεργοί πολίτες», έχει βάση, τότε θα πρέπει να εξεταστεί με ιδιαίτερη σοβαρότητα η εκδοχή της ένταξης της Γενικής Παιδείας στη Δια Βίου Μάθηση και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα, έτσι ώστε, όλοι οι πολίτες -και όχι μόνο οι μαθητές- σε όποια περίοδο του βίου τους δύνανται, να μπορούν να την αποκτήσουν.

Η συστηματική άρνηση ορισμένων να αποδεχθούν την αναγκαιότητα της ύπαρξης του διαφορετικού καθώς και της αποδοχής και στήριξής του εδραιώνει την αντίληψη ότι:

Οποιαδήποτε εκδοχή διαφορετικότητας ή πολυμορφίας αποτελεί παρέκκλιση που θεωρείται απειλητική και επομένως αφομοιώνεται ή περιθωριοποιείται. Στην περίπτωσή μας αφομοιώνεται ή καταργείται.

Η αποδοχή, η στήριξη και η ισότιμη αντιμετώπιση της διαφορετικότητας αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Δημοκρατίας.

Η βασική αυτή αρχή, σε μια Δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να περιορίζεται και σίγουρα δεν μπορεί να εξαντλείται στο προσφυγικό ή στο σύμφωνο συμβίωσης.

Αντίθετα οφείλει να αποτελεί καθημερινή στάση ζωής με την άμεση εφαρμογή της στην Εκπαίδευση.

«Το αίτημα της πολιτείας λοιπόν δεν μπορεί να είναι άλλο από την ανάγκη δημιουργίας κοινωνιών που στη βασική λειτουργία τους:

  1. θα παράγουν «ένταξη» και όχι «αποκλεισμούς»
  2. θα αποδέχονται το διαφορετικό και δεν θα το απορρίπτουν,
  3. θα το ονομάζουν «διαφορετικό» με στόχο να το προστατέψουν και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ένταξης του και όχι να αναπαράγουν τις ενστικτώδεις λειτουργίες απόρριψης και έκπτωσής του». (Παπαδοπούλου 2002)

Με βάση λοιπόν τις Δημοκρατικές Αξίες και Αρχές, το Υπουργείο Παιδείας οφείλει με μία σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων να εφαρμόσει στοχευμένες πολιτικές, προγράμματα και δράσεις:

  1. 1. που αίρουν τον σχολικό και κοινωνικό ρατσισμό που δημιουργεί η ιδεολογική ‘κατασκευή’ της υποτίμησης της χειρωνακτικής εργασίας, προάγοντας την ισοτιμία της με τη διανοητική εργασία.
  2. 2. που αναμορφώνουν τα προγράμματα σπουδών από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και δημιουργούν συνθήκες επαρκούς ενημέρωσης, επαφής, και εξοικείωσης τόσο με τα περιεχόμενα σπουδών της Λυκειακής βαθμίδας όσο και με τα αντικείμενα εργασίας τους, ώστε, να επιτυγχάνεται η άρτια προετοιμασία των μαθητών, για την ελεύθερη και συνειδητή επιλογή της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας αμέσως μετά το Γυμνάσιο.
  3. 3. που κατοχυρώνουν την ύπαρξη και τη λειτουργία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ) στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στο τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.
  4. 4. που διατηρούν και διασφαλίζουν τις ιδιαιτερότητες και το χαρακτήρα της Τεχνικής – Επαγγελματικής Εκπαίδευσης ώστε να επιτυγχάνονται οι σκοποί και οι στόχοι της.
  5. 5. που δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε να μεταστραφεί η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη για την ΤΕΕ από “επιλογή ανάγκης”, σε μια συνειδητή και θετική επιλογή για τους μαθητές.
  6. 6. που συνδέουν την Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση με την αγορά Εργασίας και την καθιστούν μοχλό ανάπτυξης της χώρας.

Αλέξανδρος Σαχπεκίδης Εκπαιδευτικός