Του Νίκου Τσούλια

Στο χώρο της εκπαίδευσης αυτό που βιώναμε παραδοσιακά – στη σχέση μας με την κυβερνητική πολιτική – ήταν η συστηματική υπαναχώρησή της από τις προεκλογικές εξαγγελίες περί αναβάθμισης, σημαντικής χρηματοδότησης κλπ στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Και συνηθισμένοι από αυτή τη σταθερή και αταλάντευτη πραγματικότητα δεν τρέφαμε και μεγάλες αυταπάτες ως προς το τι θα συμβεί κάθε φορά που θα φτάνει η στιγμή των προγραμματικών δηλώσεων της εκάστοτε νέας κυβέρνησης.

Δεν είχαμε όμως ποτέ την πλήρη αντιστροφή της προεκλογικής εκπαιδευτικής πολιτικής σε σχέση με την κυβερνητική εκδοχή της. Βλέπουμε στις ημέρες μας τη μεγάλη εξαπάτηση που προκαλεί με περισσή μάλιστα αλαζονεία και έπαρση η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αντιστρέφει και ανατρέπει όλες εκείνες τις πολιτικές που υπερασπιζόταν για δεκαετίες από την περίοδο που ήταν «Συνασπισμός» και δεν είχε μεταλλαχθεί ακόμα σε ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και πολύ περισσότερο σε μνημονικό ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Και να γιατί:
α) Διαλαλούσε και είχε κάνει σημαία του στα κοινωνικά κινήματα την απελευθέρωση των μαθητών από τη «μέγγενη» των Πανελλαδικών εξετάσεων με την εφαρμογή της «ελεύθερης πρόσβασης» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σήμερα διαπιστώνεται ότι οι Πανελλαδικές εξετάσεις όχι μόνο δεν καταργούνται – δεν θα μπορούσαν ποτέ άλλωστε… – αλλά και ενσωματώνονται πιο πολύ στο λύκειο και γίνονται το βασικό στοιχείο του «Εθνικού Απολυτηρίου»˙ δηλαδή αποκτούν μεγαλύτερη ισχύ!
β) Και έτσι, για να έλθουμε στο δεύτερο σημείο, η περίφημη βασική του θέση περί «αυτονομίας του λυκείου» από το σύστημα πρόσβασης έγινε ένα φιάσκο, μια καρικατούρα πλήρους αντιστροφής. Βέβαια ήξεραν τα στελέχη του ότι ως «αυτονομία του λυκείου» δεν εννοείται η μη οργανική του σχέση με το σύστημα πρόσβασης – αφού είναι σε κάθε πολίτη αυτονόητο ότι ο υποψήφιος θα εξεταστεί επί του περιεχομένου του λυκείου αναγκαστικά –, αλλά εξαπατούσαν συνειδητά και προκλητικά μαθητές και γονείς για να αυξήσουν τηνκομματική τους και μόνο επιρροή. Έτσι κι αλλιώς ο λαϊκισμός είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο στη γενική πολιτική πρόταση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., θα άφηνε έξω από την υποκουλτούρα της δημαγωγίας του την εκπαίδευση;
γ) Σε κάθε επιμέρους εκπαιδευτική πολιτική των προηγούμενωναπό το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κυβερνήσεων αναζητούσε το εν λόγω κόμμα αν αυτή η πολιτική απέρρεε από κάποια οδηγία του Ο.Ο.Σ.Α., τον οποίο είχε αναγορεύσει ως το μεγάλο αντίπαλο της αριστεράς και ως έναν μεγάλο ιδεολογικό εχθρό, γιατί εξέφραζε αυθεντικά και «πρωτοποριακά» την αντίληψη των δυνάμεων του κεφαλαίου και της αγοράς. Σήμερα η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει ως βασικό πεδίο άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής της την εργαλειοθήκη του Ο.Ο.Σ.Α. και είναι απόλυτα προσηλωμένη στην πλήρη υλοποίησή της. Τώρα ο ταξικός εχθρός έγινε ο μέγας καθοδηγητής της αριστεράς, γιατί προφανώς ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. «άλλαξε την Ελλάδα, την Ευρώπη και τον Κόσμο» και δεν θα μπορούσε να αφήσει απέξω τον Ο.Ο.Σ.Α.
δ) Ποιος δεν θυμάται τις μάχες που έδωσε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατά της Τράπεζας θεμάτων, ότι είναι ταξικός φραγμός που πλήττει τα παιδιά των ασθενέστερων οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων και ότι θα την καταργήσει από την πρώτη στιγμή; Και έτσι έκανε – ήταν και μια από τις ελάχιστες δεσμεύσεις που τήρησε -, αλλά έρχεται η σημερινή επαναφορά της, και ο περισπούδαστος και υπηρετών κάθε κυβέρνηση και κάθε ιδεολογία Πρόεδρος της Επιτροπής, που επανεισάγει την Τράπεζα θεμάτων, μας λέει ότι είναι λεπτομέρεια. Τώρα είναι λεπτομέρεια, όταν το εφάρμοζαν οι αντίπαλοί τους ήταν μείζον κοινωνικό και πολιτικό διακύβευμα!
ε) Υποσχέθηκε και δεσμεύτηκε την κατάργηση των Μνημονίων με ένα νόμο, τον πρώτο νόμο στη Βουλή, και ειδικά για την εκπαίδευση ότι θα την επαναφέρει σ’ όλα της τα στοιχεία στην προ της κρίσης εποχή. Έφτασε στο σημείο να μιλάει ακόμα και για μείωση στο ωράριο και για ενίσχυση στο μισθολογικό στάτους των εκπαιδευτικών. Τώρα βέβαια το ότι έκανε ακριβώς τα αντίθετα και προχώρησε σε αυξήσεις ωραρίου με την υπονόμευση της λειτουργίας των εργαστηρίων Φυσικών Επιστημών και Πληροφορικής και σε συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων δεν φαίνεται να απασχολεί την ηγεσία. Έτσι κι αλλιώς η πρόταση διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι η πιο μεγάλη εξαπάτηση της Μεταπολίτευσης, θα στεκόταν διαφορετικά σε ένα επιμέρους ζήτημα;
στ) Επιλέγει σταθερά και αταλάντευτα μια τακτική φτηνού αντιπερισπασμού. Οποιοδήποτε εκπαιδευτικό και κοινωνικό ζήτημα – που μπορεί να θυμίζει την παντελώς άγνωστη στην περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αριστερή φυσιογνωμία – ανασύρεται κάθε τόσο στη δημοσιότητα για να υπάρχει απασχόληση της κοινωνίας με αριστερά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης. Και εδώ έχει επιλεγεί η Πρωινή προσευχή, οι Σχολικές παρελάσεις και η διδασκαλία των Θρησκευτικών. Έτσι για τα δύο πρώτα που φαίνεται να έχει πάρει απόφαση δεν αναλαμβάνει καμιά πολιτική ευθύνη υλοποίησής τους, γιατί απλώς θέλει να συντηρούνται για το λόγο που αναφέρθηκε. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο αγκάθι. Τι θα γίνει στην περίπτωση που οι σχετικές εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας συναντήσουν τη γενική αν όχι την καθολική απόρριψη; Δεν θα γνωρίσει τον ευτελισμό και τη χλεύη; Μήπως τότε συναντήσει ένα δρόμο εξόδου από τη διακυβέρνηση που ποτέ δεν υπολογίζει;
Η πολιτική διάσταση της ηθικής δεν περιορίζεται απλά και μόνο στη δημιουργία σκανδάλων και σε περιπτώσεις διασπάθισης του δημόσιου χρήματος. Αφορά την ουσία της πολιτικής πρότασης πουεκτίθεται ως προοδευτική, όταν αυτή είναι άκρως νεοφιλελεύθερη και βαθιά ταξική, όταν είναι μια δημαγωγική πρόταση από την αρχή ως το τέλος, όταν υπονομεύει τη συνολική οικονομία της χώρας με τις πρακτικές των capitalcontrol και με τις δήθεν εθνικές και απελευθερωτικές διαπραγματεύσεις , όταν αλλάζει το γλωσσικό κώδικα με τον πιο χυδαίο τρόπο για μη συνδέεται σημειολογικά η δική του μνημονική πολιτική με τις προηγούμενες, όταν εξακολουθεί να ισχυρίζεται η ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ότι είναι προοδευτική κυβέρνηση, όταν…

Μπορεί την Ιστορία να την ξεγελάσεις ευκαιριακά, αλλά αυτό δεν βαστάει πολύ. Έρχεται μετά πιο σκληρή και πιο αμείλικτη, για να κατατάξει όσους την εξαπατούν στις «μαύρες σελίδες» της, εκεί που είναι όλοι οι δημαγωγοί, για να αντικαταστήσει την καρικατούρα της απάτης και να ξαναβρεί τους δικούς της διαχρονικούς νόμους και τις σταθερές αξίες της.