Το παρόν κείμενο είναι το αποτέλεσμα σκέψεων και εμπειριών από την τρέχουσα χρονιά προετοιμασίας υποψηφίων για τις στο μάθημα της . Αφορμή αποτελεί το νέο εκπαιδευτικό πολυνομοσχέδιο που θα τεθεί προς διαβούλευση από το Υπουργείο Παιδείας αμέσως μετά το Πάσχα.

Της Κατερίνας Μελεζιάδου
Φιλόλογος, Μ.Α. Κοινωνιολογίας

Είμαι Φιλόλογος με μεταπτυχιακό στην Κοινωνιολογία και εργάζομαι στην ιδιωτική εκπαίδευση. Διδάσκω φιλολογικά μαθήματα (Αρχαία Ελληνικά, Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία) και Κοινωνιολογία. Αγαπώ όλα τα αντικείμενα τα οποία διδάσκω, αγαπώ να διδάσκω και αγαπώ τους μαθητές μου.

Στην άτυπη ‘αντιπαλότητα’ που έχει δημιουργηθεί εδώ και κάποιους μήνες ανάμεσα σε φιλολόγους (ΠΕ02) – κοινωνιολόγους (ΠΕ78), φιλολογικά μαθήματα- κοινωνιολογία, υποστηρίζω θερμά και τις δυο πλευρές. Η Φιλολογία μου έδωσε παιδεία και καλλιέργεια με την ουσιαστική σημασία του όρου. Όταν κάποιος έρχεται σε επαφή με τα κλασικά κείμενα και με ολόκληρη τη βυζαντινή και νεοελληνική γραμματεία σε όλα τα κειμενικά είδη, καταλαβαίνει τον τεράστιο πλούτο και την ομορφιά όχι μόνο της ελληνικής γλώσσας αλλά πολύ περισσότερο της ελληνικής σκέψης και ιστορίας. Έρχεται σε επαφή με τα μεγάλα πνεύματα της ελληνικής αρχαιότητας αλλά και με ανθρώπους που ανταποκρίθηκαν διαισθητικά και δημιουργικά στο κλίμα της εποχής τους. Ένα μικρό, πολύ μικρό κομμάτι από τα παραπάνω διδάσκεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και συνήθως με το λάθος τρόπο, με αποτέλεσμα να χάνεται όλος αυτός ο πλούτος και η δύναμη, που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και μπορεί να εμπνεύσει τα νεαρά άτομα.

Η Κοινωνιολογία με έμαθε να σκέφτομαι σε 360 μοίρες και μου άνοιξε το μυαλό στην πολυπλοκότητα του κόσμου και στη φύση των κοινωνικών φαινομένων. Μου έμαθε να βλέπω ένα θέμα από όλες τις οπτικές, να εντοπίζω τα πραγματικά αίτια και να κάνω τη σύνδεση ανάμεσα σε διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα (φιλοσοφία, πολιτική επιστήμη, εκπαίδευση, ψυχολογία). Μου έμαθε να στέκομαι κριτικά απέναντι στη μία άποψη, στην εύκολη άποψη, σε πράγματα που φαίνονται επιφανειακά σωστά αλλά είναι στην πραγματικότητα λανθασμένα. Η Κοινωνιολογία είναι μια ανεκτίμητη επιστήμη που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον καθιστά πολίτη. Του δίνει τα μέσα για να τοποθετηθεί στην κοινωνική πραγματικότητα του τόπου του και τα εργαλεία για να την αλλάξει σε συνεργασία με αλλούς με απώτερο σκοπό την πρόοδο και το κοινό καλό. Συνεπώς είναι ένα γνωστικό αντικείμενο απαραίτητο στο εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας.

Όσον αφορά την Κοινωνιολογία ως:

Γιατί η Κοινωνιολογία πρέπει να παραμείνει:

-Γιατί αποτελεί υπόβαθρο κατάλληλο για σχολές Οικονομικών, Διεθνών Σχέσεων, Ψυχολογίας, Νομικής, Πολιτικών Επιστημών, Εκπαίδευσης, Κοινωνικής Πολιτικής, Δημόσιας Διοίκησης, Δημοσιογραφίας κ.ά.
-Γιατί οι θεματικές του μαθήματος (κοινωνιολογικές θεωρίες, μορφές κοινωνικής οργάνωσης, διάκριση των χωρών σε Πρώτο- Δεύτερο- Τρίτο κόσμο, κοινωνικοποίηση και κοινωνικοί θεσμοί, εργασία, πολιτική κοινωνιολογία και πολιτική αλλοτρίωση και μέχρι πρότινος παραβατικότητα και πρόληψη, διαπολιτισμικότητα, πόλεμος) είναι γνωστικά πλούσιες, ενδιαφέρουσες και προσφέρουν κίνητρα για προβληματισμό.
-Γιατί οι μαθητές έχουν αναφέρει ραγδαία βελτίωση της επίδοσής τους στην παραγωγή γραπτού λόγου (Έκθεση). Με βάση τις γνώσεις τους από την κοινωνιολογία σχηματίζουν μόνοι τους άποψη αντί να επαναλαμβάνουν στερεότυπες φράσεις, καθώς αντιλαμβάνονται τη σύνδεση ανάμεσα σε διάφορες πλευρές της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και μπορούν να την εξηγήσουν με πλούσια επιχειρηματολογία.
-Γιατί αναπτύσσεται η έκφρασή των μαθητών. Σε μια εποχή που έχει υποχωρήσει η ανάγνωση για τα νεαρά άτομα (με τη μορφή λογοτεχνικών βιβλίων αλλά και άρθρων online, εκλαϊκευμένων ιστορικών ή επιστημονικών κειμένων κ.ά.), η ορολογία και οι έννοιες της κοινωνιολογίας αποτελούν καλοδεχούμενη προσθήκη στο λεξιλόγιο των μαθητών.

– Γιατί αποτελεί μάθημα-πολυεργαλείο, με την έννοια του ότι οι μαθητές ενώνουν γνώσεις από τα άλλα μαθήματά τους (ιστορία, θρησκευτικά, φιλοσοφία), κλείνουν κενά στην κατανόηση, απαντούν σε απορίες τους και σχηματίζουν ολοκληρωμένη εικόνα για το σύγχρονο κόσμο αλλά και για προηγούμενες ιστορικές συγκυρίες.
-Γιατί οι μαθητές μπορούν να συνδεθούν και να μπουν στη θέση ατόμων από άλλες κοινωνικές ομάδες εκτός από τη δική τους, κάτι που μπορεί να μην είχαν τη δυνατότητα να κάνουν έως τώρα στην καθημερινότητά τους. Οι ίδιοι λένε ότι πλέον δεν αντιλαμβάνονται τους άλλους ανθρώπους ως απλά ‘κόσμο’, αλλά εντοπίζουν κοινωνικά χαρακτηριστικά, φύλο, ηλικία, κοινωνική τάξη, εθνικότητα κ.ά. και σκέφτονται πώς βιώνουν άλλοι άνθρωποι τα όσα διαδραματίζονται στην κοινωνία. Έτσι, αναπτύσσεται η ενσυναίσθησή τους.

-Γιατί οι μαθητές μαθαίνουν να τοποθετούν τον εαυτό τους στο κοινωνικό σύνολο και βλέπουν τις δυνατότητές τους, τα διαφορετικά πεδία όπου μπορούν να κινηθούν ατομικά αλλά και ως αυριανοί πολίτες. Όπως λέει ο Μπουρντιέ, “η κοινωνιολογία είναι αμυντική πολεμική τέχνη”. Οι μαθητές καταλαβαίνουν ότι τα θέματα ή προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο άμεσο περιβάλλον τους οφείλονται πρωταρχικά σε κοινωνικές αιτίες. Αυτό τους βοηθάει να καταλάβουν τον εαυτό τους καλύτερα και να μην νιώθουν ‘μόνοι’ στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
– Γιατί, πολύ απλά, οι μαθητές μαθαίνουν να σκέφτονται ανεξάρτητα. Σε μια εποχή όπου κυριαρχεί ο φόβος που δημιουργεί η οικονομική επισφάλεια και κάθε λογής κοινωνικές παθογένειες εντείνονται (ο ρατσισμός, ο ακραίος ανταγωνισμός, η αποχή από την κοινωνική και πολιτική ζωή), μέσα από το μάθημα της κοινωνιολογίας αναγνωρίζονται και καταπολεμούνται στερεότυπα, γενικεύσεις, προκαταλήψεις.

Τα μόνα ελαττώματα του μαθήματος στην παρούσα φάση είναι:

-Ορισμένες ασάφειες γύρω από τη μορφή των θεμάτων και την αξιολόγηση, που προκαλούν άγχος και ανασφάλεια σε μαθητές και καθηγητές, ωθώντας τους να υιοθετήσουν τη σίγουρη λύση της ‘παπαγαλίας’.
-Η δυσκολία κάποιων εννοιών και της ορολογίας που αποκαλύπτει τα κενά που είχαν οι μαθητές όλα τα προηγούμενα χρόνια στην κατανόηση κειμένου.

Αν η Kοινωνιολογία γίνει μάθημα γενικής παιδείας όπως πριν, όλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα θα χαθούν, καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι τα μαθήματα γενικής παιδείας είναι δυστυχώς υποβαθμισμένα στο μυαλό μαθητών, γονέων και καθηγητών σε σχέση με τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα. Στα παραπάνω να προστεθεί και το γεγονός ότι τα Λατινικά διδάσκονται με εντελώς λάθος τρόπο και με μια τυπολατρική επικέντρωση στη γραμματική και το συντακτικό και όχι ως γλώσσα στην οποία έχουν γραφτεί κάποια σημαντικά έργα (κατ’ αναλογία με τα Αρχαία Ελληνικά). Ποιος μαθητής θα χρησιμοποιήσει τα λατινικά για να διαβάσει Οβίδιο και Κικέρωνα, αφού δυστυχώς δεν ξέρει καν ποιος είναι ο Οβίδιος και ο Κικέρωνας και γιατί είναι σημαντικοί;

Το δίλημμα “Κοινωνιολογία ή Λατινικά στις πανελλήνιες” είναι επίπλαστο, επιφανειακό, και το χειρότερο: ιδεολογικά και κομματικά φορτισμένο ενώ δεν θα έπρεπε.

Τα πραγματικά ερωτήματα, αυτά στα οποία η απάντηση έχει γνήσιο βάρος, είναι άλλα. Η εκπαίδευση μαζι με τη δικαιοσύνη και την υγεία αποτελούν τους θεσμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται ένα κράτος. Όλοι οι άνθρωποι της εκπαίδευσης (μαθητές, εκπαιδευτικοί των σχετικών ειδικοτήτων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, σύμβουλοι, επιστήμονες στα διδακτικά αντικείμενα κ.ά.) αλλά και όλοι όσοι ανησυχούν και προβληματίζονται για αυτό το θέμα, πρέπει να αναρωτηθούμε:

Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια υπάρχουσα εκπαιδευτική αλλαγή;
Πώς θα χρησιμοποιήσουμε με τον αποτελεσματικότερο και καλύτερο τρόπο για τους μαθητές το ήδη υπάρχον δυναμικό σε εκπαιδευτικούς;
Όσον αφορά τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα της κατεύθυνσης Ανθρωπιστικών Σπουδών, μπορούμε επιτέλους να εφαρμόσουμε δικαιότερες και πρακτικότερες μορφές αξιολόγησης των μαθητών, πέρα από την αποστήθιση;

Αλλά κυρίως:

Μπορούμε επιτέλους να ονειρευτούμε και να πραγματοποιήσουμε κάτι καλύτερο για την ελληνική εκπαίδευση;
Μπορούμε να την απαλλάξουμε από συντεχνιακά μικροσυμφέροντα, ιδεολογικές και πολιτικές διχόνοιες και να σταματήσουμε να τη θεωρούμε εργαλείο για προσωπικές ή κομματικές επιδιώξεις;
Μπορούμε να σκεφτούμε πέρα από τα επόμενα 5-10 χρόνια; Μπορούμε να θέσουμε μακροπρόθεσμους στόχους και ενδιάμεσα βήματα; Μπορούμε να θέσουμε, αρχικά, βάσεις;
Ποιος είναι τώρα και ποιος θα μπορούσε να είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ελληνικής εκπαίδευσης;
Πώς προετοιμάζουμε τη μελλοντική γενιά για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, αλλά και των επόμενων χρόνων;
Πώς εξοπλίζουμε τους μαθητές κατάλληλα μέσα σε ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η πληροφορία, αλλά σπανίζει πλέον η ανεξάρτητη σκέψη, η κριτική ικανότητα, η βαθιά γνώση, η βαθιά επιθυμία για μάθηση και κατανόηση του κόσμου;
Τι είδους πολίτες θέλουμε να είμαστε εμείς για τη χώρα μας και τι είδους πολίτες θέλουμε να ‘διαπλάσουμε’ μέσω της εκπαίδευσης;

Τα ερωτήματα είναι πολλά και δεν θα απαντηθούν εύκολα ή άμεσα. Οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελούν την ιδανική αφορμή για να ενταθεί αυτός ο προβληματισμός και να ανοίξει ξανά η συζήτηση για την πορεία, τη φύση και τους στόχους της ελληνικής εκπαίδευσης.