Του Τριαντάφυλλου Τρανού

Τώρα που μας αποχαιρετούν επιτέλους οι «δείκτες» και οι «ρούμπρικες» της αξιολόγησης που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν την κύρια προτεραιότητα του σχολείου και των συναδέλφων, είναι καιρός να μας αποχαιρετήσουν και να επιστρέψουν στην τάξη -χωρίς αντισταθμιστικά οφέλη ασφαλώς- και οι μανδαρίνοι του Υπουργείου Παιδείας, της Διοίκησης της Εκπαίδευσης αλλά και οι πάτρωνες των τοπικών παρασιτικών μηχανισμών που όλοι τους γνωρίζουμε. Συνετέλεσαν περισσότερο από όσο παραδέχονται οι ίδιοι και από όσο επέβαλε η θεσμική τους υποχρέωση στην καταστροφή του σχολείου τα χρόνια των μνημονίων.
Συμμετείχαν όμως εξίσου στην οπισθοδρόμηση των δημοκρατικών αξιών στο σχολείο και οι πολλοί φοβισμένοι εκπαιδευτικοί που ιδιωτεύαν στα χρόνια του κατακλυσμού, ξοδεύοντας το συμβολικό αλλά και το πραγματικό κεφάλαιο που μας άφησαν οι σκληροί εκπαιδευτικοί αγώνες δεκαετιών.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι αγώνες αυτοί που ήταν ταυτόχρονα και αγώνες για την δημοκρατία ήταν αυτοί που μας εξασφάλισαν τα πιο σημαντικά μας δικαιώματα: τη μονιμότητα, το αμετάθετο, το ανθρώπινο ωράριο, τον αξιοπρεπή μισθό και σύνταξη, τις εκπαιδευτικές άδειες, τα ασφαλιστικά δικαιώματα και την επαρκή υγειονομική περίθαλψη, όλα όσα θεωρούσαμε αυτονόητα και δεδομένα πριν τα σαρώσουν τα διαδοχικά Μνημόνια.
Για χρόνια μέσα στα σχολεία οι αντοχές και η αξιοπρέπεια όσων αντιστάθηκαν σε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων δοκιμάζονταν καθημερινά, η συλλογική και ατομική αξιοπρέπεια απομειώθηκαν, μας «κούνησαν το μαντήλι» ούτως ειπείν, εγκαταστάθηκαν στη θέση τους η φαγωμάρα και η κυριαρχία της κουλτούρας καθημερινής βαρβαρότητας που μας κουβάλησαν ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και οι κλίκες τους.
Δόθηκαν ωστόσο από τους «συνήθεις υπόπτους» δύσκολες και συνεχείς μάχες εναντίον ενός ασφυκτικού, γραφειοκρατικού περιβάλλοντος προνομιούχων και λακέδων που συντάχθηκαν ανερυθρίαστα με την καταστροφή της εκπαίδευσης, της κοινωνίας και της δημοκρατίας, ενώ η πλειοψηφία των συναδέλφων από φόβο επέλεγε τη συναίνεση και τη γραμμή της ελάχιστης αντίστασης. Τη στιγμή που η κοινωνία διαλυόταν, η εκπαιδευτική καθημερινότητα μετατράπηκε σε αφόρητη πίεση σε εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές για επιδόσεις και βαθμούς χωρίς κανένα μορφωτικό ή κοινωνικό αντίκρισμα. Το μεθοδικό ρήμαγμα των υπολειμμάτων του δημόσιου σχολείου -το σχέδιο εκούσιας καταστροφής που υπαινίχθηκε ο Α. Μπαλτάς -παροξύνθηκε με τις «εξετάσεις» της Α΄ Λυκείου την «τράπεζα θεμάτων», με την έξωση από το Γενικό και Τεχνικό Λύκειο δεκάδων χιλιάδων μαθητών και την αποθέωση της «αριστείας στο τίποτε» που εξασφαλίζουν τα ιδιαίτερα και τα φροντιστήρια σε όσους έχουν να πληρώσουν σε βάρος των φτωχών που δεν έχουν.
Ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν μέσα στα μνημονιακά ερείπια, τρόπον τινά ως μύκητες οι οποίοι όπως μας διδάσκει η Βιολογία θεωρούνται το “βιολογικό εργαστήριο αποδόμησης των οργανικών ουσιών” τα μέλη μιας νέας ελίτ: το οιονεί δεξιό πολιτικό προσωπικό της εκπαίδευσης, ένα φιλόδοξο, δήθεν επαγγελματικό στρώμα μυστικοσυμβούλων και διευθυνόντων, στο οποίο περιλαμβάνονται αντικειμενικά τα περισσότερα ανώτερα στελέχη της διοίκησης και η μεγάλη πλειοψηφία των διευθυντών και των σχολικών συμβούλων. Το στρώμα αυτό -με το αζημίωτο -εγκατάλειψε βαθμιαία την ιδέα της συλλογικότητας και τις αξίες του κλάδου, αποθεώνοντας τον επιθετικό ατομισμό και χλευάζοντας ταυτόχρονα κάθε ψήγμα αντίστασης και αλληλεγγύης. Έτσι η κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική μπόρεσε τελικά να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την αναιμική ατομική και συλλογική συνείδηση των εκπαιδευτικών και να επιβληθεί χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο τα «εγκλήματα γραφείου» των παραπάνω και το προληπτικό καψόνι της αξιολόγησης.
Όμως εμφανίζεται σήμερα επιτέλους ξανά στον κλάδο με την εκλογική και κοινωνική νίκη της αριστεράς, η αισιοδοξία και η δυνατότητα μιας πραγματικής ρήξης με αυτή την κατάσταση πραγμάτων. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορούμε να κάνουμε. Αυτή την πεποίθηση δεν πρέπει να τη μετατρέψουμε σε ιδεολόγημα, σε κενή θεωρία, αλλά πρέπει να αποφασίσουμε ότι μόνο με την κοινή δράση, τη συλλογική μας ευφυία και τη δέσμευση στις αξίες του κλάδου μπορούμε να επιφέρουμε ουσιαστικές αλλαγές.
Η εκπαιδευτική πράξη πρέπει να ξαναγίνει μια δραστηριότητα που καθοδηγείται από τη λογική και όχι από το φόβο, την φιλοδοξία, την ενοχή η την μνησικακία. Πρέπει να θέσουμε ξανά μέσα στις εκπαιδευτικές διαδικασίες και στους τόπους της μόρφωσης το αίτημα της ωριμότητας και της υπευθυνότητας απέναντι στη δημοκρατία της οποίας η έλλειψη παραμορφώνει ακόμη και στην δική μας οπτική τα φλέγοντα ζητήματα.
Πρέπει να αρθρώσουμε προτάσεις για όλα τα κρίσιμα ζητήματα για τα οποία παραμείναμε καιρό σιωπηλοί. Δεν πρέπει όμως να φερόμαστε με κανένα τρόπο σαν αυτό να μπορεί να συμβεί αυτόματα.
Η συνείδηση πως από την εκπαίδευση όντως για δεκαετίες «κάτι λείπει!» πρέπει να γίνει το κινούν αίτιο της δράσης μας. Στην καρδιά των αιτημάτων του εκπαιδευτικού κινήματος που αλλάζει εκ νέου μορφή και ισορροπίες, πρέπει να βρεθούν ξανά οι διεκδικήσεις για την ουσιαστική μόρφωση όλων των παιδιών, και όχι μόνο των «αρίστων» όπως υπαινίσσεται ο σφετερισμός της έννοιας της αριστείας από όσους είχαν επενδύσει στην απαράδεκτη διαφοροποίηση των παιδιών σε πληβείους και αρίστους εν μέσω κρίσης.
Όσοι-σες θα έχουν από εδώ και εμπρός την πολιτική και διοικητική ευθύνη της εκπαίδευσης αλλά και οι διευθυντές-τριες των σχολείων θα πρέπει να είναι « οι πρώτοι μεταξύ ίσων». Θα πρέπει όμως πρωτίστως να εκλέγονται από τους συναδέλφους τους, να είναι αιρετοί σε όλες τις βαθμίδες και σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης όπως επιβάλλει το ιστορικό αίτημα αυτής της παράταξης.
Δεν θα πρέπει να αποπνέουν, όπως αυτοί που είχαν μέχρι τώρα το πάνω χέρι και έβαζαν ανενδοίαστα την υπογραφή τους κάτω από απολύσεις συναδέλφων την απόκοσμη αύρα αυτού που είναι εντελώς άσχετος και αδιάφορος με την εκπαιδευτική κοινότητα, την κοινωνία και τα βάσανά της.
Θα πρέπει ασφαλώς να είναι αποδεκτοί πρώτα από όλα από όσους έφεραν το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με την κακή κατάσταση πραγμάτων, αλλά και από τους υπόλοιπους συναδέλφους-σες που πρέπει να πάρουν την ευθύνη της επιλογής τους και να δεσμευτούν με την δική τους συμμετοχή στην συνδιαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής ακόμη και στο επίπεδο της σχολικής μονάδας. Σε αυτή την εργώδη, απαιτητική προσπάθεια που θα διαρκέσει πολύ, η στελέχωση της διοίκησης της εκπαίδευσης είναι λάθος να γίνει από τους εκπροσώπους του κλάδου, ενεργούς και μη. Τέλος πρέπει να θυμόμαστε πάντα πως αυτό που ζούμε εδώ και καιρό μέσα στα σχολεία δεν είναι απλώς «εκπαιδευτικό πρόβλημα» και πως η στιγμή κατά την οποία οι εκπαιδευτικοί είναι λιγότερο ικανοί να κάνουν το σωστό είναι επίσης η στιγμή κατά την οποία οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν πλέον καμία σημασία για την κοινωνία.