Του Νίκου Τσούλια

Διάβασα μια συνέντευξη του Μανόλη Γλέζου στο «ΒΗΜΑ» (23.10.2016), ενός θαλερού παραδείγματος αγωνιστή, και ανάμεσα στα άλλα σημαντικά που κατέθεσε ήταν και μια ιδιαίτερης αξίας επισήμανση. Ισχυρίστηκε ότι η Αριστερά δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε στην ψυχολογία.

Πράγματι, τόσο ο μαρξισμός όσο και η αριστερή ιδεολογία έχει αντιμετωπίσει το όλο ζήτημα της ψυχολογίας είτε ως μη υπαρκτό είτε ως terraincognitaείτε ως μη έχον σημασία στη θεώρηση της πολιτικής. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι τα πράγματα, αρκεί να σκεφτούμε ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – αν θεωρηθεί αριστερό κόμμα – στήριξε το όλο του πολιτικό μόρφωμα για την κατάκτηση της εξουσίας στη δημαγωγία, πράγμα που σημαίνει ότι εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον τη ψυχολογία του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού που επιζητούσε ένα «παραμύθι», που θα τον έβγαζε ως δια μαγείας από την οδύσσεια της κρίσης.
Αλλά για να έλθουμε στο κύριο θέμα μας, η ψυχολογία του κάθε πολίτη αλλά και η συλλογική ψυχολογία – αν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο – είναι παρούσες στις συμπεριφορές των ανθρώπων και πρέπει όχι απλά και μόνο να λαμβάνονται υπόψη αλλά και να αναλύονται διεξοδικά και συστηματικά για μια άρτια κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας και για το σχεδιασμό κάθε πολιτικής πρότασης και συλλογικής δράσης.
Στα κοινωνικά κινήματα και στο συνδικαλισμό έχουμε σ’ αυτή τη δεύτερη περίοδο της κρίσης –προσδιορίζω ως τέτοια την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το σχήμα ΣΥ.ΡΙΖ.Α. / ΑΝ.ΕΛ. – μια φοβερή καθήλωση της δράσης των. Από εκεί που βρίσκονταν «στα κάγκελα» και πάντως σε μια κινητικότητα στην πρώτη φάση της κρίσης τώρα έχουν τελματώσει.
Στο χώρο της εκπαίδευσης τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα˙ αρκεί να σκεφτούμε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ δεν μπορεί να βγάλει αποφάσεις για τα τόσα και τόσα ζητήματα που διατρέχουν και δοκιμάζουν σκληρά το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Με αυτή τη στάση του έχει διαμορφώσει ένα κλίμα ηττοπάθειας και παραίτησης στον κλάδο των εκπαιδευτικών, ένα κλίμα της μορφής ότι τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, και έτσι είμαστε απλοί παρατηρητές των εξελίξεων και αποδέκτες της πραγματικότητας που διαμορφώνεται ερήμην μας και εις βάρος μας.
Βέβαια στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος συντρέχει και μια άλλη θεώρηση, πρωτογενής των ίδιων των εκπαιδευτικών – και γενικότερα των πολιτών –, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν εκείνης της κυβερνητικής μνημονιακής πολιτικής και ότι οι συνδικαλιστικοί αγώνες δεν μπορούν να φέρουν κανέναουσιαστικό αποτέλεσμα. Προφανώς η όλη κατάσταση είναι δύσκολη, φοβερά δύσκολη και για τους εργαζόμενους και για τα κοινωνικά κινήματα. Αλλά απ’ αυτή τη θεώρηση μέχρι το σημερινό σημείο της πλήρους αδρανοποίησης υπάρχει χαοτική απόσταση.
Ποιος όμως μπορεί να είναι ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων, αν δεν μπορούν να συσπειρώνουν και να εμπνέουν τους εργαζόμενους που εκ της καταστατικής τους σύστασης αντιπροσωπεύουν; Γιατί υπάρχει συνδικαλισμός, αν στους πιο δύσκολους καιρούς για τους εκπαιδευτικούς δεν μπορεί ούτε καν να διαμορφώσει ένα ελάχιστο πλαίσιο αιτημάτων; Πώς μπορεί να υπάρχει συλλογική δράση, αν δεν υπάρχει ένα πεδίο αναφοράς με βάση τα προβλήματα και τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των σχολείων και των εκπαιδευτικών;
Αν σ’ αυτή τη φάση της κρίσης οι εκπαιδευτικοί δεν δράσουν για να επηρεάσουν τις εξελίξεις, τότε όχι μόνο τα ζητήματα της εκπαίδευσης και των ίδιων θα υποχωρήσουν ακόμα περισσότερο αλλά θα αλλάξει και η ίδια η φυσιογνωμία του εκπαιδευτικού! Θα υπαλληλοποιηθεί. Θα απολέσει την παιδαγωγική του ακτινοβολία και θα υπονομεύσει τα ίδια τα προτάγματα και το αξιακό φορτίο της παιδείας και της μόρφωσης. Γιατί, μπορεί να υπάρξει στοιχειωδώς έστω και μια ώρα διδασκαλίας χωρίς ο εκπαιδευτικός να προάγει τη βασική ιδέα του αγώνα για τη ζωή, για την αξιοπρέπεια και για τη χειραφέτηση του ανθρώπου; Μπορεί όμως ναεκφέρει μια τέτοια παιδαγωγική αντίληψη, όταν ο ίδιος θα είναι παραιτημένος από το δικό του αγώνα, προσωπικό και συλλογικό;
Νιώθουμε τον αντίπαλο δυνατό, γιατί εμείς δεν χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας. Εμείς τον έχουμε φτιάξει να φαντάζει τόσο ισχυρός με την ψυχολογία της παραίτησης και της αποδοχής της ήττας χωρίς αγώνα.Σε αυτή την παρακμιακή θεώρηση δεν υπάρχει τελειωμός. Η μια ήττα θα φέρνει την άλλη. Η ίδια η πραγματικότητα «βοά». Έχουν συρρικνωθεί οι μισθοί σε τέτοιο βαθμό, που έχουν πάψει να έχουν το χαρακτήρα του μισθού. Οι εργασιακές σχέσεις είναι φύλλα φτερά για οποιαδήποτε έννοια προστασίας των εργαζόμενων. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Φαίνεται πουθενά καμιά ανάκαμψη της οικονομίας ή μήπως η κρίση βαθαίνει και επιφυλάσσει έναν μεσαίωνα της παγκοσμιοποίησης αυτή τη φορά;

Υπάρχει ελπίδα, ολοζώντανη και δυναμική. Αρκεί να πιστέψουμε στη δύναμη της συλλογικής δράσης, στην αυταξία του «παιδαγωγικού παραδείγματος», στη θέληση κάθε ανθρώπου για να δημιουργήσει τη ζωή του με τα δικά του σχέδια και όνειρα. Σ’ αυτή την περιπέτεια της παθητικήςψυχολογίας, η αμφισβήτησή της είναι απλή. Ο ένας μπορεί ενθαρρύνει τον άλλον. Οι συζητήσεις μπορούν να ξεκινούν από τον κοινό προβληματισμό, την αγωνία μας για το μέλλον μας. Η συλλογικότητά μας μπορεί να «φουσκώσει» από τους χυμούς της πιο βασικής ιδέας της ίδιας της παιδείας «για αυτοπραγμάτωση του κάθε ανθρώπου», από την κοινή θέλησή μας για ζωή και αξιοπρέπεια.