: Αναμφίβολα, η «είσοδος» του κορωνοϊού στη ζωή μας έχει μεταβάλει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητά μας και έχει διαφοροποιήσει είτε ριζικά είτε σε μικρότερο βαθμό τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης πολλών τομέων.

Ναπολέων Παπαδόπουλος

Ένας τομέας που έχει απασχολήσει έντονα την επιστημονική κοινότητα για το πώς θα μπορέσει να επαναλειτουργήσει με ασφάλεια, είναι η εκπαίδευση και πιο συγκεκριμένα το άνοιγμα των σχολείων.

Το τελευταίο διάστημα έχει γίνει πολύς λόγος για το άνοιγμα των σχολικών μονάδων, με την Υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, να ανακοινώνει πως η σχολική χρονιά θα ξεκινήσει στις 14 Σεπτεμβρίου, ενώ η χρήση της μάσκας θα είναι υποχρεωτική σε όλους τους εσωτερικούς χώρους, τόσο από τους μαθητές και τις μαθήτριες όσο και από τους/τις εκπαιδευτικούς και το υπόλοιπο προσωπικό των σχολείων.

Η απόφαση για φαίνεται πως βρίσκει αντίθετη μερίδα γονέων, οι οποίοι υποστηρίζουν πως δεν θα στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αν υπάρξει εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου. Μάλιστα, σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας έχει γίνει κάλεσμα για συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά της υποχρεωτικής μάσκας στα σχολεία.

Για τις ψυχολογικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η χρήση μάσκας στα σχολεία από τους/τις μαθητές/τριες, το ThessToday.gr επικοινώνησε με την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του ΑΠΘ, Χριστίνα Αθανασιάδου.

Αναφορικά με τη χρήση από ηλικιακά μικρούς/ές μαθητές/τριες, μέχρι Β-Γ΄ Δημοτικού, η κ. Αθανασιάδου σημείωσε πως θα είναι ένα μέτρο δύσκολο σε εφαρμογή και επομένως, θα πρέπει να υπάρξει κατάλληλη εκπαίδευση, ενώ η αποτίμηση των ψυχολογικών επιπτώσεων είναι σε εξέλιξη και θα γίνει ολοκληρωμένα μετά το τέλος της πανδημίας:

«Η ηλικία των μαθητών/τριών παίζει ρόλο. Παρότι η μάσκα αποτελεί σημαντικό μέτρο προστασίας και είναι επιβεβλημένη σε πολλές περιπτώσεις, ενέχει δυσκολίες στην εφαρμογή της για πολλή ώρα συνεχόμενα, ειδικά στα νήπια. Βέβαια, θα υπάρχουν διαλείμματα, καθώς το πρόγραμμα περιλαμβάνει και εξωτερικές δραστηριότητες, στις οποίες τα παιδιά θα βγάζουν τη μάσκα. Η εκπαίδευση στη χρήση της είναι σημαντικό να γίνεται από νηπιαγωγούς και δασκάλους και παράλληλα να ενισχύεται και από τους γονείς. Γενικότερα, θα έλεγα ότι είναι θέμα προσαρμογής, εκπαίδευσης και εν τέλει συνήθειας εξαιτίας των συγκεκριμένων συνθηκών της πανδημίας.

Σαν ένα μέτρο αντιμετώπισης της διασποράς του ιού (ανάμεσα σε άλλα) έχει νόημα και μπορεί να εφαρμοστεί. Ως προς τις ψυχικές επιπτώσεις, όλα τα μέτρα, στο σύνολό τους, ενδεχομένως να έχουν κάποιες συνέπειες στη συνολικότερη ανάπτυξη των παιδιών, τις οποίες θα εντοπίσουμε στην πορεία, ίσως και μετά το τέλος της πανδημίας. Από τη μία πλευρά, το να μείνουν τα παιδιά στο σπίτι δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση, καθώς σε αυτές τις ηλικίες ειδικά, κοινωνικοποιούνται, μαθαίνουν τρόπους συμπεριφοράς και άλλες βασικές δεξιότητες.

Επομένως, η παρουσία στο αποτελεί ένα σημαντικό στάδιο για την κοινωνικο-συναισθηματική τους ανάπτυξη και φυσικά για τη διαδικασία της μάθησής τους. Από την άλλη, ένα περιβάλλον με περιορισμούς και συνεχείς κανόνες για χρήση μάσκας (μεταξύ άλλων) μπορεί να προκαλέσει φοβία, ανασφάλεια και άγχος σε ένα παιδί. Δεν είναι ευχάριστο το να κλείνει η μύτη και το στόμα ενός παιδιού, αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες που φαίνεται ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Πιστεύω ότι επιδιώκεται η καλύτερη δυνατή λύση από τους αρμόδιους, προκειμένου να μείνουν ανοιχτά τα σχολεία και να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος της διασποράς», τόνισε χαρακτηριστικά.

Σχετικά με τη χρήση της από μεγαλύτερους ηλικιακά μαθητές/ριες, θα πρέπει να βρεθεί μια «χρυσή τομή» ανάμεσα στη συνεχή ενημέρωση και τον εκφοβισμό: «Οι μεγαλύτεροι/ες σε ηλικία μαθητές/τριες θα πρέπει και αυτοί/ές να προσαρμοστούν στα νέα μέτρα. Φυσικά είναι σε θέση να αντιληφθούν πιο εύκολα τη σοβαρότητα της κατάστασης. Σε αυτές τις ομάδες θα πρέπει να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα στον εκφοβισμό ενός παιδιού και στην ευθύνη να μάθει ορισμένους κανόνες υγιεινής, ώστε να μπορεί να προστατεύει τον εαυτό του και μέλη της οικογένειάς του. Αναφορικά με τα παιδιά που διανύουν την εφηβεία υπάρχει επίσης δυσκολία, καθώς οι έφηβοι/ες συχνά αισθάνονται αλώβητοι/ες και τολμούν να ρισκάρουν. Επομένως, θα πρέπει να είμαστε σαφείς, επίμονοι αλλά και υπομονετικοί μαζί τους. Οι συνέπειες θα φανούν μακροπρόθεσμα, καθώς τα πράγματα είναι ακόμη σε εξέλιξη και δεν υπάρχουν βάσιμα συμπεράσματα. Το σίγουρο είναι ότι όσο μεγαλύτερο διάστημα επικρατεί αυτή η κατάσταση, τόσο πιο δυσμενείς θα είναι και οι επιπτώσεις της πανδημίας σε επίπεδο ψυχικής υγείας», ανέφερε η καθηγήτρια του ΑΠΘ.

Τέλος, η κ. Αθανασιάδου τόνισε πως η «κουλτούρα» που καλλιεργείται στο χώρο του σπιτιού, από την ευρύτερη οικογένεια και τους γονείς, είναι πολύ σημαντική, προκειμένου να εφαρμόσουν ευκολότερα μαθητές και μαθήτριες τα μέτρα προστασίας στα σχολεία: «Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή των νέων μέτρων και της μάσκας συγκεκριμένα. Οι εκπαιδευτικοί αφενός είναι υποχρεωμένοι/ες να ακολουθήσουν τις οδηγίες του Υπουργείου, οι γονείς αφετέρου οφείλουν να συμβάλλουν προς την ίδια κατεύθυνση. Όταν οι γονείς είναι κατά της μάσκας ή δεν συμμορφώνονται με τα μέτρα, τότε το παιδί πιο δύσκολα θα προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και δεν θα υιοθετήσει αντίστοιχους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας στο σχολείο», είπε χαρακτηριστικά.