Αγιασμό για την έναρξη του νέου κατηχητικού έτους τέλεσε προχθές ο μητροπολίτης Μεσσηνίας στη Χριστιανική Ένωση Καλαμάτας (Γ.Ε.Χ.Α.). Αμέσως μετά ακολούθησε ομιλία από τον ίδιο για το επίκαιρο θέμα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Να σημειωθεί εδώ ότι ο κ. Χρυσόστομος είναι ένας από τους τρεις μητροπολίτες που έχει ορίσει η Ιερά Σύνοδος στη σχετική Επιτροπή Διαλόγου με το υπουργείο Παιδείας.
Ξεκινώντας την ομιλία του είπε πως το θέμα της διδασκαλίας και του σκοπού του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει μονοπωλήσει την επικαιρότητα, όχι μόνο την εκκλησιαστική, αλλά και την πολιτική. Ειδικότερα, εν όψει της αλλαγής και των νέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία εκπόνησε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής του υπουργείου Παιδείας, υπάρχει επιφύλαξη, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, όχι μόνο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εν Ελλάδι γι’ αυτό το οποίο περιέχει το νέο αναλυτικό πρόγραμμα.
Συνεχίζοντας μίλησε για τις κατά καιρούς εγκυκλίους του υπουργείου Παιδείας σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών και τις πολλές διαφορετικές απόψεις που έχουν εκφραστεί μέχρι σήμερα, αλλά και τις αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει. Έτσι, συμπλήρωσε, έχει ανοίξει ένας διάλογος, ο οποίος, δυστυχώς, όπως συμβαίνει στη χώρα μας με όλα τα θέματα, κινείται μεταξύ δύο ακραίων πόλων. Ειδικότερα, ενός επιφανειακού εκσυγχρονισμού και ενός παραδοσιακού φονταμενταλισμού, που αφορά κυρίως στο περιεχόμενο του μαθήματος.
Σχετικά με το διάλογο που γίνεται αυτή τη στιγμή, η Εκκλησία τον παρακολουθεί εδώ και 5 χρόνια με προσοχή, σοβαρότητα και νηφαλιότητα, ενώ η Ιερά Σύνοδος καταγράφει όλες τις εκφρασθείσες απόψεις.
Έπειτα ο μητροπολίτης έκανε αναδρομή και ανέφερε ότι το ζήτημα απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο την περίοδο 2010-2012, αλλά τότε, δυστυχώς, δεν πάρθηκε καμία απόφαση.
Το Νοέμβριο του 2012 ο ίδιος εκλήθη να εισηγηθεί σχετικά με την ονομασία, το χαρακτήρα και το σκοπό του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Κατά τη γνώμη του, είναι απαίτηση πλέον να υπερβούμε τα υποδεικνυόμενα υφ’ όλων των ομάδων σχέδια, απόψεις ή τοποθετήσεις και να μην υπάρξει εγκλωβισμός ούτε σε φιλελευθερισμούς ούτε σε αγκυλώσεις παλαιών εκπαιδευτικών σχημάτων ή μοντέρνων, αλλά με νηφαλιότητα και με γνώμονα την πνευματική και πολιτισμική παράδοση της χώρας να υπάρξουν απαντήσεις στα προβαλλόμενα ερωτήματα σχετικά με την ονομασία, το χαρακτήρα και το σκοπό του μαθήματος, στο πλαίσιο μιας δημόσιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, αποφεύγοντας συγχρόνως να αντιγράψουμε άλλα εκπαιδευτικά πρότυπα ευρωπαϊκών χωρών, αφού ιστορικά ισχύουν διαφορετικές πολιτιστικές συντεταγμένες και αντιλήψεις κατανόησης της ζωής και της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως και των σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων.
Ο ίδιος εισηγήθηκε ως προς την ονομασία να παραμείνει ο τίτλος μάθημα «Θρησκευτικών», αφού όποιος άλλος θα δημιουργούσε προβλήματα τόσο ως προς την κατανόηση του περιεχομένου το οποίο καλείται να περιγράψει όσο και ως προς το χαρακτήρα του. Επίσης, ως μέρος του προγράμματος αυτών των βαθμίδων εκπαίδευσης δε θα έπρεπε να έχει τίτλο που δηλώνει είτε μονομέρεια είτε αποκλειστικότητα.
Ως προς το σκοπό, ο κ. Χρυσόστομος είπε ότι ένα μάθημα δεν πρέπει να είναι μάθημα μουσειακό, αλλά να συνδέεται με την ίδια τη ζωή και να συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνίας.
Τέλος, ως προς το χαρακτήρα, είπε ότι δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως κατηχητικό, ομολογιακό ή θρησκειολογικό, ως απόλυτο περιεχόμενο, αφού το μάθημα, όπως και όλα τα υπόλοιπα, ανήκουν στην αρμοδιότητα της Πολιτείας. Στο παραπάνω πλαίσιο, το μάθημα των Θρησκευτικών είναι κοινό για όλους μαθητές, απαραίτητο για όλα τα προγράμματα Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό και όχι προαιρετικό, αφού παρέχει γνώσεις οι οποίες θα στηρίξουν την εξοικείωση των μαθητών με τα στοιχεία αυτά που συγκροτούν και δομούν την πολιτισμική κληρονομιά και πολιτιστική παράδοση των Ελλήνων, που μαζί με τα ιδιάζοντα στοιχεία της ορθοδόξου παραδόσεως διαμόρφωσαν την ταυτότητα της χώρας, χωρίς όμως συγχρόνως να αλλοιώνουν την ιστορική παρουσία και των άλλων ομολογιών και θρησκευτικών κοινοτήτων που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Εν συνεχεία ανέφερε ότι κάθε μαθητής, ανεξαρτήτως θρησκευτικής ιδιοπροσωπίας, είναι απαραίτητο και πολύτιμο να γνωρίζει τη θρησκευτική παράδοση του τόπου ως πίστη, λατρεία, ζωή και πολιτισμό. Σύμφωνα με το μητροπολίτη, τούτο θα πρέπει να είναι ο πρώτος και βασικός κύκλος του μαθήματος. Ο δεύτερος κύκλος θα πρέπει να αφορά στις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις, εκτός της Ορθοδοξίας, οι οποίες συναντώνται στον ελλαδικό χώρο και γενικότερα στον κόσμο. Ο τρίτος κύκλος θα πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία από τα μεγάλα θρησκεύματα και ιδίως όσα ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία, δηλαδή τις μονοθεϊστικές θρησκείες και παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, τον Ινδουισμό και το Βουδισμό, προκειμένου σε ένα γνωσιακό επίπεδο οι διδασκόμενοι να αποκτήσουν την πείρα και αυτών, αφού πλέον βρισκόμαστε σε έναν πολυπολιτισμικό χώρο, όπου συνυπάρχουμε με όλους τους θρησκευτικά διαφορετικούς από εμάς.
Το τρίπτυχο, όμως, αυτό δεν εισακούστηκε, αφού οι προτάσεις έγιναν πάνω σε άλλα προγράμματα και όχι στα νέα που ζητούσε το υπουργείο Παιδείας.
Τέλος, μετά το αδιέξοδο στο οποίο πρόσφατα οδηγήθηκε η Ιερά Σύνοδος, αποφασίστηκε έπειτα από συνάντηση με τον πρωθυπουργό του υπουργού Παιδείας και του κ. Καμμένου να ξεκινήσει νέος διάλογος ανάμεσα στην Εκκλησία και το υπουργείο. Να τεθούν, δε, οι αρχές οι οποίες είχαν αποφασιστεί, δηλαδή η υποχρεωτικότητα του μαθήματος, η διατήρηση των ωρών διδασκαλίας και ο ορθόδοξος προσανατολισμός ως περιεχόμενο. Επιπλέον, να κατατεθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την Εκκλησία οι νέες παρεμβάσεις και διορθώσεις της επί του νέου αναλυτικού προγράμματος σπουδών, υπό τον τύπο των τριών κύκλων.
Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας μίλησε και για την επιτροπή διαλόγου που έχει οριστεί, αλλά και την πλειονότητα των ιεραρχών, ενώ τόνισε ότι δεν κινείται με μια διάθεση ηττοπάθειας ή συμβιβασμού, αλλά διαλεκτικά θεωρεί ότι είναι δυνατόν να βρεθούν προτάσεις διορθωτικές του νέου αυτού προγράμματος.
Ο ίδιος εξέφρασε την πεποίθηση ότι, αν μπορέσουν να προσεγγίσουν τόσο το θέμα της μεθοδολογίας όσο και το ζήτημα της κατανομής της ύλης προς αυτό το περιεχόμενο, «θα μπορέσουμε να βρούμε μια κοινή γραμμή, ώστε τα νέα προγράμματα, από την επόμενη εκπαιδευτική χρονιά, να μπορέσουν να εφαρμοστούν με νέα συγγράμματα.
Κορμός αυτών των διορθώσεων θα είναι οπωσδήποτε για την Εκκλησία η διατήρηση του ορθόδοξου προσανατολισμού του περιεχομένου των νέων προγραμμάτων, γιατί πιστεύομε ακράδαντα και αμετακίνητα ότι η ορθόδοξη πίστη έχει τεράστια διαφορά από τα άλλα χριστιανικά δόγματα. Δεν είναι απλά ένα δόγμα θρησκευτικό, αφού στηρίζεται πάνω στην ελληνική σκέψη, στην αγάπη, στις αληθινές συνήθειες που απορρέουν από τα βάθη των αιώνων, στο χαρακτηριστικό και ξεχωριστό τρόπο της ζωής των Ελλήνων. Η ορθόδοξη πίστη είναι συνδεδεμένη με την κληρονομιά, την ιστορία και την εθνική μας αξιοπρέπεια. Ξεχωρίζει για τη διδασκαλία περί μετάνοιας, περί συγχώρεσης, περί διαλόγου, ελευθερίας και είναι το αποτέλεσμα μέσα από τον εμπλουτισμό από την ελληνική σκέψη, που είναι πάρα πολύ πλούσια, αγκαλιάζει τους πάντες και δεν κάνει διακρίσεις. Δεν είναι τιμωρός, είναι φιλεειρινική, μεταδίδει πάντα την αγάπη, γι’ αυτό και είναι στοιχείο της ελληνικής παράδοσης και της ίδιας της ταυτότητάς μας».
Μετά την ομιλία του μητροπολίτη Μεσσηνίας έγιναν τα εγκαίνια του ανακαινισμένου βιβλιοπωλείου της Ενώσεως.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση