Λόγος δογματικός περί του πνεύματος της «Συνόδου» της Κρήτης
«Ἀποβαλλόμεθα τοὺς λέγοντας ἐκχεῖσθαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον οὐκ ἐπὶ τοὺς ἁγίους μόνον ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ οὐκ ἐπὶ τούτους μόνον, …. ἀλλ’, ὢ τῆς δαιμονιώδους φρενοβλαβείας, και ἐπ’ αὐτὰ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας»[1].
του Ιωάννη Ν. Μαρκά,
πτυχιούχου θεολογίας Α. Π. Θ.
vΟ έλεγχος επί δογματικών ζητημάτων αποτελεί εντολή και όχι επιλογή.
Είναι πράγματι συγκλονιστική η ομιλία του Αποστόλου Παύλου στο 20ο κεφάλαιο των Πράξεων, εκεί όπου απευθυνόμενος στους πρεσβυτέρους της Εφέσσου
ουσιαστικά τους θέτει προ των τεράστιων ευθυνών που αναλαμβάνουν ως πηδαλιούχοι της Αγιωτάτης Εκκλησίας του Χριστού, διαμηνύοντάς τους τα εξής: «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.» [2]. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να είναι πιο σαφής ο θείος Παύλος, όταν ιεραρχεί από την πρώτη στιγμή ως μεγαλύτερο και διαχρονικότερο κίνδυνο στο χώρο της Εκκλησίας τις αιρέσεις. Έναν κίνδυνο που δεν προέρχεται μόνον από τους θύραθεν, αλλά τις περισσότερες φορές ανακύπτει ακόμα και μέσα στα σπλάχνα της Εκκλησίας, μέσα δηλαδή από το ίδιο το πλήρωμα της Εκκλησίας!
Κατά παρόμοιο τρόπο και ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου και πρώτος Θεολόγος της Εκκλησίας μας, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, προειδοποιεί το πλήρωμα της Εκκλησίας να βρίσκεται σε μία συνεχή πνευματική εγρήγορση εις τρόπον ώστε να μπορεί να διακρίνει τους «προδρόμους του Αντιχρίστου», δηλαδή τους αιρετικούς, οι οποίοι ήδη από την εποχή του είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται ΄ «παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ΄ ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν· ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν.» [3]. Βλέπετε τί λέει ο «υιός της βροντής»; «Από εμάς εξήλθαν», δηλαδή μέσα από το χώρο της Εκκλησίας ΄ στην πραγματικότητα όμως «ποτέ δεν ήταν δικοί μας ΄ διότι εάν ήταν δικοί μας, θα έμεναν μαζί μας»!
Και πότε κάποιος δεν θεωρείται δικός μας στο χώρο της Εκκλησίας; Πρωτίστως, όταν έχει απολέσει την υγιαίνουσα διδασκαλία και πίστη, όταν δηλαδή κάποιος φρονεί αντίθετα από κάτι ή όλα όσα παρήγγειλε ο Χριστός να τηρούμε με ακρίβεια μέχρι της Συντελείας των Αιώνων. Αυτός που αποστατεί λοιπόν από τις παραδεδομένες εντολές του Χριστού, αυτομάτως καθίσταται απέναντι Του, για αυτό και ο ευαγγελιστής τον αποκαλεί «αντίχριστο». Ταυτοχρόνως δέ (ο αποστάτης) τοποθετεί τον εαυτό του «εκτός Εκκλησίας», από τη στιγμή που συνειδητά πλέον παύει να τηρεί τις εντολές. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται πως πιστεύει στον Κύριο, όταν δεν τηρεί τις εντολές Του ΄ διότι «ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστί, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν·» [4].
Βλέπουμε λοιπόν πως οι άγιοι Απόστολοι, αλλά και οι άγιοι Πατέρες όπως θα δούμε λίαν συντόμως, μας εφιστούν την προσοχή και μας δίδουν τα «κλειδιά» εκείνα εις τρόπον ώστε να αναγνωρίζουμε μέσα στο χώρο της Εκκλησίας πότε κάποιος είναι «δικός μας», δηλαδή του Χριστού, και πότε κάποιος είναι «προβατόσχημος λύκος». Το να έχουμε επομένως εκκλησιολογικά κριτήρια και υγιή ορθόδοξη αυτοσυνειδησία αποτελεί εντολή που πρωτογενώς δόθηκε από τον Κύριο ΄ «προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες.» [5]. Και αλλού είπε: «ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται.» [6].
Συνεπώς έχουμε ρητή εντολή από τον Κύριο ως πιστά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού να κρίνουμε και να ανακρίνουμε ότι έχει να κάνει με τα θέματα της πίστεως, μάλιστα δέ να βρισκόμαστε σε καθεστώς πνευματικής εγρήγορσης και ομολογίας. Όχι για να καλλιεργήσουμε ασφαλώς τη ψευδαίσθηση πως εμείς θα σώσουμε την Εκκλησία (κάτι που άλλωστε η Εκκλησία ως Αγιοπνευματικός θεσμός δεν το έχει ανάγκη, αφού η Ίδια δεν χρήζει σωτηρίας, εμείς χρήζουμε), αλλά διότι μέσα από την πνευματική ετοιμότητα που ενδεχομένως επιδείξουμε θα ωφεληθούμε προσωπικά και θα αναβαθμιστούμε σωτηριολογικά κατά τον αψευδή λόγο του Κυρίου που αναφέρει, «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς·.» [7].
Το να κρίνουμε λοιπόν, εάν το «δέντρο» είναι καλό ή σαπρό, αν παράγει δηλαδή καρπό πίστεως ή απιστίας, αυτό είναι εντολή του Χριστού και όχι επιλογή δική μας. Η τήρηση αυτής της εντολής μάς διατηρεί ενωμένους με τον Χριστό ως οργανικά και υγιή κλαδιά της αμπέλου και έτσι δεν κινδυνεύουμε να εκπέσουμε από αυτήν και να βληθούμε εις το πύρ. Αυτή η κρίση δεν πρέπει σε καμμία μα σε καμμία περίπτωση να συγχέεται με την κατάκριση. Σε θέματα πίστεως κατάκριση δεν υπάρχει, σε θέματα ζωής όμως ασφαλώς και υπάρχει και σε αυτή την περίπτωση ο Κύριος μάς έχει δώσει ακριβώς την αντίθετη εντολή ΄ «μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·» [8]. Βλέπετε λοιπόν την πανσοφία του Κυρίου; Εκεί που πρέπει να εκδηλώσουμε την αγάπη μας για Εκείνον και την Εκκλησία Του μάς δίδει αυστηρή εντολή να κρίνουμε και να ελέγχουμε και εκεί που πρέπει να δείξουμε κατανόηση στην ανθρώπινη αδυναμία, ακόμη κι αν ζημιωνόμαστε προσωπικά, μάς δίδει αυστηρή εντολή να μην κρίνουμε και να μην ελέγχουμε.
Στην παρούσα εργασία λοιπόν θα επιχειρήσουμε με τη Χάρη του Θεού το πρώτο ΄ να κρίνουμε και να ελέγξουμε εξ επόψεως ορθοδόξου δογματικής θεολογίας το «πνεύμα» που έπνευσε στην πρόσφατη πολυδιαφημιζόμενη «Σύνοδο» που διεξήχθη στην Κρήτη και που οι διοργανωτές της την αποκάλεσαν ατελώνιστα και αφρόνως «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο». Αφορμή της συντάξεως της παρούσης εργασίας στάθηκαν οι δηλώσεις ορισμένων ιεραρχών που συμμετείχαν στις εργασίες της «Συνόδου», πως στη συγκεκριμένη σύναξη «εβίωσαν την παρουσία του Αγίου Πνεύματος» [9]. Εμείς εδώ επομένως δεν θα ασχοληθούμε τόσο με τις λεπτομέρειες της «Συνόδου», άλλωστε οι αποφάσεις της είναι γνωστές και έχουν στηλιτευθεί από δεκάδες εξαιρετικές κριτικές-θεολογικές εργασίες. Εμείς εδώ θα επιμείνουμε στο να ερευνήσουμε, πάντοτε εξ επόψεως ορθοδόξου δογματικής, εάν όντως έπνευσε κάποιο «πνεύμα» στις εργασίες της «Συνόδου», αν αυτό θα μπορούσε να είναι το Άγιο Πνεύμα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι ιεράρχες, τι εννοούμε όταν λέμε πως βιώνουμε το Άγιο Πνεύμα, ποιες είναι δηλαδή οι οντολογικές προϋποθέσεις μετοχής του Αγίου Πνεύματος, εάν τις εκπληρώνουν οι συγκεκριμένοι ιεράρχες και εάν όχι, τότε υπό ποίου πνεύματος διακατέχονται.
vΟι οντολογικές προϋποθέσεις μετοχής του Αγίου Πνεύματος.
Εν αρχή να διευκρινίσουμε πως όταν ομιλούμε για μέθεξη ή βίωση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ουσιαστικά κάνουμε λόγο περί μίας «ασχέτου σχέσεως» από τη στιγμή που ο κτιστός άνθρωπος κοινωνεί κατά τρόπο χαρισματικό με τον άκτιστο Θεό. Βέβαια αυτό με το οποίο κοινωνεί ο άνθρωπος δεν είναι η άκτιστη ουσία του Θεού, η οποία εκ των πραγμάτων είναι απρόσιτη και άρα αμέθεκτη, αλλά η άκτιστη ζωοποιός ενέργεια του Θεού, η οποία μερίζεται «αμερίστως» στους πιστούς εκείνους που έχουν τις προϋποθέσεις, ακριβώς όπως συνέβη την ημέρα της Πεντηκοστής με τις διαμεριζόμενες πύρινες γλώσσες στους μαθητές του Χριστού ΄ «καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν» [10]. Η υπερφυής αυτή κατάσταση αποτελεί ένα πνευματικό βιωματικό γεγονός, ουσιαστικά όμως πρόκειται για τον αρραβώνα της μέλλουσας βασιλείας του Θεού από αυτήν εδώ τη ζωή. Μάλιστα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η πρόγευση της μελλούσης βασιλείας «εδώ και τώρα» με τη μορφή του αρραβώνα, δεν είναι απλώς εφικτή, αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για να γευτεί ο πιστός την βασιλεία του Θεού στην πληρότητά της «εκεί και ύστερα» [11]. Αυτή είναι η άκτιστη δόξα του Θεού Πατέρα, η οποία «διά μέσω του Υιού εν Αγίω Πνεύματι», προσλαμβάνεται από τους φορείς της Χάριτος, εκπληρώνοντας έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχιερατική προσευχή του Χριστού ΄ «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας.»[12].
Όπως γίνεται αντιληπτό, στο μέτρο που αυτό μπορεί να γίνει, οι ένοικοι αυτής της αγιοπνευματικής καταστάσεως δεν βιώνουν μία κτιστή πραγματικότητα, η οποία ενδεχομένως τους απογειώνει συναισθηματικά ή διανοητικά, αλλά βιώνουν μία κατάσταση «ετέρου γένους». Και τούτο διότι, όπως θα μας πει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν είναι φαντασιώδη αναπαράσταση, ούτε δύναμη που βρίσκεται στα χέρια μας, ούτε μία κατάσταση-πράγμα που άλλοτε υπάρχει και άλλοτε δεν υπάρχει. Αλλά είναι μία οντολογική κατάσταση κατά την οποία οι μέτοχοί της, δεν βελτιώνονται απλώς κατά τη φύση, αλλά προσλαμβάνουν αυτήν ταύτην την θεία ενέργεια, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα [13]. Πρόκειται περί «τελείας έλλαμψις του πνεύματος», όπως συμπληρωματικά αναφέρει ο άγιος Μακάριος, η οποία δεν εξαντλείται μόνο στην αποκάλυψη κάποιων υψηλών νοημάτων, δεν έχει δηλαδή μόνο υψηλό γνωσιολογικό χαρακτήρα, αλλά είναι κυρίως η παντοτινή λάμψη υποστατικού φωτός στις ψυχές των μετόχων [14].
Η όλη κατάσταση που περιγράψαμε μέχρι τώρα, δηλαδή η μέθεξη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος από τον άνθρωπο, σαφώς και δεν είναι απροϋπόθετη, πολύ περισσότερο δεν έχει έρεισμα σε φαιδρές δηλώσεις σαν αυτές των ιεραρχών που μετείχαν στη «Σύνοδο» της Κρήτης. Σύμφωνα με την ορθόδοξη εμπειρία και παράδοση η χαρισματική ένωση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, δεν έχει να κάνει ούτε καν με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού προς την κτίση, αλλά με την εξ απορρήτων προσωπική κοινωνία-σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο. Κι αυτό συμβαίνει μόνον όταν ο άνθρωπος έχει διέλθει επιτυχώς το στάδιο της καθάρσεως των παθών, αφού αυτό αποτελεί βασική και απαρέγκλιτη προϋπόθεση για να ενωθεί ο άνθρωπος με το Θεό ΄ «τῷ γὰρ ἐμπαθεῖ νῷ ἑνωθῆναι τὸν Θεὸν, ἀδύνατον.» [15], θα μας πει εμφατικά ο άγιος Θεσσαλονίκης Παλαμάς.
Συνεπώς αυτή η χαρισματική μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού επιτυγχάνεται με δύο κυρίως τρόπους εκ μέρους των πιστών: α) με την ορθή πίστη και υπακοή στα δόγματα Εκκλησίας, και β) με την αγαπητική τήρηση όλων των εντολών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως πρώτος ο Κύριος μάς ενέταξε μέσα σε αυτό το πλαίσιο της αγαπητικής τηρήσεως των εντολών ΄ «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με·» [16]. Προς επίρρωσιν,ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τονίζει χαρακτηριστικά σε κείμενό του πως «η προς Θεόν αφομοίωση και ένωση τελείται μόνο διά της αγάπησεως και ιερουργίας των θείων εντολών» [17]. Ενώ σε συναφές με το προηγούμενο κείμενο εξηγεί πως «σκοπός της ουρανίου ιεραρχίας είναι η προς τον Θεό αφομοίωση και ένωση, αφού ο Θεός καταστήσει τους θιασώτες του θεία αγάλματα, διαυγέστατα και ακηλίδωτα, δεκτικά της αρχιφώτου και θεαρχικής ακτίνας» [18].Βλέπετε λοιπόν πως τοποθετείται ο πρωτοκορυφαίος καθηγητής της μυστικής θεολογίας; Ουσιαστικά τεκμηριώνει τον μακαρισμό του Κυρίου στην επί όρους ομιλία, λέγοντάς μας πως τον Θεό τον βλέπουν, που σημαίνει τον βιώνουν ή μετέχουν στην άκτιστη δόξα Tου, μόνον οι καθαροί τη καρδία ΄ «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.» [19]. Σε αυτούς και μόνον σε αυτούς που διατηρούν καθαρό το νου τους, ωσάν έναν καθαρό καθρέπτη, αντανακλάται η άκτιστη ενέργεια του Θεού, υπό τη μορφή του θαβωρείου φωτός, χωρίς ταυτοχρόνως ο Θεός να εμφανίζεται καθ’ εαυτόν (δηλαδή κατ’ ουσίαν) [20].
Κατ’ όμοιον τρόπο εκφράζεται και ο ουρανοφάντωρ μέγας Βασίλειος διαβεβαιώνοντας ότι «μόνον στην περίπτωση που ο άνθρωπος καθαρθεί από το αίσχος το οποίο του έχει αποτυπωθεί διά της κακίας και επανέλθει στο φυσικό κάλλος και αποδώσει πάλι την αρχαία μορφή ως ένα βασιλικό άγαλμα, τότε μόνον είναι δυνατό να προσελκύσει τον Παράκλητο» [21]. Η κάθαρση λοιπόν των παθών αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο εις τρόπον ώστε να επιτευχθεί η ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος εντός ημών. Και η ενοίκηση αυτή γίνεται ακριβώς λόγω αυτής της καθαρότητας που συναντά το Άγιο Πνεύμα στους αξίους, όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί τους φορείς του Πνεύματος ο θείος Βασίλειος. Ουσιαστικά, οι άξιοι, που έχουν το μοναδικό προνόμιο να κοινωνούν με το Θεό, είναι αυτοί που καταπάτησαν και υπερέβησαν τα γήινα και η όλη ζωή τους μαρτυρεί τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος [22]΄ είναι δηλαδή οι άγιοι.
Στο σημείο αυτό έρχεται να υπερθεματίσει έντονα ο κορυφαίος ησυχαστής και Θεολόγος της δεύτερης χιλιετίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και να υποστηρίξει με απόλυτο και σαφή τρόπο πως μόνον οι άγιοι μετέχουν του Θεού, μόνον αυτοί γίνονται ένθεοι και θεοειδείς. Και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός πως οι άγιοι, όχι μόνο μετέχουν της Χάριτος Θεού, αλλά την μεταδίδουν κιόλας, δεν λαμβάνουν απλώς γνώση των πραγμάτων, αλλά των μεγαλύτερων μυστηρίων της δημιουργίας, δεν ζουν μόνο, αλλά και ζωοποιούν! Αποκτούν δηλαδή ιδιότητες, οι οποίες δεν ανήκουν στην κτιστή δύναμη [23].

vΤο πνεύμα της πλάνης και της πονηρίας κυριάρχησε στη «Σύνοδο» της Κρήτης.
Επί τη βάσει όσων εξετάστηκαν ανωτέρω εξ επόψεως ορθοδόξου δογματικής, ερχόμαστε τώρα στο σημείο να εξετάσουμε τον ισχυρισμό των ιεραρχών της «Συνόδου» της Κρήτης που δήλωσαν με απίστευτη ευκολία και ελαφρότητα πως στο συνεδριακό κέντρο του Κολυμπαρίου «βίωσαν και είχαν πλήρη αίσθηση του Αγίου Πνεύματος». Για να ελέγξουμε όμως αυτό τον ισχυρισμό και για να αποφανθούμε περί του πνεύματος της συγκεκριμένης «Συνόδου», θα πρέπει προηγουμένως να δώσουμε ένα μικρό περίγραμμα των αποφάσεων αυτής της «Συνόδου». Ουσιαστικά και για λόγους συντομίας, θα περιοριστούμε να σταθούμε στο κορυφαίο γεγονός που στιγμάτισε τις εργασίες αυτής της «Συνόδου», το οποίο ήταν ούτε λίγο-ούτε πολύ η ανατροπή της ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως η «Σύνοδος» της Κρήτης υπήρξε η πρώτη συνοδική απόπειρα που εμμέσως πλήν σαφώς νομιμοποίησε την αιρετική κίνηση του Οικουμενισμού, όχι μόνο δια της επισήμου αναγνωρίσεως των θεσμικών της οργάνων (βλ. Π.Σ.Ε.), αλλά κυρίως με την αναγνώριση των χριστιανικών αιρέσεων της Δύσης ως εκκλησιών, διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα όρια της εκκλησιολογίας εντελώς αυθαίρετα και απροκάλυπτα.
Το νέο αυτό είδος συνόδου, κατά την αυθόρμητη παραδοχή του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, κ. Αναστάσιου [24], όντως δεν έχει προηγούμενο στην εκκλησιαστική ιστορία (μιλάμε πάντα για την ορθόδοξη), διότι όχι μόνο υπήρξε η πρώτη σύνοδος που δεν καταδίκασε αιρέσεις, αλλά αντιθέτως νομιμοποίησε ένα μεγάλο μέρος από αυτές, όπως επιτάσσει το πρωτόκολλο του Οικουμενισμού. Έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε διά συνοδικής αποφάσεως η ανάμειξη της αλήθειας με το ψεύδος, της ορθής πίστεως με την πλάνη του διαβόλου, της ευωδίας με τη δυσωδία. Αυτή η πρακτική επαναλαμβάνουμε είναι παντελώς ξένη προς την πρακτική των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι κινούμενοι εν Αγίω Πνεύματι ούτε που διανοούνταν ποτέ να διευρύνουν τα όρια της Εκκλησίας, αντιθέτως φρόντιζαν πάντοτε με αίσθημα υψηλής ποιμαντικής ευθύνης να τραβούν τις διαχωριστικές γραμμές από όλα εκείνα τα φιλοσοφικά ρεύματα κάθε εποχής που επιχειρούσαν και τότε, όπως και σήμερα, την ανατροπή της ορθοδόξου εκκλησιολογίας.
Στο συνεδριακό κέντρο του Κολυμπαρίου, οι μετέχοντες στη «Σύνοδο» της Κρήτης αγνόησαν επιδεικτικά την εμπειρία των Αγίων Πατέρων, δεν στοιχήθηκαν πίσω από αυτούς, αρνήθηκαν να εκτελέσουν και να τηρήσουν τις εντολές του Χριστού, αυτονομήθηκαν και προσχώρησαν στο στρατόπεδο της πλάνης και της πονηρίας, από τη στιγμή που δεν διαφύλαξαν τουλάχιστον τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ως εκ τούτου, σε μία τέτοια βλάσφημη σύναξη ιεραρχών, είναι προφανές πως το Πνεύμα το Άγιο δεν θα μπορούσε να είναι παρών, πολύ δέ περισσότερο να συγκοινωνεί με τα ακάθαρτα πνεύματα της πονηρίας και της πλάνης, που εισηγήθηκαν την αμνήστευση των αιρέσεων και την αναγνώρισή τους ως «εκκλησίες». Άραγε οι ιεράρχες εκείνοι που δήλωσαν πως «βίωσαν» το Άγιο Πνεύμα, δεν γνωρίζουν τι αναφέρει επ’ αυτού ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς; Ότι δηλαδή «η πλάνη δεν χαρίζει το απλάνευτο φώς, το άτρεπτον εις τον αιώνα τούτον ΄ » ; Αν δεν το γνωρίζουν, τότε ας μάθουν και που τους κατατάσσει ο άγιος Θεσσαλονίκης ΄ «διότι ο λέγων τούτο (σσ. αυτός που ισχυρίζεται δηλαδή ότι κοινωνεί με το Πνεύμα, ενώ είναι φορέας της πλάνης) ανήκει εις την μερίδα των λύκων» [25]!
Όλοι αυτοί λοιπόν οι προβατόσχημοι λύκοι μπορούν να κοροϊδέψουν και να παραπλανήσουν τον σημερινό ακατήχητο λαό, δεν μπορούν όμως να ξεφύγουν από τον διαχρονικό έλεγχο των αγίων Πατέρων, οι οποίοι λειτουργούν πάντοτε και σε κάθε εποχή ως θεματοφύλακες της πίστεως μας. Αυτοί είναι (οι Πατέρες δηλαδή) που δεν ανέχτηκαν ούτε το να μην μας ανακοινώσουν, ποια είναι τα γνωρίσματα της αλήθειας και ποια της πλάνης. Σύμφωνα με τον άγιο Μακάριο για παράδειγμα, η πλάνη ακόμα κι αν υποκρίνεται το πρόσωπο του αγαθού, ακόμα και αν περιβάλλεται με λαμπρές εμφανίσεις, δεν θα μπορέσει να παράσχει αγαθή ενέργεια. Δεν θα μπορέσει δηλαδή να παράσχει μίσος για τα κοσμικά πράγματα, περιφρόνηση δόξας και τιμών από τους ανθρώπους, επιθυμία των ουρανίων, χαρά, ειρήνη, ταπείνωση, κατάπαυση ηδονών και παθών, άριστη διάθεση της ψυχής. Διότι αυτά είναι τα ενεργήματα της Χάριτος, τα αντίθετα των οποίων είναι τα ενεργήματα της πλάνης [26].
Ποιός μπορεί, από όσους συμμετείχαν στην βλάσφημη «Σύνοδο» της Κρήτης, να αμφισβητήσει τους λόγους του αγίου Μακαρίου; Ποιός δύναται άραγε εκ των συμμετεχόντων να αντειπεί στον άγιο πως τα ενεργήματα της «Συνόδου» δεν ήσαν όμοια με αυτά της πλάνης; Εκεί που οι τιμές και οι βραβεύσεις, τα συμπόσια, τα θέατρα και οι συναυλίες, καθώς και τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας έδιναν και έπαιρναν. Για να μην ομιλήσουμε για τις προαποφασισμένες συνεδρίες και τα «μαγειρεμένα» ανακοινωθέντα. Άρα, είναι τουλάχιστον αστείο να λέει κανείς έτσι αυθαίρετα και αφηρημένα «βιώσαμε το Άγιο Πνεύμα» και να μην μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς είναι η βίωση του Αγίου Πνεύματος. Το τραγικό δέ είναι ότι αυτοί που τον βλέπουν και τον ακούν, εξ ορισμού δεν το εισπράττουν αυτό που με έπαρση ισχυρίζεται, δεν λαμβάνουν δηλαδή τα ενεργήματα της Χάριτος, όπως συμβαίνει όταν έρχεται κανείς σε επαφή με τους αγίους και χαρισματούχους, αλλά λαμβάνουν ακριβώς τα αντίθετα και τα αντίθεα.
Είναι τουλάχιστον φαιδρό επομένως, ιεράρχες του καιρού μας, οι οποίοι είναι σεσημασμένοι αντιησυχαστές (ειδικότερα ως προς την προσωπική τους βιοτή) και νεοβααρλαμίτες, που εισηγούνται επισήμως και ξεδιάντροπα την «υπέρβαση των Πατέρων», να ισχυρίζονται πως μετέχουν της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ενώ στην πραγματικότητα βλασφημούν «εν παντί λόγω και έργω» κατά του Αγίου Πνεύματος. Αυτοί οι ιεράρχες, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά [27], είναι φανερό πως έφτασαν στο έσχατο σημείο της μανίας και ότι όντως εμωράνθησαν ως προς τη σοφία, διότι καπηλεύονται με φυσική σκέψη και σαρκική αυθαιρεσία, πράγματα παντελώς άγνωστα για τους ίδιους, τα οποία όμως είναι γνωστά στους χαρισματούχους, δηλαδή σε ανθρώπους που έχουν πραγματικά νούν Χριστού και όχι σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται πως θα κάνουν δημόσιες σχέσεις ακόμα και με τον διάβολο.
Και το χειρότερο; Στερούμενοι εμφανώς και παντελώς της εμπειρίας του ακτίστου, με την προκλητική τους στάση υιοθετούν και εκφράζουν ουσιαστικά με ένα τρόπο συγκεκαλυμμένο τη ρωμαιοκαθολική θεολογία περί κτιστής χάριτος, μια και όλα τα επιχειρήματά τους περιγράφουν μία κτιστή-συναισθηματική κατάσταση, που δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την εμπειρία των Πατέρων. Επιπλέον, η παρουσίαση εκ μέρους τους της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος σαν μία ευκαιριακή κτιστή εμπειρία, που παραπέμπει περισσότερο σε μία φυσική έξη και μίμηση, αποτελεί ευθεία προσβολή προς τους χαρισματούχους Πατέρες της Εκκλησίας και τους ασκητικούς αγώνες τους [28].
Αυτοί οι ιεράρχες λοιπόν, συνεχίζει ο άγιος Παλαμάς, είναι άξιοι θρήνου, όχι μόνο γιατί (τελικώς) είναι εντελώς ανέραστοι του θείου Φωτός, αλλά διότι επιπλέον δεν θέλουν να ακολουθήσουν τους αγίους, έχοντας καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ως προς τον εαυτό τους πως επειδή φέρουν τον τίτλο του επισκόπου, αυτομάτως αυτό τους καθιστά ισάξιους με τους Πατέρες. Το λέει κάπου πολύ ωραία ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «ἐὰν μὲν διὰ τοῦτο κεκαθαρμένον ἐαυτὸν λογίσηται, πλανᾶται ἑαυτοῦ καταψευδόμενος, καὶ διά τῆς οἰήσεως, τᾤ πλανᾄν ἀεὶ ἐπιχειροῦντι θύραν ἀνοίγουσι καθ’ ἑαυτοῦ μεγάλην.» [29].Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως οι ιεράρχες αυτοί φέρνουν εαυτούς κατά κρημνών, επιχειρώντας να συμπαρασύρουν και αυτούς που τους υπακούουν, ώστε να έχουν οπωσδήποτε συντρόφους όταν «ιδούν ως πύρ», αυτό το οποίο δεν γνώρισαν ως φώς, αλλά καπηλεύτηκαν με περισσή αυθάδεια [30]. Στο τέλος λοιπόν καθίστανται κληρονόμοι του «ουαί», κυρίως λόγω αυτής της ανεπανόρθωτης βλάβης που προκαλούν στους ακροατές τους, διότι όπως βεβαιώνει ο προφήτης Αββακούμ, «ουαί εις τον ποτίζοντα τον αδελφόν δηλητηριώδες ποτόν» [31].
vΕπίλογος.
Από όλα όσα μελετήθηκαν στην παρούσα δογματική εργασία καθίσταται σαφές αυτό που λέει ο άγιος Μακάριος, ότι δηλαδή ο κάθε πιστός, ακόμα κι αν βρίσκεται στη θέση του επισκόπου, εφόσον στερείται της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός είναι εντελώς αμύητος με την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και δεν δύναται να εννοήσει το παραμικρό αυτής της εμπειρίας [32]. Επομένως το να ομιλεί κανείς για κάτι που δεν έχει γευτεί, ομοιάζει με έναν τυφλό άνθρωπο που μπορεί να ακούσει και να πιστέψει ότι η λαμπρότητα του ηλίου υπερβαίνει τα μέτρα των αισθητών οφθαλμών, δεν έχει όμως την εμπειρία του βλέποντος. Με άλλα λόγια είναι φύσει αδύνατο ο μη βλέπων να μετέχει και να απολαμβάνει τις ιδιότητες του φωτός του ηλίου, εν αντιθέσει με τους πεπειραμένους της υγιούς οράσεως [33].
Επιπροσθέτως, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος μόνο απροϋπόθετη δεν θα πρέπει να λογίζεται. Και τούτο διότι ο άνθρωπος καθίσταται δεκτικός της Χάριτος, μόνον όταν παρουσιάζει τον εαυτό του ως καθαρό σκεύος απέναντι στον Θεό, κάτι που προϋποθέτει την αγαπητική τήρηση όλων των εντολών και τη συστηματική αποχή από πάσης φύσεως αμαρτία . Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ο απελευθερωμένος από την αμαρτία άνθρωπος προσφέρεται εξολοκλήρου στο Χριστό παραιτούμενος από την «αυτονομία της γνώμης» του [34]. Σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος δεν επαίρεται για τίποτα και δεν διαφημίζει στους γύρω του πως βιώνει το Άγιο Πνεύμα, αντιθέτως γίνεται ακόμα πιο ταπεινός και νηπτικός εις τρόπον ώστε να μην απολέσει αυτή την υπερφυή κατάσταση που αληθώς βιώνει. Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει εγκολπωθεί τη γνωστή ρήση του μεγάλου αγίου Γρηγορίου του Παλαμά : «πᾶν γὰρ εἶδος ἀρετῆς ἐν ἡμῖν, ἐνεργοῦντος τοῦ Θεοῦ ἡμῖν προσγίνεται ΄ τοῦ Θεοῦ δὲ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τὸ παρ’ ἡμῶν γινόμὲνον» [35].