Η ΠΕΚ εξέδωσε ανακοίνωση αναφορικά με το – Τι αναφέρει αναλυτικά:

 

Μόλις τρία χρόνια μετά από τη «μεταρρύθμιση» της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης με τον νόμο 4763/20  η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας παρουσιάζει μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία στο ίδιο πεδίο. Ο νέος νόμος δεν ακολουθεί μια διαδικασία αποτίμησης και αξιολόγησης του νόμου που εφαρμόστηκε και αυτό αποδεικνύει το έλλειμμα σχεδιασμού και στρατηγικής.

 

ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ

  • Στην πραγματικότητα ο νόμος αυτός μας γυρίζει στο βαθύ παρελθόν καθώς  η ¨νέα¨ ιδέα για τη δημιουργία των   ΚΕΕΚ   ανατρέχει 45 χρόνια πριν στο νόμο 576/1977(κυβέρνηση ΝΔ, υπουργός Ράλλη – Κ.Ε.Τ.Ε. Τα αναποτελεσματικά Κ.ΕΤΕ. καταργήθηκαν στα πλαίσια του νόμου  1566/1985. Είναι εντυπωσιακή η ανάγκη να προβληθεί ως μεταρρύθμιση η επιστροφή σε ένα θεσμικό πλαίσιο 50 ετών πριν.
  • Η στενή σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και κατάρτισης που περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεση και στο σχεδιασμό με τις συνεχείς αναφορές στις ανάγκες της αγοράς αγνοεί τον ευρύτερο χαρακτήρα της παιδαγωγικής διαδικασίας. Διαμορφώνεται μια εξαιρετικά ισχυρή εικόνα προτεραιοποίησης της κατάρτισης συγκριτικά με την επαγγελματική εκπαίδευση.
  • Η χρηματοδότηση κατευθύνεται στην κατάρτιση και όχι στη εκπαίδευση. Διαμορφώνεται μια θλιβερή  πραγματικότητα επικράτησης και κυριαρχίας  της Κατάρτισης που θα έχει ως συνέπεια τον μετασχηματισμό της ταυτότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης

Οι προδιαγραφές (παρουσία 2 βαρδιών και υποχρεωτικά δομής κατάρτισης εντός συγκροτήματος, απουσία δομής γενικής εκπαίδευσης στο συγκρότημα) περιορίζουν τη δυνατότητα ίδρυσης ΚΕΕΚ σε 60 περίπου συγκροτήματα. Αγνοείται η παράμετρος της γεωγραφικής κατανομής στην περιφέρεια και  τα κτιριακά ζητήματα στα αστικά κέντρα. Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται μια δομή που δεν θα αφορά το σύνολο της ΕΕΚ ή της επικράτειας και δημιουργεί ζητήματα ισότιμης πρόσβασης. Με απλά λόγια οδηγεί στη δημιουργία μιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με σχολεία δύο ταχυτήτων.

Διαμορφώνονται συνθήκες άνισης συνύπαρξης  των  Προτύπων ΕΠΑΛ σε σχέση με τα ΕΠΑΛ  λόγω της μεγάλης διαφοράς στη χρηματοδότηση της λειτουργίας τους.

  • Η συγχώνευση ΕΠΑΛ της ίδιας ζώνης,  οδηγεί συγχωνεύσεις με κίνδυνο δημιουργία  γιγαντιαίων συγκροτημάτων ( 600 και 800 και περισσότερων μαθητών), τόσο το πρωί όσο και το απόγευμα με σοβαρές  συνέπειες στην εκπαιδευτική διαδικασία και την παιδαγωγική λειτουργία.  Θα υπάρξει σοβαρή δυσκολία διαχείρισης ενός τόσο μεγάλου μαθητικού πληθυσμού καθώς διαμορφώνονται συνθήκες αποξένωσης ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Σε μια τέτοια συνθήκη λειτουργίας τα ζητήματα παραβατικών συμπεριφορών, βίας και bullingθα οξυνθούν χωρίς την ίδια στιγμή οι εκπαιδευτικοί να έχουν τα αναγκαία εργαλεία υποστήριξης για την άμβλυνση τους (παιδοψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, φύλακες) στο βαθμό που η πραγματικότητα απαιτεί.
  • Πέρα από αυτό, οι  συγχωνεύσεις θα δημιουργήσουν και πρόβλημα με τις οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών τόσο στη γενική παιδεία όσο και στις ειδικότητες. Την ίδια ώρα είναι επιτακτική ανάγκη  να διασφαλισθούν οι συνάδελφοι ΤΕ αλλά και ΔΕ καθώς με δεδομένο ότι δεν μπορούν να τοποθετηθούν στα πρότυπα ΕΠΑΛ διαμορφώνονται σημαντικές δυσκολίες στην τοποθέτηση τους –ειδικότερα σε περιοχές της περιφέρειας- και θα αντιμετωπίσουν το κίνδυνο της υπεραριθμίας.
  • Η συνύπαρξη των ΕΠΑ.Λ και των ΙΕΚ σε μία ενιαία δομή, θα οδηγήσει σε κατάργηση τομέων και ειδικοτήτωνπου πιθανόν θα είναι κοινές, σε βάρος των μαθητών των ΕΠΑ.Λ.
  • Το νομοσχέδιο στην πραγματικότητα διαλύει τα εργαστηριακά κέντρα, έναν θεσμό που πρόσφερε και προσφέρει πολλά στην επαγγελματική εκπαίδευση.

Τα Ε.Κ. αποκόπτονται πλήρως από την εκτέλεση του εκπαιδευτικού τους έργου με την κατάργηση του συλλόγου διδασκόντων και με τη μη απόσπαση των ΤΕ και ΔΕ που διδάσκουν ή υποστηρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Η διδακτική του εργαστηρίου είναι συγκεκριμένη και ειδική και διαφοροποιείται από τη γενική παιδαγωγική και διδακτική έχοντας περισσότερους και αυξημένους τόσο περιορισμούς όσο και απαιτήσεις.

Καταργούνται οι Τομεάρχες του ΕΚ και αντικαθιστώνται με πολλαπλούς Τομεάρχες των εξυπηρετούμενων ΕΠΑΛ δημιουργώντας συντονιστές ύλης ζώνης με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρών ζητημάτων  αναφορικά με την εποπτεία και τον συντονισμό. Παράλληλα ο  κίνδυνος κληροδότησης του εξοπλισμού της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην κατάρτιση χωρίς όρους (αποδυνάμωση των ΕΚ), διογκώνεται αν σκεφτεί κανείς την πιθανότητα αποτυχίας των ΚΕΕΚ όπως απέτυχαν παλαιότερα και τα ΚΕΤΕ.

  • Μιλούν για αναβάθμιση ενώ συμπεριφέρονται στα ΕΠΑΛ σαν είναι οι «παρίες» του εκπαιδευτικού μας συστήματος:

Όχι μόνον δεν έχουν προβλέψει νέα  εγχειρίδια των τομέων και των ειδικοτήτων των ΕΠΑΛ, αλλά ούτε καν έχουν  ανανεώσει τα προ 20ετίας (τουλάχιστον) προγράμματα σπουδών και διδακτικά βιβλία., ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά στα χρηματοδοτικά εργαλεία, βιβλία και στον  εργαστηριακό εξοπλισμό  που θα υποστηρίξουν ουσιαστικά το εγχείρημα αυτό.

  • Δεν προτείνεται κανένα μέτρο για την ενίσχυση της εσπερινής επαγγελματικής εκπαίδευσης που αφορά πολλές χιλιάδες εργαζομένων μαθητών

 

Είναι ανάγκη να γίνει συζήτηση σε βάθος τόσο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕΚ όσο και τις λύσεις που σε βάθος χρόνου θα δώσουν τις απαντήσεις που οι καιροί απαιτούν.

Είναι ανάγκη να υπάρξει ουσιαστική χρηματοδοτική ενίσχυση  και την ίδια ώρα η διάρθρωση μιας διοικητικής δομής που θα απαντά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γεωγραφίας.

Κυρίως όμως είναι ανάγκη να αλλάξει  ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ΕΕΚ και σε επίπεδο κοινωνίας και σε επίπεδο εκπαιδευτικής πραγματικότητας και να αναδειχθεί η καταλυτική  της σημασία για το αύριο.