Η αντιεκπαιδευτική, αντιμεταρρυθμιστική και αναχρονιστική πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. δεν έχει τελειωμό. Θα συνεχίζεται στον ήδη χαραγμένο δρόμο του νεοφιλελευθερισμού και του παλαιοσυντηρητισμού.

Του

Πέραν της εγκατάλειψης της δημόσιας εκπαίδευσης και της εξυπηρέτησης των στενών κομματικών συμφερόντων της – με αποκορύφωμα την υπόθεση των Κολεγίων -, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας επιδίδεται σε συνεχείς νομοθετικές κινήσεις με έντονο διοικητικό χρώμα και λογική στενού ελέγχου των θεσμών της παιδείας.

Έρχεται και επανέρχεται στα ίδια θέματα αναιρώντας ή τροποποιώντας τις δικές της ρυθμίσεις. Απτά παραδείγματα: το σύστημα πρόσβασης και η διοίκηση των πανεπιστημίων. Κι όμως δεν προχωρεί σε μια στοιχειώδη αυτοκριτική για τη διαρκή αναστάτωση που προκαλεί η πολιτική της. Φυσικά αυτές οι παλινωδίες οφείλονται στο ότι η πολιτική της – εκτός των άλλων – δεν έχει per se βιωσιμότητα και είναι a priori θνησιγενής.

Υπάρχει και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό – το πως αντιλαμβάνεται η κ. Υπουργός τον διάλογο. Όλα αυτά τα χρόνια απαξίωσε τόσο την έννοια του διαλόγου όσο και τους αρμόδιους επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς φορείς. Είχε και έχει, κατά την άποψή της, μια «δικαιολογία». Γνώριζε και γνωρίζει ότι η πολιτική της βρίσκει αντίθετους όλους τους σχετικούς φορείς και τούτου δοθέντος αναρωτιόταν απαντώντας στον εαυτό της «τι νόημα μπορεί να έχει ένας διάλογος;».

Κι όμως ο διάλογος δεν έχει ως προαπαιτούμενο τη συμφωνία. Άλλα έχει ως προϋποθέσεις: την κατάθεση συγκεκριμένων και ολοκληρωμένων θέσεων για το θέμα της όποιας νομοθετικής πρωτοβουλίας, την κουλτούρα διαλόγου από όλα τα μέρη και ιδιαίτερα από την πολιτική εξουσία, που έχει και τον τελικό λόγο, το σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις και τον δημιουργικό προβληματισμό στις προτάσεις της όποιας άλλης πλευράς. Πάνω από όλα όμως θέτει δύο προαπαιτούμενα των προαπαιτούμενων: την παντελή έλλειψη αυταρχισμού και αλαζονείας και τον μη προσχηματικό διάλογο με προειλημμένες αποφάσεις εκ μέρους της κυβερνητικής πλευράς.

Δυστυχώς τίποτα από αυτά δεν ενδιαφέρουν την κ. Υπουργό. Αντίθετα, επιδίδεται σε ευτελή επικοινωνιακά τεχνάσματα. Χαρακτηριστική είναι μια περίπτωση για νομοθετικές παρεμβάσεις στο πανεπιστήμιο. Αποστέλλει στα κόμματα όχι θέσεις ενός ολοκληρωμένου θέματος, αλλά τους τίτλους (!) των αποσπασματικών της προθέσεων.

Να ποια είναι η αρχική πρόσκλησή της.

«Η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία περιλαμβάνει τέσσερις άξονες:

Ι) Την αναβάθμιση της ποιότητας.

Αφορά σε ένα νέο σύστημα εκλογής και εξέλιξης των μελών του διδακτικού προσωπικού με έμφαση στην αριστεία, τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών κάθε κύκλου.

ΙΙ) Τη βελτίωση της λειτουργικότητας.

Αφορά σε ρυθμίσεις για την ενίσχυση της ερευνητικής δραστηριότητας, την απελευθέρωση του πλαισίου της έρευνας και την αξιοποίηση θεσμικών εργαλείων.

ΙΙΙ) Την προώθηση της διασύνδεσης των Πανεπιστημίων μας με την κοινωνία.

Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, την παροχή υπηρεσιών προς πολίτες/φορείς και την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης.

IV) Τον εκσυγχρονισμό του ΔΟΑΤΑΠ.

Το καθεστώς που διέπει το Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης χρονολογείται από το 2005. Παρά τη σημαντική αναβάθμισή του το τελευταίο διάστημα, καθώς και τη βελτίωση τόσο της ταχύτητας όσο και της ποιότητας ανταπόκρισης του Οργανισμού στην υπηρεσία του πολίτη, η εξέλιξη του ακαδημαϊκού χώρου επιβάλλει τον εκσυγχρονισμό του νομικού του πλαισίου.

Αναμένοντας τον εποικοδομητικό μας διάλογο».

Αυτή και μόνο η πρόσκληση ήταν προσβολή τόσο για την έννοια του πολιτικού διαλόγου όσο και για τα ίδια τα κόμματα. Μετά από απόλυτη απαίτηση του κόμματός μας απέστειλε ένα «άλφα» σώμα θέσεών της – αλλά και πάλι ελλειπτικών και αποσπασματικών. Η δική μας αντίληψη και πρακτική είναι πάντα η κατάθεση γραπτών ολοκληρωμένων θέσεων και προτάσεων για κάθε εκπαιδευτικό ζήτημα με την ένταξή τους στη γενική θεώρησή μας για τη θεσμική μας εκπαίδευση.

Ουσιαστικά η κ. Κεραμέως θεωρεί μια κάποια συζήτηση (!), γενική και αόριστη, με ευχολόγια και γενικολογίες εκ μέρους της, ως διάλογο. Η έλλειψη διαλόγου είναι χαρακτηριστικό δείγμα ενός μείγματος: αλαζονείας και αδυναμίας. Είναι φόβος να ακούσεις τις θέσεις της άλλης πλευράς, ακριβώς γιατί οι δικές της θεωρήσεις δεν αντέχουν στην κριτική αλλά και, το πιο σημαντικό, στην ίδια την εκπαιδευτική πραγματικότητα.

Αν πίστευε στην ανάγκη και στην χρησιμότητα του πολιτικού διαλόγου, ως βασική πνοή της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, θα είχε προχωρήσει στην επανασύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, ώστε να γίνεται θεσμικός, υπεύθυνος, δημιουργικός και αποτελεσματικός διάλογος! Αλλά εκεί απαιτείται η ουσία των εκπαιδευτικών ζητημάτων και κυρίως μεταρρυθμιστική πολιτική, οπότε…

Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής