Μπορεί για τους περισσότερους Έλληνες το «σκάνδαλο Κοσκωτά» να είναι αυτό που έφερε για πρώτη φορά πρώην υπουργούς ενώπιον της Δικαιοσύνης και να οδήγησε σε φυλακίσεις ή προφυλακίσεις κάποιων από αυτούς, όμως η αλήθεια είναι πως ένα άλλο σκάνδαλο, λιγότερο γνωστό πλέον στους νεώτερους, ήταν αυτό που κόστισε την προσωπική ελευθερία σε μέλος μεταπολιτευτικής κυβέρνησης.

Το αποκαλούμενο «σκάνδαλο του καλαμποκιού» ήταν η πρώτη υπόθεση, από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και μετά, που οδήγησε σε φυλάκιση υπουργού.

Ο Νίκος Αθανασόπουλος, υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, παραπέμφθηκε το 1989 για υπόθεση εισαγωγής μεγάλης ποσότητας γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού από κρατική εταιρία, το οποίο εμφανιζόμενο ως ελληνικό εξήχθη σε ευρωπαϊκές χώρες.

Η υπόθεση ήταν επίσης από τις πρώτες που είχαν «φέρει» κλιμάκια των ευρωπαϊκών αρχών στην Ελλάδα. Στη χώρα είχαν έλθει μέλη τού, τότε, Τμήματος Καταπολέμησης Απάτης της ΕΟΚ καθώς από την παραποίηση της προέλευσης του φορτίου αραβοσίτου, διαφαινόταν ζημιά της Ένωσης λόγω του ότι η μεγαλύτερη ποσότητα παραγόμενου καλαμποκιού που εμφάνιζε η Ελλάδα, αύξανε και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις προς τη χώρα. Ο Νίκος Αθανασόπουλος, που απεβίωσε το 2016, δικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο μαζί με συμμέτοχους, και καταδικάστηκε τον Αύγουστο του 1990 για αδικήματα σχετικά με ψευδείς βεβαιώσεις και πλαστογραφία εγγράφων. Του επιβλήθηκε τότε ποινή φυλάκισης 3 ετών και έξι μηνών και οδηγήθηκε στη φυλακή όπου παρέμεινε επί 19 μήνες. Το 1994 με απόφαση της, η Βουλή προχώρησε στην άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης του.

Σχεδόν δύο μήνες μετά την καταδίκη για το «σκάνδαλο του καλαμποκιού», ένα δεύτερο μέλος κυβέρνησης, κορυφαίος υπουργός του ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται μαζί με τον Αθανασόπουλο στη φυλακή. Ο Μένιος Κουτσόγιωργας προφυλακίζεται τον Οκτώβριο του 1990 για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» με απόφαση του τριμελούς Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου που είχε ήδη συσταθεί, με πολιτικά πρόσωπα στη θέση της εισαγγελικής Αρχής.

Έχει επισήμως ξεκινήσει η πλέον πολωτική περίοδος της Μεταπολίτευσης, που τώρα πια επικράτησε να λέγεται «το βρώμικο ΄89». Όμως, αν τότε υπήρχε διαδίκτυο , εκείνος που θα έκανε αναζήτηση «βρώμικο ‘89» πιθανότατα θα έβλεπε σχεδόν τα ίδια αποτελέσματα με όποιον αναζητούσε τη φράση «περίοδο Κάθαρσης».

Ενώ το «σκάνδαλο του καλαμποκιού» βρισκόταν σε δικαστική εκκρεμότητα άρχισε να δομείται με καταγγελίες και δημοσιεύματα το υλικό που τελικά αποτέλεσε τη δικογραφία για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» το οποίο κατέληξε στη «δίκη του Αιώνα».

Η δίκη του Ειδικού Δικαστηρίου για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου 1991 με κατηγορούμενους τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, τους υπουργούς Δικαιοσύνης Μένιο Κουτσόγιωργα, Οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα και τον υφυπουργό Βιομηχανίας Γιώργο Πέτσο. Την απόφαση παραπομπής τους είχε λάβει η Βουλή στις 27 Σεπτεμβρίου 1989.

Η υπόθεση δικαστικά εκκίνησε το 1988 με τη δίωξη σε βάρος του Κοσκωτά και τον έλεγχο που διενεργήθηκε με εισαγγελική εντολή στην Τράπεζα Κρήτης. Το πλειοψηφικό πακέτο της τράπεζας μέσα σε ένα διάστημα λίγων ετών από την πρόσληψη, το 1979, του Γιώργου Κοσκωτά ως στελέχους της, είχε περάσει στα χέρια του και ο όρος «μεγαλομέτοχος» άρχισε να ακούγεται σε όλη τη χώρα. Όπως είχαν περάσει στα χέρια του Μέσα Ενημέρωσης, άλλες επιχειρήσεις αλλά και ο Ολυμπιακός.

Ενόσω η καταγραφή του οικονομικού ελέγχου της τράπεζας «ανέβαζε» διαρκώς το ποσό της υπεξαίρεσης που αποδίδονταν στον Κοσκωτά, ανέβαινε με ευθέως ανάλογο τρόπο και η ο αντίκτυπος της υπόθεσης στην κοινή γνώμη. Ο Κοσκωτάς ως κατηγορούμενος πλέον, διέφυγε στο εξωτερικό και στο κάδρο βρίσκονταν ο Ανδρέας Παπανδρέου και υπουργοί του με τον αντιπρόεδρο και υπουργό Δικαιοσύνης να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Ο Κουτσόγιωργας καταγγέλλεται για χρηματισμό του, έναντι του περίφημου «κουτσονόμου» που ευνοούσε τον Κοσκωτά ως προς τον έλεγχο των οικονομικών πεπραγμένων της τράπεζας.

Ο Μένιος Κουτσόγιωργας είναι το δεύτερο μέλος μεταπολιτευτικής κυβέρνησης που πέρασε το κατώφλι της φυλακής όπου και παρέμεινε για τρεις μήνες. Ο άλλοτε ισχυρός υπουργός της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ σημάδεψε τη «δίκη του Αιώνα» με το δραματικό τέλος του μέσα στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου. Ήταν η φράση του «δεν δύναμαι κύριε πρόεδρε» που ακούστηκε μέσα στο δικαστήριο, στις 11 Απριλίου 1991 λίγα δευτερόλεπτα πριν ο Μένιος Κουτσόγιωργας καταρρεύσει από εγκεφαλικό επεισόδιο. Η εικόνα του καταγράφεται από τις τηλεοπτικές κάμερες και τους φωτορεπόρτερ και το κλίμα φορτίζεται περισσότερο καθώς οι σκηνές μεταδίδονται ζωντανά. Επτά ημέρες μετά , ο Κουτσόγιωργας άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο.

Στις 16 Ιανουαρίου του 1992 το Ειδικό Δικαστήριο αθωώνει με οριακή πλειοψηφία τον Ανδρέα Παπανδρέου και καταδικάζει τον Δημήτρη Τσοβόλα και τον Γιώργο Πέτσο σε φυλάκιση 2,5 ετών και δέκα μηνών αντίστοιχα.

Το «σκάνδαλο Κοσκωτά» και οι πτυχές του ωστόσο εξακολούθησαν να απασχολούν την Δικαιοσύνη με βασική υπόθεση την δίκη και την καταδίκη του πρωταγωνιστή, που από «μεγαλομέτοχος» αποκαλείται πλέον «μεγαλοαπατεώνας», σε κάθειρξη 25 ετών. Ο Κοσκωτάς εξέτισε 12 χρόνια και αποφυλακίστηκε το 2001. Άλλη μία από τις μεγάλες δίκες σε άμεση σχέση με το σκάνδαλο ήταν αυτή των οκτώ διοικητών ΔΕΚΟ που δικάστηκαν για απιστία και αθωώθηκαν και στους δύο βαθμούς. Η κατηγορία αφορούσε τη μεταφορά ποσών των οργανισμών από άλλες τράπεζες, στην Τράπεζα Κρήτης .

Είκοσι και πλέον χρόνια μετά από τις φυλακίσεις των Νίκου Αθανασόπουλου και Μένιου Κουτσόγιωργα ένας τρίτος υπουργός, από τα πλέον κορυφαία στελέχη κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ο Άκης Τσοχατζόπουλος μπαίνει στην φυλακή στις 16 Απριλίου 2012.

Κομβικό χρονικό σημείο για την αντίστροφη πορεία του, θεωρείται το έτος 2006 οπότε και ξεκίνησε η έρευνα της Δικαιοσύνης για την υπόθεση της Siemens. Η υπόθεση αυτή αποδείχθηκε «μητέρα» για τον σχηματισμό στη συνέχεια δεκάδων δικογραφιών που αυτονομήθηκαν από την υπόθεση της γερμανικής εταιρίας και αφορούσαν «μίζες» για εξοπλιστικά προγράμματα. Σιγά- σιγά άρχισαν να αποκαλύπτονται συστήματα απόκρυψης και νομιμοποίησης χρημάτων αλλά και να ελέγχονται συστηματικά πλέον από την Δικαιοσύνη πολλές συμβάσεις του Δημοσίου με ξένες εταιρίες. Είναι η χρονική στιγμή που αρχίζει να σχηματοποιείται και να προσωποποιείται το «σκάνδαλο των εξοπλιστικών».

Ωστόσο η υπόθεση που έφερε, σε πρώτη φάση, τον πρώην υπουργό αντιμέτωπο με τις δικαστικές αρχές ήταν το «σπίτι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου». Η αγορά αυτού του ακινήτου αποδείχθηκε μία καταπακτή που παρέσυρε τόσο τον Άκη Τσοχατζόπουλο όσο και τη σύζυγο του Βίκυ Σταμάτη στην ποινική δίνη που τους κόστισε την προσωπική τους ελευθερία. Η σύλληψη του Άκη Τσοχατζόπουλου έξω από αυτό το ακίνητο, ήταν η αρχή μίας πορείας που κατέληξε στην καταδίκη του σε πρώτο και δεύτερο βαθμό για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα για δύο συμβάσεις. Αυτήν για την αγορά των TORM1 και των υποβρυχίων.

Ο Άκης Τσοχατζόπουλος παρέμεινε στη φυλακή από το 2012 έως τον Μάιο του 2017 οπότε αποφυλακίστηκε για λίγους μήνες. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους με την έκδοση τής απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που μείωσε την πρωτόδικη ποινή του στα 19 χρόνια κάθειρξης από 20 που είχε επιβάλει το πρώτο δικαστήριο, ο πρώην υπουργός επέστρεψε στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας τον Ιούλιο του 2018.

Η προμήθεια τον TORM 1 όμως είχε δυσμενές αποτέλεσμα, με στέρηση της ελευθερίας του, όχι μόνο για τον Άκη Τσοχατζόπουλο αλλά και για έναν ακόμη υπουργό , αυτήν την φορά όμως ξένης κυβέρνησης. Ο άλλοτε υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου Ντίνος Μιχαηλίδης πέρασε το κατώφλι των ελληνικών φυλακών το 2013 και αποφυλακίστηκε στα τέλη του 2015. Ο Κύπριος πρώην υπουργός έχει καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό σε ποινή κάθειρξης 15 ετών για υπόθεση νομιμοποίησης των παράνομων αμοιβών του Άκη Τσοχατζόπουλου.

Πριν λίγες ημέρες , ο Γιάννος Παπαντωνίου ήταν ο τέταρτος Έλληνας πρώην υπουργός που μπήκε στη φυλακή για παράνομες αμοιβές που του καταλογίζεται ότι έλαβε προκειμένου να προωθήσει τη σύμβαση για εκσυγχρονισμό έξι φρεγατών.

Η αρχή της εμπλοκής του κ. Παπαντωνίου με τη δικαιοσύνη ήταν η «λίστα Λαγκάρντ» ενώ στο στόχαστρο των ερευνών, όπως και στην περίπτωση του προκατόχου του στο υπουργείο Άμυνας , τέθηκε ένα ακίνητο στη Σύρο η αγορά του οποίου το 2002 φαίνεται να ξεδιπλώνει κάποιες πτυχές της υπόθεσης «νομιμοποίηση παράνομων αμοιβών».