Μεγάλη ανησυχία έχουν προκαλέσει στον κλάδο των εκπαιδευτικών σειρά δημοσιευμάτων, «διαρροές» του υπουργείου παιδείας, καθώς και δηλώσεις και συνεντεύξεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου σε σχέση με το περιεχόμενο του νέου νομοσχεδίου για την εκπαίδευση.

ΣΥΝΕΚ

Το εν λόγω νομοσχέδιο έχει ήδη συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο από την Πέμπτη 5/3, χωρίς όμως να υπάρχει ανάλογη ενημέρωση του κλάδου, παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες της Ομοσπονδίας για έλλειψη ενημέρωσης και ουσιαστικού διαλόγου.

Σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει κατά καιρούς αλλά και σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στη βουλή τον Ιούλιο του 2019, η νέα πολιτική του υπουργείου θα περιλαμβάνει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων και των εκπαιδευτικών. Μάλιστα έχει αναφερθεί ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα πραγματοποιείται από ένα σώμα 800 συμβούλων οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να μπαίνουν στην τάξη, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του διδάσκοντα, και να παρακολουθούν τη διαδικασία της διδασκαλίας εποπτεύοντας στην ουσία ως αξιολογητές το εκπαιδευτικό έργο, θυμίζοντας εποχές «επιθεωρητισμού». Η πραγματική βελτίωση του έργου του εκπαιδευτικού προϋποθέτει ουσιαστική επιμόρφωση -μη συνδεδεμένη με την αξιολόγηση- για όλους/ες τους/τις εκπαιδευτικούς σε τρεις φάσεις (εισαγωγική, περιοδική και ετήσια) και όχι κλίμα φόβου και απαξίωσης.

Με την ίδια τακτική έχει διαρρεύσει ο σχεδιασμός του υπουργείου για τη δημιουργία προτύπων σχολείων, ένα σε κάθε νομό. Η αντίθεσή μας στα πρότυπα σχολεία είναι κάθετη, καθώς οδηγούν σε σχολεία και εκπαιδευτικούς δύο ταχυτήτων, δημιουργούν σοβαρές ανισότητες ανάμεσα στους/τις μαθητές/τριες και τους/τις εκπαιδευτικούς, ενισχύουν την παραπαιδεία και αυξάνουν το εξεταστικό στρες των μαθητών/τριών από μικρή ηλικία, αφού η φοίτηση σε αυτά διασφαλίζεται μέσω εξετάσεων.

Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι υπάρχει ο σχεδιασμός για την επαναφορά της τράπεζας θεμάτων για το λύκειο, μέτρο το οποίο όταν εφαρμόστηκε κατά το σχολικό έτος 2013-2014 οδήγησε τους/τις εκπαιδευτικούς σε εναγώνιο κυνήγι της ύλης εις βάρος του παιδαγωγικού έργου και της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης, ενώ παράλληλα αύξησε τα ποσοστά σχολικής αποτυχίας και τα φαινόμενα παραπαιδείας. Η χρήση της τράπεζας θεμάτων έχει επιπλέον ως στόχο την εργαλειοποίησή της για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και την κατηγοριοποίησή τους.

Τέλος, η πρόθεση του υπουργείου να αποκλείσει τους/τις αιρετούς εκπροσώπους των εκπαιδευτικών από τα συμβούλια επιλογής στελεχών διοίκησης, αποτελεί ξεκάθαρη μεθόδευση για προώθηση ημετέρων, πάρα τις υποκριτικές διακηρύξεις της κυβέρνησης περί αξιοκρατίας και «αριστείας».

Αυτό που λείπει από την εκπαίδευση στη χώρα μας δεν είναι η εντατικοποίηση, ο διαχωρισμός των σχολείων και η τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι απαραίτητοι οι διορισμοί και η έγκαιρη κάλυψη των κενών, η μείωση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η μείωση του αριθμού μαθητών/τριών ανά τμήμα, ο εκσυγχρονισμός των μεθόδων, των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων, η ουσιαστική επιμόρφωση, η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών των εκπαιδευτικών και των υποδομών των σχολείων, η ενίσχυση των υποστηρικτικών δομών για τον/την μαθητή/τρια και τον/την εκπαιδευτικό, η μισθολογική αναβάθμιση μονίμων και αναπληρωτών και ο σεβασμός στον/την εκπαιδευτικό και το έργο του/της. Στόχος πρέπει να είναι η αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης στο σύνολό της, ένα ποιοτικό δημόσιο σχολείο για όλα τα παιδιά. Καμία πολιτική για την βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης δε διαφαίνεται στους σχεδιασμούς του ΥΠΑΙΘ.

Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ έχει επιλέξει την τακτική των αιφνιδιασμών (ισοτιμία επαγγελματικών δικαιωμάτων αποφοίτων κολλεγίων με αποφοίτους ΑΕΙ) της αθέτησης δεσμεύσεων, (απόφοιτοι ΠΑΜΑΚ), της έλλειψης απαντήσεων σε επείγοντα θέματα (αποκατάσταση των εκπαιδευτικών που ήταν σε διαθεσιμότητα στο πρόσφατα ψηφισθέν ασφαλιστικό νομοσχέδιο) και της προκλητικής άρνησης ενημέρωσης και διαλόγου για το νέο νομοσχέδιο, που μας δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για περαιτέρω αιφνιδιαστικές κινήσεις. Η ανησυχία μας εντείνεται και από το γεγονός ότι το υπουργείο θα επιδιώξει να επωφεληθεί από τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί από την έξαρση του κορονοϊού, όπως η αδυναμία διεξαγωγής γενικών συνελεύσεων, για να αιφνιδιάσει άλλη μια φορά αρνητικά τον κλάδο.