Από 1-3 Μαΐου 2019, με απόφαση της ΔΟΕ και σε συνεργασία με την ΠΟΕΔ, θα πραγματοποιηθεί στα Ιωάννινα επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Δομές Στήριξης του Εκπαιδευτικού έργου, αλλά και των μαθητών με αναπηρία ή με ειδικές ανάγκες στα πλαίσια του γενικού σχολείου, για την πραγμάτωση μιας παιδαγωγικής της ένταξης και όχι του αποκλεισμού».

Για την πραγματοποίηση του συνεδρίου συγκροτήθηκε επιστημονική επιτροπή για να κρίνει τις εισηγήσεις του. Μέλος της επιστημονικής επιτροπής του παραπάνω συνεδρίου ήταν ο Αναστασίου Δημήτρης (Southern Illinois University, Carbondale Department of Counselling, Quantitative Methods, and Special Education).

Ο Σελιδοδείκτης δημοσιεύει σήμερα την επιστολή παραίτησής του από την επιστημονική επιτροπή, η οποία από χτες έχει ήδη αποσταλεί στην επιστημονική επιτροπή, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους τόσο σε επίπεδο περιεχόμενου όσο και σε επίπεδο διαδικασίας, αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

Λόγοι που χρειάζεται να προβληματίσουν σοβαρά τη συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει στο χώρο της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης και αποδεικνύουν ότι η στόχευση της δημόσιας ειδικής αγωγής, μέσω των υλοποιούμενων αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, δεν αποτελούν ελλαδικό φαινόμενο, αλλά εντάσσονται στους σχεδιασμούς μεγάλων διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ, η Παγκόσμια Τράπεζα, επιτροπές του ΟΗΕ.

Εκτιμάμε ότι η επιστολή αυτή αποτελεί σοβαρή βάση συζήτησης και προβληματισμού για το σύνολο του κόσμου της ειδικής εκπαίδευσης και όχι μόνο.

Carbondale, IL, 11 Απριλίου 2019

Αγαπητοί/ές συνάδελφοι,

Σας γράφω για να υποβάλλω την παραίτησή μου από την Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου της ΔΟΕ και της ΠΟΕΔ που θα πραγματοποιηθεί στα Ιωάννινα, με θέμα:

«Δομές Στήριξης του Εκπαιδευτικού έργου, αλλά και των μαθητών με αναπηρία ή με ειδικές ανάγκες στα πλαίσια του γενικού σχολείου, για την πραγμάτωση μιας παιδαγωγικής της ένταξης και όχι του αποκλεισμού».

Αν και το θέμα σε ανθρώπους που έχουν υπηρετήσει στην ειδική εκπαίδευση και γνωρίζουν τι σημαίνει να διδάσκεις μαθητές με αναπηρία, ιδιαίτερα μαθητές με μη-τυπικές δεξιότητες στους μηχανισμούς της μάθησης θα προκαλούσε ένα προβληματισμό για τις άρρητες παραδοχές του, δέχτηκα να συμμετέχω —αν και με επιφύλαξη— στην Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου. Ο προβληματισμός μου αυτός αφορούσε επίσης στο ότι δεν γνώριζα πως και από ποιους επιλέχτηκε το θέμα του συνεδρίου, αλλά και κάτω από ποιες διαδικασίες έγιναν οι προσκλήσεις για τις εισηγήσεις-παρουσιάσεις. Τον προβληματισμό για τις διαδικασίες συμπλήρωσε το γεγονός ότι είμαι το μόνο μέλος της εξαμελούς επιστημονικής επιτροπής που έχει ως καθαρό αντικείμενο την Ειδική Αγωγή —το αναφέρω ως γεγονός και όχι ως μομφή προς συναδέλφους. Ακολούθησε η έκπληξη με τους τίτλους και τις περιλήψεις των προτάσεων που είχαν κατατεθεί. Με δυσκολία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληρούν κάποια καθιερωμένα ακαδημαϊκά πρότυπα. Για παράδειγμα, ενώ οι περιλήψεις βρίθουν από γενικόλογες ή έντονες ιδεολογικές αναφορές με άμεσες πολιτικές προεκτάσεις, μερικές ήταν χωρίς παραπομπές και γενικά δεν περιείχαν έναν κατάλογο ενδεικτικών βιβλιογραφικών αναφορών. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις προδιαγραφές του καλέσματος για περιλήψεις, αλλά συνήθως οι περιλήψεις που στέλνονται προς κρίση στα συνέδρια περιέχουν παραπομπές ή/και σύντομο κατάλογο βιβλιογραφικών αναφορών ώστε να μπορεί να τεκμηριωθεί η ακρίβεια των δηλώσεων των συγγραφέων και η συνέπεια των επιχειρημάτων τους.

Το σημαντικότερο όμως ζήτημα δεν είναι το διαδικαστικό. Είναι ότι αυτές οι διαδικασίες συγκλίνουν σε ένα προσανατολισμό των περισσότερων εισηγήσεων, και από ότι φαίνεται του Συνεδρίου, ο οποίος είναι πολιτικά εχθρικός ως προς το πεδίο της ειδικής αγωγής. Ιδιαίτερα είναι ενάντια προς την ειδική εκπαίδευση ως πρακτική. Επειδή μεγάλο μέρος του έργου μου αφορά στις πολιτικές στο χώρο της αναπηρίας, της ειδικής εκπαίδευσης και της συμπερίληψης-ένταξης, μπορώ να αναγνωρίσω κάποια ρητά και άρρητα μηνύματα, όπως τα ακόλουθα: (α) συκοφάντηση των δομών ειδικής εκπαίδευσης ότι δήθεν ακολουθούν κάποιο ιατρικό μοντέλο ή ότι δημιουργήθηκαν με στόχο τη συμμόρφωση ή τον αποκλεισμό των μαθητών με αναπηρία,[1][2] (β) έμμεσες προτάσεις για ρευστοποίηση ή κατάργηση μερικών ή όλων των δομών ειδικής εκπαίδευσης στο όνομα του μη-αποκλεισμού και γενικόλογων στόχων περί «πλήρους ένταξης». Ακόμα και το εύηχο σύνθημα «ένα σχολείο για όλους» έχει μια αθέατη πλευρά, από τη στιγμή που δεν αγγίζεται καθόλου το ζήτημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης με το παράλληλο δίκτυό της που ανθεί στο χώρο της ειδικής εκπαίδευσης. Την ίδια στιγμή που μεγάλοι οργανισμοί (π.χ. ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, επιτροπές του ΟΗΕ) προωθούν τα παραπάνω εύηχα συνθήματα, ενεργοποιούν επίσης ανοιχτά τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημοσίου τομέα για τη συμπερίληψη.[3][4] Έτσι αντιλαμβάνονται το ένα σχολείο, την ενιαιότητα, το «όλοι». Και όλα αυτά χωρίς κάποιον αντίλογο. Δικάζεται ένα ολόκληρο επιστημονικό και επαγγελματικό πεδίο χωρίς να δίνεται βήμα υπεράσπισής του.

Όποια ευφημιστικά ονόματα και αν δοθούν, όποια ρητορικά σχήματα και να εφευρεθούν, η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις που έχουν βάλει σημάδι την κατάργηση όλων των μορφών ειδικής εκπαίδευσης, ακόμα και αυτής που ονομάζεται στην Ελλάδα «Παράλληλη Στήριξη» ή διεθνώς Συνδιδασκαλία (co–teaching). Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στο 2018 η Επιτροπή που εποπτεύει την Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων για τη Αναπηρία εξέδωσε 14 τελικά κείμενα-συστάσεις προς διάφορες χώρες. Στα 12 κείμενά της προς 12 διαφορετικές χώρες (Αϊτή, Αλγερία, Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Νεπάλ, Νότια Αφρική, Ομάν, Ρωσία, Σεϋχέλλες, Σλοβενία, Σουδάν, Φιλιππίνες), σε αντίθεση με το πνεύμα της Σύμβασης και των προεργασιών της, εισηγείται ανοικτά, αυστηρά και άμεσα την κατάργηση όλων των μορφών ειδικής εκπαίδευσης. Επίσης δεν βλέπει καμιά θέση για τον εκπαιδευτικό ειδικής αγωγής στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία.[3][4] Και ό,τι σήμερα δεν προτείνεται, αύριο οδεύει για κατάργηση. Ουσιαστικά οι δυνάμεις που σήμερα κυριαρχούν στην εν λόγω Επιτροπή βλέπουν τον εκπαιδευτικό γενικής αγωγής ως το μοναδικό και αποκλειστικό φορέα που υποτίθεται θα υλοποιήσει την «παιδαγωγική της ένταξης». Είναι μια μορφωτική έρημος που θα ονομάσουν «συμπερίληψη», παραφράζοντας τα λόγια του Τάκιτου, του Λατίνου ιστορικού. Δηλαδή μεγαλοστομίες που μπορεί να συγκινούν μερίδα ενός ανημέρωτου κοινού, αλλά όταν δεν συνοδεύονται από χειροπιαστά προγράμματα και συγκεκριμένους μηχανισμούς πραγμάτωσης ή όταν θέλουν να κατεδαφίζουν χωρίς να οικοδομούν, αυτές κρύβουν ουσιαστικά την έρημο του πραγματικού για τα δικαιώματα των μαθητών με αναπηρία. Ιδιαίτερα κινδυνεύουν τα δικαιώματα των παιδιών που δεν καλύπτονται από τις παραδοσιακές αναπηρίες, δηλαδή των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες, νοητικές δυσικανότητες (disabilities), ψυχικές διαταραχές, των μαθητών στο φάσμα του αυτισμού.[3][4] Ακόμα περισσότερο κινδυνεύουν τα δικαιώματα των παραπάνω μαθητών που προέρχονται από τα πιο φτωχά εργαζόμενα στρώματα.

Η ειδική αγωγή δεν βάλλεται μόνο από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και από την ψευδοεπιστήμη. Πρόσφατα η ψευδοεπιστήμη πήρε κεντρική θέση στην Παγκόσμια Ημέρα για τον Αυτισμό στις 2 Απρίλη, όταν στο επίσημο γεγονός στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών όλοι σχεδόν οι ομιλητές ήταν Διευκολυντές ή χρήστες της λεγόμενης Διευκολυντικής Επικοινωνίας (Facilitated Communication), της ψευδοεπιστημονικής μεθόδου που έχει καταδικαστεί από 20 και πλέον διεθνείς επιστημονικές οργανώσεις στο χώρο της αναπηρίας. https://www.un.org/en/events/autismday/index.shtml Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εκπρόσωποί της μεθόδου χρησιμοποιούν ακριβώς τις ίδιες μεγαλοστομίες και πρωτοστατούν σε ένα μέλλον χωρίς ειδική εκπαίδευση. Δεκάδες επιστημονικές μελέτες και πάνω από οχτώ (8) συστηματικές ανασκοπήσεις της ψευδοεπιστημονικής μεθόδου δείχνουν ομόφωνα ότι τα μηνύματα προέρχονται από τον «διευκολυντή» και όχι από το χρήστη. Η τεχνική δεν έχει καμιά απολύτως εγκυρότητα.[5] Το άτομο με σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας που κάνει χρήση της τεχνικής της Διευκολυντικής Επικοινωνίας, μετατρέπεται ουσιαστικά σε μαριονέτα του διευκολυντή.[6] Η ημερίδα του ΟΗΕ δείχνει λοιπόν ότι κάθε μάχη που χάνεται για τη δημόσια ειδική εκπαίδευση είναι μια νίκη για τις δυνάμεις της εμπορευματοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της ψευδοεπιστήμης. Από τη στιγμή που η ειδική εκπαίδευση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, η σχέση δημόσιου-ιδιωτικού είναι ανταγωνιστική, σχέση διελκυστίνδας. Ό,τι χάνει η μια πλευρά, θα το κερδίζει η άλλη.

Μέσα σε αυτό το ζοφερό πεδίο με τις δυνάμεις εμπορευματοποίησης της αναπηρίας να έχουν κυρίαρχη προβολή, με έναν κυρίαρχο καταναλωτισμό ευαισθησίας και ρηχών συνθημάτων που αγοράζονται εύκολα, με ισχυρές πολιτικές δυνάμεις που αντιτάσσονται σε κάθε θεσμό κοινωνικού κράτους που ανακουφίζει από την κοινωνική αδικία, μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι οι εκπρόσωποι δύο πολύ μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που κατά τεκμήριο εκπροσωπούν τα συμφέροντα των εκπαιδευτικών δύο χωρών, διοργανώνουν ένα συνέδριο το οποίο έχει σαφή προσανατολισμό την υπονόμευση της ειδικής αγωγής ως επιστημονικό πεδίο, ως πρακτική και ως επάγγελμα. Δεν το αποδίδω κατ’ ανάγκη σε πρόθεση, αλλά κυρίως σε παραπλάνηση. Επίσης δεν μπορώ να πιστέψω ότι μπορεί να αγοράζονται άκριτα από εκπαιδευτικούς θεωρίες φθηνού υποκειμενικού ιδεαλισμού με σκληρό υλικό αντάλλαγμα την εκποίηση της ειδικής εκπαίδευσης.

Έχοντας υπηρετήσει για περίπου 15 χρόνια στην γενική και ειδική αγωγή ως μάχιμος εκπαιδευτικός μέσα στη σχολική τάξη, 6 χρόνια στη Ελλάδα και άλλα 6 χρόνια στις ΗΠΑ ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και ερευνητής, γνωρίζω καλά τι σημαίνει να δημιουργείς και να ενισχύεις μαθησιακές και κοινωνικές δυνατότητες των ατόμων με αναπηρία και σέβομαι απεριόριστα το επάγγελμα του ειδικού εκπαιδευτικού. Είναι το επάγγελμα που, από τη θέση του, πρέπει να υπηρετεί τα συμφέροντα των παιδιών με αναπηρία. Ο/Η εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής είναι αν θέλετε ο/η μαθησιακός υποστηρικτής και ο/η πρακτικός συνήγορος των συμφερόντων των παιδιών με αναπηρία μέσα στο σχολείο. Γενικά, το σύστημα της δημόσιας ειδικής αγωγής μεγιστοποιεί τη μάθηση, όπως δείχνει σύγχρονη έρευνα,[7] απο-εμπορευματοποιεί την ειδική ανάγκη και είναι φορέας κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα στην εκπαίδευση. Γι’ αυτό βάλλεται από τις οικονομικές και ιδεολογικές δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού.[4]

Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν μπορώ να παραμείνω στην Επιστημονική Επιτροπή αυτού του Συνεδρίου και υποβάλλω την παραίτησή μου. Επιπλέον σας παρακαλώ πολύ το όνομά μου να σβηστεί, να διαγραφτεί και να απαλειφθεί από όλα τα υλικά που σχετίζονται με το συγκεκριμένο Συνέδριο της ΔΟΕ και της ΠΟΕΔ.