Στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για το νέο Γενικό Λύκειο που πρόσφατα δημοσιεύθηκε στην Α΄ και Β΄ τάξη περιλαμβάνεται το μάθημα «Πολιτική Παιδεία» (Θεσμοί- Δίκαιο- Οικονομία).

Με την πρόταση αυτή ταυτίζονται τα αντικείμενα και οι μέθοδοι των επιστημονικών πεδίων που διδάσκονται στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι το περιεχόμενο κάθε μαθήματος που μέχρι σήμερα έχει ως ένα βαθμό αντιστοιχία με μια επιστήμη ή κλάδους επιστημών αλλάζει (ακυρώνεται) και στη θέση τους τοποθετούνται σύνολα πληροφοριών, περιοχές θεματικές, οι οποίες ανασύρονται αυθαίρετα και συνδέονται με συστήματα project ή συστήματα πρακτικών εφαρμογών για την εύκολη χειραγώγηση της σκέψης και δράσης του νέου ατόμου.

Με την επιλογή αυτή διαταράσσεται η αντιστοιχία μαθήματος και επιστήμης. Επιχειρείται να διαμορφωθούν νέες αρχές συγκρότησης του περιεχομένου του μαθήματος, που είναι μέχρις στιγμής μη προσδιορισμένες με επιστημονικά κριτήρια. Δεν ολοκληρώνεται ούτε στον αναγκαίο βαθμό η μάθηση του αντικειμένου αλλά υποστηρίζεται η αποσπασματικότητα και η συμβατότητα με τις εξετάσεις. Αυτό γίνεται με την ταύτιση και την ανάμιξη των επιστημονικών αντικειμένων. Αυτή η ταύτιση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ούτε από τον σπουδαστή των τεσσάρων χρόνων του Πανεπιστημίου ούτε από το μεταπτυχιακό φοιτητή.

Υποβάλλουμε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: είναι απαραίτητο να υπάρχουν μεθοδολογικές, επιστημονικές αρχές μέσα από τις οποίες να συγκροτείται το περιεχόμενο και το αντικείμενο του μαθήματος που διδάσκεται στην εκπαίδευση και ειδικά στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Για μας είναι απαραίτητο να υπάρχουν θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές και κριτήρια συγκρότησης, οργάνωσης και δομής του περιεχομένου του μαθήματος. Αυτό σημαίνει ότι η διδασκαλία του αντικειμένου με τη μορφή του μαθήματος πλησιάζει το περιεχόμενο μιας επιστήμης την οποία και ορίζουμε.

Δεν μπορούμε να επιλέξουμε περιοχές της γνώσης και μάλιστα με αυθαίρετα κριτήρια ενός θεσμικού οργάνου(Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής). Όταν τα κριτήρια είναι αυθαίρετα δεν υπάρχει καμία περίπτωση συμφωνίας και αποδοχής μιας πρότασης , που διατυπώνεται από οποιαδήποτε πλευρά. Προτείνουμε να τεθούν επί τάπητος τα επιστημονικά κριτήρια. Ένας θεσμικός οργανισμός, που είναι συμβουλευτικός του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων πρέπει να συνδιαμορφώνει σε συνεργασία με τους Σχολικούς Συμβούλους και τις Επιστημονικές Ενώσεις τα επιστημονικά κριτήρια.

Σας προτείνουμε να ασχοληθούμε με το γενικό περιεχόμενο μιας επιστήμης ή επιστημονικού κλάδου και να δούμε πως αυτός οριοθετείται. Για παράδειγμα η Οικονομική Επιστήμη έχει συγκεκριμένα κριτήρια. Το αντικείμενό της προσδιορίζεται στην παραγωγή, ανταλλαγή και διανομή των αγαθών στην κοινωνία. Η Οικονομική Επιστήμη χρησιμοποιεί πρώτο μεθοδολογικά κριτήρια και αρχές προσέγγισης που περιέχουν εννοιολογικά και μεθοδολογικά σύνολα και δεύτερο μονάδες μέτρησης για τη μέτρηση των οικονομικών μεγεθών με εργαλεία τα Μαθηματικά μοντέλα, τη Συναρτησιακή Ανάλυση, την Οικονομετρία, τη Λογιστική κλπ.

Αυτό το αντικείμενο έχει περιορισμένη σχέση με το αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, η οποία ασχολείται με την οργάνωση, τη δομή και τη λειτουργία της κοινωνίας . Η κοινωνιολογία δεν μετράει εργασιακή δύναμη και οικονομικά μεγέθη, όπως κάνει η Οικονομική Επιστήμη, αλλά πολλές φορές χρησιμοποιεί τη στατιστική για να καταγράψει μεταβολές ομάδων και πληθυσμών. Υπάρχει βασική διαφοροποίηση στο αντικείμενο των δύο επιστημών μεταξύ τους και ταυτόχρονα δεν εντάσσονται στην έννοια «Πολιτική Παιδεία». Η « Πολιτική Παιδεία» δεν μπορεί σαν όρος να ενσωματώσει και να αφομοιώσει το αντικείμενο δύο συγκεκριμένων αυτοτελών επιστημών. Φανταστείτε δε να προσθέσουμε την Πολιτική επιστήμη και το Δίκαιο, το οποίο έχει ως αντικείμενο μελέτης το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Δεν ανάγουμε το περιεχόμενο της κάθε επιστήμης που έχει αυτοτέλεια στην πολιτική και την ιδεολογία. Δεν επιδιώκουμε ως στόχο του μαθήματος την ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων μέσα από τη διδασκαλία του , αλλά τη γνώση και τη μάθηση του επιστημονικού περιεχομένου. Ο όρος «Πολιτική Παιδεία» μέσω του οποίου επιχειρείται να συγκροτηθεί μάθημα είναι επιστημονική διαστρέβλωση. Άλλο πράγμα είναι να περνάμε στους σκοπούς της εκπαίδευσης την έννοια πολιτική συνείδηση και άλλο να διαμορφώνουμε τίτλο μαθήματος «Πολιτική Παιδεία». Δεν υφίσταται τέτοιο επιστημονικό αντικείμενο. Αυτό είναι μια παρέκκλιση επιστημονική ιδεολογικού τύπου, που δημιουργεί Βεμπεριανό ιδεότυπο. Το επιστημονικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου αντικειμένου ανάγεται τελικά στην πολιτική. Αυτή η ταύτιση των αντικειμένων διαφέρει από την θεωρητική ενότητα και διακριτότητα που επιδιώκουμε. Εξυπηρετεί περισσότερο τη θεματικότητα – διαθεματικότητα που είναι συμβατική γνώση και εμποδίζει την ουσιαστική διδασκαλία στο σχολείο. Το κοινό στοιχείο κατά τη διδασκαλία θα είναι οι έννοιες θέσμιση και διαχείριση.

Γιατί δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί η διδασκαλία και η μάθηση των επιστημονικών αντικειμένων που συζητάμε; Θα εξηγήσουμε γιατί υπάρχει έλλειψη στη διδακτική διαδικασία.

Η διαφορετική μεθοδολογική διάρθρωση των αντικειμένων και των μεθόδων των επιστημών που προτείνεται στο σχέδιο νόμου οδηγεί σε τεράστια προβλήματα στη διδασκαλία, τη μάθηση και τη γνώση. Αυτό σημαίνει ότι ο επιστήμονας που έχει ειδίκευση σε ένα αντικείμενο έχει διδαχθεί στις πανεπιστημιακές και στις πιθανές μεταπτυχιακές σπουδές συγκεκριμένα μαθήματα επιστημονικούς κλάδους με ειδικό περιεχόμενο.

Οι πτυχιούχοι των Οικονομικών επιστημών έχουν διδαχθεί Θεωρητικές αρχές Οικονομίας Συναρτησιακή ανάλυση, Οικονομετρία, Στατιστική, Μικροοικονομία-Μακροοικονομία, Λογιστική, Οργάνωση και Διοίκηση(management)κλπ. Μερικά από αυτά τα αντικείμενα διδάσκονται στους μαθητές και μάλιστα συνιστούν προαπαιτούμενα για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Η εμπειρία των Οικονομολόγων καθηγητών τόσων χρόνων δεν μπορεί να αντικατασταθεί από έναν Κοινωνιολόγο ή Πολιτικό επιστήμονα. Με τη νέα πρόταση του Υπουργείου συρρικνώνονται τα επιστημονικά αντικείμενα και εξαναγκάζεται ο Κοινωνιολόγος ή ο Πολιτικός επιστήμονας να αναπληρώσει τις σπουδές ως προς τα Οικονομικά αντικείμενα και μεθόδους, πράγμα που είναι αδύνατο.

Το ίδιο συμβαίνει και αντίστροφα, διότι ο Κοινωνιολόγος έχει διδαχθεί επιστημονικά αντικείμενα τα οποία επεκτείνονται σε διατάξεις ομάδων και πληθυσμών με στατιστικές αναλύσεις των συμπεριφορών και των κοινωνικών ισορροπιών. Ο Νομικός γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο και τη μέθοδο διαχείρισης των νομικών πλαισίων από τα ποινικά και αστικά αδικήματα μέχρι την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των Συνταγματικών ελευθεριών.

Ο ενιαίος προβληματισμός ανάμεσα στους κλάδους μπορεί να είναι πάνω σε ζητήματα Συνταγματικών, νομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών καθώς και εργασιακών, φορολογικών υποχρεώσεων, δανεισμού και τραπεζών. Ενιαίος προβληματισμός δεν μπορεί να υπάρξει στο διαφορετικό αντικείμενο διδασκαλίας κάθε κλάδου. Εμείς προτείνουμε εκεί που συμπίπτει το γενικό θεωρητικό πλαίσιο να είναι κατηρτισμένοι οι καθηγητές και των τριών κλάδων και να μπορούν να διδάξουν μεθοδολογική εισαγωγή στο διακριτό, ξεχωριστό μάθημα της ειδικότητάς τους. Έτσι κατοχυρώνεται η ειδικότητα και παραμένει το βάθος και η ολοκληρωμένη προσέγγιση των επιστημονικών αντικειμένων αποφεύγοντας την αποσπασματικότητα.

Αν πραγματοποιηθεί το ανωτέρω σχέδιο θα έχουμε ως αποτέλεσμα: πρώτο τη διδασκαλία μιας επιλεκτικής θεματολογίας και όχι την ολοκληρωμένη κατανόηση των επιστημονικών αντικειμένων και δεύτερο την ένταση της αποσπασματικότητας της παρεχόμενης γνώσης.

Κατόπιν αυτών γίνεται φανερό ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεννοηθούμε είναι η διακριτότητα των μαθημάτων. Από αυτή τη θέση δεν υπάρχει υποχώρηση. Είναι ανάγκη τα μαθήματα να είναι διακριτά και να διδάσκονται σε διαφορετικό και συγκεκριμένο ωράριο. Με βάση λοιπόν τη διακριτότητα των μαθημάτων πρέπει να διαμορφωθεί το νέο πρόγραμμα του Λυκείου.

Παντελής Τέντες