Πιθανές μειώσεις σε δύο «δόσεις» προκύπτουν για τις συντάξεις με βάση την τροπολογία την οποία κατέθεσε χθες το Υπ. Εργασίας για τον νέο τρόπο υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών.

Σύμφωνα με την τροπολογία αυτή, οι συντάξιμες αποδοχές, μέχρι το 2020, θα αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο με βάση τον πληθωρισμό, ενώ από το 2021 θα αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο με βάση ένα νέο δείκτη μισθών.

Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την εν λόγω τροπολογία, σε περίπτωση που ο πληθωρισμός είναι αρνητικός πχ το 2017, θα πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις το 2018.

Αυτή η συσχέτιση πληθωρισμού θα διαρκέσει μέχρι και το 2020 και ενδέχεται να φέρει την πρώτη “δόση” μειώσεων των συντάξεων.

Από το 2021 και έπειτα, ενδέχεται να έλθει η δεύτερη “δόση” των συντάξεων. Και αυτό γιατί σε περίπτωση που δείκτης μισθών (με βάση τον οποίο θα υπολογίζονται έκτοτε οι συντάξεις) είναι αρνητικός τη μία χρονιά (πχ το 2021), θα πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις την επομένη, δηλαδή το 2022.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την τροπολογία του Υπ. Εργασίας έρχονται δύο μεγάλες αλλαγές για τους συνταξιούχους. Η μία αλλαγή αφορά άμεσα εκείνους που περιμένουν εδώ και μήνες να λάβουν τις συντάξεις και η άλλη εκείνους που την έχουν ήδη λάβει :

1)Όσοι ασφαλισμένοι είχαν αποχωρήσει από τη δουλειά τους από την 13/5/2016 και έπειτα, θα πρέπει να περιμένουν να υπολογιστούν οι συντάξεις τους με βάση το μέσο ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή, αλλά και τους άλλους όρους που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου, δηλαδή τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης και τις μέσες αποδοχές τους καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου τους.

Οι ασφαλισμένοι αυτοί μπορεί να δουν πιο μειωμένες τις συντάξεις τους, λόγω του ότι πέρσι ο δείκτης τιμών καταναλωτή “έτρεχε” με αρνητικούς ρυθμούς.

2) Οι συντάξεις των ασφαλισμένων που έχουν καταβληθεί ή έπρεπε να είχαν καταβληθεί μέχρι και την 12/5/2016, θα δουν τις αποδοχές τους να αναπροσαρμόζονται με δύο τρόπους ( με βάση τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου αλλά και τη χθεσινή τροπολογία) και αντίστοιχα δύο χρονικές περιόδους :

· Κατά την περίοδο 2017 -2020, οι συντάξεις θα αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο με βάση τον πορεία του πληθωρισμού. Έτσι για παράδειγμα, αν το 2017 προέκυπτε αποπληθωρισμός, δηλαδή ο δείκτης τιμών καταναλωτή μεταβαλλόταν με αρνητικούς ρυθμούς, οι συντάξεις θα έπρεπε να μειωθούν το 2018. Το αντίθετο θα έπρεπε να συμβεί το 2018, αν ο δείκτης τιμών καταναλωτή “έτρεχε” με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017.

· Από το 2021 και έπειτα, οι συντάξεις θα αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο με βάση δείκτη μισθών. Αν ο δείκτης μισθών το 2021 “τρέξει” με αρνητικούς ρυθμούς, τότε θα πρέπει να μειωθούν οι συντάξιμες αποδοχές το 2022. Το αντίθετο θα πρέπει να συμβεί το 2022 σε περίπτωση που ο δείκτης μισθών “τρέξει” το 2021 με θετικούς ρυθμούς.

Πιο αναλυτικά η τροπολογία προβλέπει τα ακόλουθα :

1. “Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, αναπροσαρμοζόμενες σύμφωνα με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.

2. Η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα έως και το 2020, διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

Η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα από το 2021 και εφεξής, διενεργείται με βάση το δείκτη μεταβολής μισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες και η διαδικασία της εφαρμογής του δείκτη μεταβολής μισθών της ΕΛΣΤΑΤ για την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών”.

3. Όπου για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου χρόνου ασφάλισης της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς.

“Η ως άνω εισφορά υπολογίζεται επί των συντάξιμων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς και, εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης αναπροσαρμοζόμενων σύμφωνα με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.

4. Ειδικότερα από τον προαιρετικά ασφαλισμένο καταβάλλεται μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου – εργοδότη, στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση.

Το παραπάνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την αποχώρηση από την υπηρεσία, αναπροσαρμοζόμενων σύμφωνα με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.

5. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, αναπροσαρμοζόμενες με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.

6. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, αναπροσαρμοζόμενες κατά τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.

7. Όπου για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου πλασματικού χρόνου ασφάλισης της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς.

Η παραπάνω εισφορά υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του ασφαλισμένου κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησης πριν από την υποβολή της αίτησης εξαγοράς, και εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης αναπροσαρμοζόμενων κατά νέα ποσοστά αναπλήρωσης”.

8. Για τους μισθωτούς με εισφορά ύψους 4% επί των αποδοχών, η εφάπαξ παροχή αποτελείται από το γινόμενο του εξήντα τοις εκατό (60 %) των αποδοχών, επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, υπέρ του κλάδου επί του δεκαδικού αριθμού των ετών ασφάλισης έως και την 31.12.2013, με ακρίβεια δεύτερου δεκαδικού ψηφίου.

Ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής νοείται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία πριν από την αποχώρηση εκ της υπηρεσίας του έτη, οι οποίες υπεβλήθησαν σε ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, προσαυξαυνόμενες ετησίως κατά τη μη αρνητική ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Ο παραπάνω μέσος όρος αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Ειδικότερα, ο μέσος ετήσιος γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής εφαρμόζεται από το επόμενος έτος μετά το καταληκτικό της ανωτέρω πενταετίας, έως και το προηγούμενος έτος της αποχώρησης από την υπηρεσία ή την εργασία. Ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει από τους δείκτες της παρ. 4 του άρθρου 8 (σ.σ. των ποσοστών αναπλήρωσης) δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα (1)”.

9. Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους με εισφορά ύψους 4%, η εφάπαξ παροχή αποτελείται από το γινόμενο του εβδομήντα πέντε επί τοις εκατό (75%) των αποδοχών επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, επί του δεκαδικού αριθμού των ετών ασφάλισης έως και την 31.12.2013, με ακρίβεια δευτέρου δεκαδικού ψηφίου. Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς, το ως άνω ποσοστό (75%) θα αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

Ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής νοείται ο μέσος όρος των αποδοχών κατά τα πέντε (5) τελευταία πριν από την αποχώρησή του έτη, οι οποί ες υπεβλήθησαν σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του κλάδου, προσαυξαυνόμενες ετησίως κατά τη μη αρνητική ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Ο παραπάνω μέσος όρος αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά τον τρόπο που προβλέπεται με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Ειδικότερα, ο μέσος ετήσιος γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής εφαρμόζεται από το επόμενος έτος μετά το καταληκτικό της ανωτέρω πενταετίας, έως και το προηγούμενος έτος της αποχώρησης από το επάγγελμα ή την εργασία. Ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει από τους δείκτες της παρ. 4 του άρθρου 8 (σ.σ. νέα ποσοστά αναπλήρωσης) δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα (1)”.

10. Ειδικότερα ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου − εργοδότη στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση.

Το παραπάνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοζόμενων κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 8 του παρόντος”.

11. Για τους αυταπασχολούμενους, το ποσοστό εισφοράς (σ.σ. για τον κλάδο κύριας σύνταξης) με το οποίο βαρύνεται ο προαιρετικά ασφαλισμένος ανέρχεται σε 20% για τους ασφαλισμένους που έχουν συμπληρώσει πέντε (5) έτη ασφάλισης.

Η εισφορά προαιρετικής ασφάλισης υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου του μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης αναπροσαρμοζόμενου κατά τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.

12. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηναίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιριών νοείται, για τη δραστηριότητά τους αυτή και για την εφαρμογή του παρόντος, το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρίας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικών κερδών τα μέλη των προσωπικών εταιριών καταβάλλουν εισφορές 26,9% επί του βασικού μισθού ανειδίκευτου άγαμου εργάτη (σ.σ. 586 ευρώ).

Στην περίπτωση των ασφαλισμένων με έως 5 έτη ασφάλισης, το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού 20% μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης αποτελεί ασφαλιστική οφειλή υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου εισοδήματος, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, αναπροσαρμοζόμενου με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.