Οι αγορές είναι ανοιχτές για την Ελλάδα αλλά είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η μακροπρόθεσμη πρόσβαση σε αυτές χωρίς έξτρα ελάφρυνση χρέους με ρεαλιστικούς στόχους για την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα, εκτίμησε σήμερα από την Αθήνα ο επικεφαλής της αποστολής του Πίτερ Ντόλμαν, παρουσιάζοντας τα πρώτα συμπεράσματα της έκθεσης του άρθρου 4.

Παράλληλα σημείωσε πόσο καθοριστικό σήμα για τις αγορές θα είναι η τήρηση των συμφωνημένων περικοπών συντάξεων και αφορολογήτου τη διετία 2019-20 με την εφαρμογή παράλληλων αντίμετρων υποστηρικτικών για την ανάπτυξη ενώ κάλεσε την κυβέρνηση να «ξανασκεφτεί» τις αλλαγές στα εργασιακά με ιδιαίτερη αναφορά στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα έχει εμπλοκή στη μεταμνημονιακή παρακολούθηση της χώρας, με εξαμηνιαίες επισκέψεις –πέραν της ετήσιας έκθεσης του άρθρου 4- οι οποίες μπορεί να γίνουν και τριμηνιαίες στο βαθμό όπου αποφασιστεί κάτι αντίστοιχο από τους ευρωπαίους εταίρους.

Σε κάθε περίπτωση το ΔΝΤ θα αποτελεί μέρος της αποστολής των ευρωπαίων, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής παρακολούθησης, με «συμβουλευτικό» ρόλο όμως καθώς όπως ξεκαθαρίστηκε σήμερα δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει μέτρα πολιτικής στην ελληνική κυβέρνηση. Η «φωνή» του ΔΝΤ όμως προς τις αγορές είναι δεδομένο ότι θα έχει καθοριστική σημασία.

Στη γραμμή που χάραξε η Κριστίν Λαγκάρντ μετά την συνεδρίαση του Eurogroup όταν καλωσόρισε τις αποφάσεις του συμβουλίου αλλά ανέδειξε τις επιφυλάξεις σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ο κ. Ντόλμαν είπε σήμερα ότι οι αποφάσεις βελτιώνουν τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα αλλά «υπάρχουν αβεβαιότητες σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προοπτικές».

Στο σημείο αυτό ανέδειξε τη δέσμευση των ευρωπαίων να επανεξετάσουν το θέμα το 2032 και τόνισε ότι τότε θα χρειαστεί «περαιτέρω ελάφρυνση με ρεαλιστικές προβλέψεις ιδίως για τα πλεονάσματα».

Κρίσιμο ερώτημα, κατά τον κ. Ντόλμαν είναι πλέον εάν θα υπάρξουν αλλαγές στα συμφωνημένα μέτρα. «Θα είναι ένα πολύ σημαντικό σήμα στις αγορές η εφαρμογή των διπλών μέτρων της περιόδου 2019-20, θα είναι ένα καθαρό μήνυμα στις αγορές ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων».

Σε ερώτηση αν θα επιτραπεί στην Ελλάδα να μην εφαρμόσει τις περικοπές στις συντάξεις, ο κ. Ντόλμαν διευκρίνισε ότι «το Ταμείο είναι πλέον σε ρόλο συμβουλευτικό» (Consultation mode) αλλά θα είναι «ένα καθοριστικό σήμα στις αγορές». Με την εφαρμογή των μέτρων άλλωστε εκτίμησε ότι ανοίγει ο δρόμος και για την εφαρμογή δημοσιονομικά ουδέτερων αντίμετρων πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι οι φόροι είναι πολύ υψηλοί και θα υπάρξει χώρος για μείωση των συντελεστών φορολογίας επιχειρήσεων, φυσικών προσώπων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης το 2020.

Παράλληλα μετέφερε τις ισχυρές διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης ότι τα συμφωνημένα μέτρα θα εφαρμοστούν.

Στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της προβλεπόμενης από το Μνημόνιο και τους ψηφισμένους νόμους επαναφορά τους, ο κ. Ντόλμαν είπε: «ενθαρρύνουμε την κυβέρνηση να αναθεωρήσει τη θέση της στα εργασιακά, ανησυχούμε και καλούμε την κυβέρνηση να αναθεωρήσει τις απόψεις της για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις».

Περιγράφοντας τα ρίσκα και τις προκλήσεις για την ελληνική οικονομία ο κ. Ντόλμαν υπογράμμισε με έμφαση την προβλεπόμενη γήρανση του πληθυσμού και τις προβλέψεις που δείχνουν ότι το εργατικό δυναμικό θα μειώνεται κατά 1% κατ’ έτος τα επόμενα χρόνια, κάλεσε τις τράπεζες να αξιοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για τη μείωση των κόκκινων δανείων , επισήμανε τη διατήρηση των capital controls και την ανάγκη να υπάρξει πλήρης άρση τους με βάση τον οδικό χάρτη που έχει εκπονηθεί και την ανάγκη λήψης μέτρων που θα ενισχύσουν την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Στα ρίσκα άλλωστε συμπεριέλαβε τον εκλογικό κύκλο και πιθανούς «πειρασμούς» όπως είπε, τις αναταραχές στις αγορές , τις εμπορικές αψιμαχίες και το «σφίξιμο» των οικονομικών συνθηκών σε παγκόσμιο επίπεδο.