Μία συχνή αιτία εντάσεων μεταξύ γονέων και παιδιών είναι η αδιαφορία των παιδιών για το σχολικό διάβασμα με συνέπεια τις κακές σχολικές επιδόσεις. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στους κυριότερους παράγοντες που επηρεάζουν την μαθητική επίδοση καθώς και σε τρόπους διαχείρισης πιο κατάλληλους ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις και να ενισχύονται οι οικογενειακοί δεσμοί. Να σημειωθεί ότι διαφοροποιούνται οι περιπτώσεις όπου ο μαθητής προσπαθεί αλλά αδυνατεί ή δεν μπορεί να ανταπεξέλθει (π.χ. μαθησιακές δυσκολίες).
Οι παράγοντες λοιπόν που σχετίζονται με την χαμηλή σχολική επίδοση είναι:
  • Η αδυναμία ανταπόκρισης στις σχολικές απαιτήσεις λόγω γνωστικής ανωριμότητας κι έλλειψης γνώσεων από τις προηγούμενες τάξεις.
  • Η απουσία σωστού τρόπου διαβάσματος ή/και κατάλληλου περιβάλλοντος.
  • Η έλλειψη εσωτερικών κινήτρων για την μάθηση γενικότερα και την εκπαιδευτική διαδικασία ειδικότερα.
  • Η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία που συχνά απομακρύνεται από την γνώση και επικεντρώνεται αφενός στην αναπαραγωγή της πληροφορίας αφετέρου στην εξεταστική επιτυχία.
  • Η αναφερθείσα σημασία της εξεταστικής επιτυχίας που συνήθως χρειάζεται για την επίτευξή της κάποια ιδιωτική ενίσχυση οπότε και το πρόγραμμα του μαθητή εξαντλείται στο μάθημα με αποτέλεσμα την κούραση, την αδυναμία συγκέντρωσης και εν τέλει την κακή επίδοση.
  • Ο ρόλος του εκπαιδευτικού μέσα στο παιδαγωγικό σύστημα που συχνά δυσκολεύει τον μαθητή αντί να τον στηρίζει και να του εμπνέει την επιθυμία για μάθηση.
  • Το οικογενειακό περιβάλλον που μπορεί να συγκρίνει/ κατηγοριοποιεί/ τιμωρεί τον «κακό» μαθητή χωρίς να επιτυγχάνει έτσι την κινητοποίησή του αλλά αντιθέτως να ενεργοποιεί μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Οι απαιτήσεις αυτές ενίοτε μπορεί να είναι πιο υψηλές ή και προσωπικές του γονιού και να μην υπόκεινται στις επιθυμίες και στους στόχους του ίδιου του παιδιού οπότε το να μην διαβάζει μπορεί να είναι η αντίδρασή του στην πίεση που νιώθει.
  • Η διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας με όρους που φαίνεται να μην ανταμείβουν την μόρφωση καθώς η ανεργία και οι χαμηλοί μισθοί πιθανά να αποτρέπουν το νεαρό άτομο από το να βρει νόημα στην μόρφωση, άρα στη μάθηση και συνεπώς στην καλή σχολική επίδοση.
Όπως γίνεται κατανοητό, τα παραπάνω αφορούν ιδίως τα μεγαλύτερα παιδιά που φοιτούν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, καθώς οι μεγάλες εντάσεις εξαιτίας ασυνεπούς διαβάσματος και χαμηλών αποδόσεων προκύπτουν τότε που ο μαθητής έχει την ευθύνη του διαβάσματός του και δεν τον βοηθάει ο γονέας, όπως στο δημοτικό.
Είναι σημαντικές όμως οι βάσεις που τίθενται στις μικρές ηλικίες κι εκεί η γονική παρέμβαση και καθοδήγηση μπορούν να είναι καταλυτικές. Έχει αξία λοιπόν στα μικρά παιδιά οι γονείς να βάζουνένα σταθερό πρόγραμμα διαβάσματος που να καλύπτει τις μαθητικές τους υποχρεώσεις, συνυπολογίζοντας όμως τις προσωπικές τους επιθυμίες. Να σημειωθεί ότι ως προς το πρόγραμμα χρειάζεται προσοχή ώστε να μην είναι εξαντλητικό για τον μαθητή και να του αφήνει περιθώριο ελεύθερου χρόνου για παιχνίδι ή άλλες αγαπημένες δραστηριότητες. Η ενεργή ενασχόληση του γονέα στις πρώτες τάξεις με το διάβασμα μπορεί να είναι επιβοηθητική ώστε το παιδί να κατακτήσει από νωρίς σωστούς τρόπους εκμάθησης που θα μπορεί να χρησιμοποιήσει στην πορεία μόνο του.
Όσον αφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες, είναι απαραίτητο οι γονείς να μπορέσουν να αναγνωρίσουν την άρνηση του παιδιού και να την διερευνήσουν ώστε να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους εκφράζει τούτη την ασυνέπεια στις σχολικές του υποχρεώσεις. Η συζήτηση με συναισθηματική ειλικρίνεια μπορεί να οδηγήσει σε μια καλή επικοινωνία και κατανόηση μεταξύ γονιών και παιδιών όπου υπάρχει ο χώρος να εκφρασθούν αμφίπλευρα οι ανησυχίες, οι δυσκολίες, οι επιθυμίες και οι δυνατότητες με στόχο την συνδιαμόρφωση ενός στόχου για το παιδί. Ωστόσο, ηοριοθέτηση ως προς τις υποχρεώσεις είναι επίσης απαραίτητη ώστε το νεαρό άτομο να μάθει να αναλαμβάνει την ευθύνη των υποχρεώσεών του.
Καταλήγοντας, η ουσία μεταξύ των ενδοοικογενειακών σχέσεων βρίσκεται στην αποδοχή της ξεχωριστής ύπαρξης του κάθε μέλους, αποδεχόμενοι πρώτα από όλα τις προσωπικές επιθυμίες του παιδιού και την υποστήριξή του για την πραγμάτωσή τους. Η κινητοποίηση – ως προς την επάρκεια τουλάχιστον στις σχολικές απαιτήσεις – μπορεί να προκύψει όταν ο μαθητής αισθάνεται ότι δεν προσδιορίζεται μόνο από τη σχολική του επίδοση αλλά μπορεί να είναι αποδεκτός ως άτομο το οποίο και αξίζει αλλά και μπορεί να τα καταφέρει στην ζωή του (έστω κι αν αυτό δεν περιλαμβάνει τις σπουδές αλλά κάποια άλλη ενασχόληση).
Μαρία Μαγδαληνή Μάρκου – Ψυχολόγος