: Η μετάλλαξη Όμικρον θερίζει και στη χώρα μας, αφού μέσα σε μόνο λίγες ημέρες τα της έχουν αυξηθεί.

Ενδελεχής εργαστηριακός έλεγχος

Από τις ανακοινώσεις του ΕΟΔΥ, στο Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας (ΚΕΔΥ), καθώς και σε άλλα περιφερειακά εργαστήρια, διενεργείται έλεγχος για πιθανά δείγματα Omicron με τη μέθοδο real-time PCR, που μπορεί να διαχωρίζει με αρκετή αξιοπιστία τα ύποπτα δείγματα από τα υπόλοιπα κυκλοφορούντα στελέχη σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, διενεργήθηκαν έλεγχοι σε 728 θετικά δείγματα για κορωνοϊό την εβδομάδα από τις 20 έως και τις 27 Δεκεμβρίου και τα 198 βρέθηκαν θετικά στο στέλεχος Omicron (27,2%) με τα ποσοστά ανά ημέρα να κυμαίνονται μεταξύ 19% και 39%.

Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, Ακαδημαϊκός κ. Δημήτρης Θάνος, μιλώντας στο Πρώτο Θέμα, «η γονιδιωματική ανάλυση είναι μια εξαιρετικά σύνθετη, κοστοβόρα και χρονοβόρα διαδικασία. Η γονιδιωματική ανάλυση απαιτεί συνολικά τέσσερις ημέρες από την στιγμή που παραλαμβάνονται τα δείγματα έως ότου αποφανθούμε για την ταυτότητα του στελέχους του ιού σε κάθε ένα από τα δείγματα. Το εργαστήριο γονιδιωματικής του ΙΙΒΕΑΑ έχει την δυνατότητα ανάλυσης 1.500 δειγμάτων ανά εβδομάδα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για ένα ή PCR τεστ που μπορεί να κάνει κάποιος στο φαρμακείο ή σε ένα τυπικό διαγνωστικό εργαστήριο».

Ακολουθείται ένα ενιαίο πρωτόκολλο ανάλυσης που εφαρμόζεται παγκοσμίως ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του αποτελέσματος. «Στο ΙΙΒΕΑΑ πραγματοποιείται περίπου το 90% της γονιδιωματικής ανάλυσης δειγμάτων που αφορούν στην Ελλάδα» εξηγεί ο κ. Θάνος.

Η επιλογή των δειγμάτων προς περαιτέρω γονιδιωματική ανάλυση γίνεται, αφότου το PCR (μοριακό) τεστ είναι θετικό για τον SARS-CoV-2. Κατά το πρώτο στάδιο της ανάλυσης του δείγματος στο εργαστήριο γίνεται η επιλογή των λεγόμενων «υπόπτων» για κάποια παραλλαγή, στην προκειμένη περίπτωση της Omicron.

Για να χαρακτηριστεί κάποιο δείγμα ως «ύποπτο να φέρει ένα παραλλαγμένο στέλεχος του κορωνοϊού, όπως το Omicron», κάθε φορά οι επιστήμονες πριν προχωρήσουν στη γονιδιωματική ανάλυση συνεκτιμούν διαφορετικούς παράγοντες, όπως το εάν υπάρχει ιστορικό ταξιδιού σε χώρα που επικρατεί το συγκεκριμένο στέλεχος, εάν είναι στενή επαφή ήδη γνωστού κρούσματος και αν εμπεριέχει ικανοποιητικό ιικό φορτίο, ώστε να γίνει η γονιδιωματική ανάλυση.

«Για παράδειγμα, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας και το Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας μας στέλνουν δείγματα από το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Όταν γίνεται η επιλογή των δειγμάτων που πρέπει να σταλούν στο ΙΙΒΕΑΑ για γονιδιωματική ανάλυση, ελέγχεται αν το δείγμα έχει επαρκή ποσότητα ιικού φορτίου και αν προέρχεται από περιοχή που παρατηρείται κάποια τοπική έξαρση της επιδημίας» εξηγεί ο κ. Θάνος και συμπληρώνει: «Κάποια διαγνωστικά εργαστήρια χρησιμοποιούν μία συγκεκριμένη μέθοδο PCR για την μοριακή διάγνωση του κορωνοϊού, από την οποία προκύπτουν ισχυρές ενδείξεις για την πιθανότητα το στέλεχος στο συγκεκριμένο δείγμα να είναι το Omicron».

Για παράδειγμα, το πρώτο κρούσμα της Omicron εντοπίστηκε στη χώρα μας χάρη στην εγρήγορση τόσο του πολίτη που, επιστρέφοντας από τη Νότια Αφρική, υπεβλήθη σε , όσο και του εργαστηρίου που ανέλυσε το αρχικό δείγμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως ύποπτο για την Omicron και εστάλη για γονιδιωματική ανάλυση στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Rapid και PCR test δεν εντοπίζουν μεταλλάξεις

Από τα προαναφερόμενα γίνεται λοιπόν σαφές ότι τα απλά διαγνωστικά τεστ –, rapid ή PCR- δεν μπορούν να εντοπίσουν ποια μετάλλαξη του κορωνοϊού φέρει ο εξεταζόμενος. Επιβεβαιώνουν όμως τη μόλυνση από τον κορωνοϊό, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη πιστής τήρησης μιας σειρά μέτρων, όπως την αυτοαπομόνωση κατ’ οίκον και την εφαρμογή των κατάλληλων ιατρικών οδηγιών βάσει της συμπτωματολογίας.

Άλλωστε, στην παρούσα φάση, που η επιδημία κορωνοϊού δοκιμάζει και πάλι τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι λίγη σημασία έχει να γνωρίζει κάποιος αν είναι φορέας της μετάλλαξης Omicron, της Δέλτα ή της Άλφα.

Αυτό που έχει σημασία είναι ο έναντι της Covid-19 και η τήρηση των μέτρων αποστασιοποίησης, ώστε να «σπάσει» η αλυσίδα μετάδοσης του κορωνοϊού.