Στις επικρίσεις που δέχθηκε πρόσφατα από επιστημονικές ενώσεις, με αφορμή τις αλλαγές που προωθούνται σε προγράμματα σπουδών και τη μείωση των εξεταζομένων μαθημάτων, απάντησε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής ().

Σύμφωνα με το ΙΕΠ, η μείωση του «εξεταστικού φόρτου» δεν συνιστά ούτε «εμμονή» ούτε κάποιου είδους «ιδεολογικοποίηση». Όπως ανέφερε, αυτό «προέκυψε ως έλλογο αίτημα της ίδιας της εκπαιδευτικής κοινότητας, που τεκμηρίωσε, και θεωρητικά και ερευνητικά, τη θέση ότι τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία, σε όλα σχεδόν τα διδασκόμενα μαθήματα, προβάλλουν υπερβολικές απαιτήσεις, τόσο στο Γυμνάσιο όσο και στο Λύκειο (βλ. π.χ. 8ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ και τα δημοσιευμένα πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου)».

Επίσης, σχολίασε ότι «είναι ξένο προς τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις το επιχείρημα ότι ένα μάθημα/μια επιστήμη καταξιώνεται στα μάτια της εκπαιδευτικής κοινότητας μόνον εφόσον συμπεριλαμβάνεται στις γραπτές προαγωγικές εξετάσεις του Ιουνίου». Σύμφωνα με το ΙΕΠ, η διεθνής εκπαιδευτική πραγματικότητα παρέχει «πληθώρα εναλλακτικών πρακτικών, που δίνουν έμφαση στην άμεση και συστηματική υποστήριξη των παιδιών (διαμορφωτική αξιολόγηση) έναντι μιας τελικής, γραπτής εξέτασης».

Ακόμη, χαρακτήρισε «βαρύτατο ολίσθημα» το να θεωρείται το γυμνάσιο «άχρηστη εκπαιδευτική βαθμίδα» και «τρίχρονο parking παιδιών», και το δημόσιο σχολείο «σχολείο της αμάθειας». «Με τέτοιους αβάσιμους χαρακτηρισμούς απαξιώνεται το έργο χιλιάδων εκπαιδευτικών συναδέλφων τους, που μοχθούν καθημερινά στις σχολικές τάξεις για ποιότητα στην εκπαίδευση και μείωση των μορφωτικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα τέτοιοι χαρακτηρισμοί εκπέμπουν προς την κοινωνία εσφαλμένα μηνύματα, που πριμοδοτούν ακούσια την υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης», σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΙΕΠ.

«Είμαστε βέβαιοι ότι ο κόσμος που υπηρετεί με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια τα γράμματα και τις επιστήμες, και μέσα από τις επιστημονικές ενώσεις, επιθυμεί κριτικές προσεγγίσεις που διακρίνονται από νηφαλιότητα, ορθολογισμό, έγκυρο και απροκατάληπτο επιστημονικό λόγο, και αποστρέφεται τις ακρότητες, τους εύκολους αλλά ατεκμηρίωτους αφορισμούς και βεβαίως τους απαράδεκτου ύφους προσωπικούς χαρακτηρισμούς», επεσήμανε το ΙΕΠ.

Τέλος, υπενθύμισε ότι είναι αρμόδιο για την επιστημονική διερεύνηση των θεμάτων που συνδέονται με τη σχολική εκπαίδευση και το σχεδιασμό εκπαιδευτικής πολιτικής και ότι γνωμοδοτεί προς τον εποπτεύοντα φορέα που τελικά αποφασίζει, δηλαδή το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, «με το οποίο η συνεργασία είναι συστηματική και πλήρης».